Όλα τα όμορφα, όσα αξίζει να ζεις, είναι νόστιμα.

wpid-wp-1469563209967.jpeg

Δεν υπάρχουν μεγάλα πράγματα. Υπάρχουν μόνο μικρά πράγματα με μεγάλη αγάπη.
(Δεν θυμάμαι ποιος το ‘πε)

Να ‘χαμε λέει ένα σουγιά
κι ενα διπλό καρβέλι
να ‘χαμε και δυο στάλες μέλι
να γλύκαινε η καρδιά.
Κουτσή Κιθάρα, Μάνος Λοΐζος-Λευτέρης Παπαδόπουλος

Υπάρχουν κάποια βιβλία που γνωρίζουν οι πάντες, αλλά ελάχιστοι τα έχουν διαβάσει. Ένα από αυτά είναι το «Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο» του Προυστ.

Όπως κάποια φορά διάβασα ένα βιβλίο της Δημουλίδου, για να ξέρω περί τίνος πρόκειται, έτσι ξεκίνησα να διαβάζω και Προυστ. Ίσως φαίνεται σαν ιεροσυλία να αναφέρονται αυτοί οι δύο στην ίδια πρόταση, αλλά και οι δύο συγγραφείς είναι.

Από τους εφτά (ή πέντε ή έντεκα, εξαρτάται την έκδοση) τόμους του Χαμένου Χρόνου, διάβασα μόλις ενάμιση. Μου έφτασε. Δεν μου περισσεύει τόσος χρόνος ώστε να τον περάσω διαβάζοντας μόνο ένα βιβλίο (5-7-11 τόμων), όσο σπουδαίο και να θεωρείται.

Ο Προυστ ξεκινάει το βιβλίο του με τον ενήλικο ήρωα να βουτάει μια μαντλέν στο τσάι. Η μαντλέν είναι γαλλικό παραδοσιακό γλύκισμα, κάτι ανάμεσα σε κεκάκι και κουλουράκι.

Η γεύση κι η μυρωδιά του θυμίζει την παιδική του ηλικία. Και γράφει μερικές χιλιάδες σελίδες.

Αλλάζοντας τέχνη θα δούμε το ίδιο να συμβαίνει στην ταινία animation της Pixar, τον Ρατατούη. Εκεί ένας δύστροπος κριτικός εστιατορίων δοκιμάζει το ρατατούιγ (κάτι σαν το τουρλού, κολοκύθια-μελιτζάνες-πατάτες με ντομάτα στον φούρνο) που φτιάχνει ένας αρουραίος. Και είναι τόσο συνταρακτικό, του έρχονται δάκρυα στα μάτια, επειδή θυμάται τον εαυτό του με κοντά παντελόνια και τη μάνα του.

Το φαγητό, η γεύση σε συνδυασμό με την όσφρηση, έχει πραγματικά τέτοια επίδραση στον εγκέφαλο. Σε μεταφέρει αυτόματα πίσω, χωρίς να προηγηθεί ονειροπόληση.

Ούτως ή άλλως το φαΐ είναι μία απ’ τις μεγαλύτερες απολαύσεις. Είναι λίγο πιο χαμηλά απ’ το σεξ κι απ’ την τέχνη- στην προσωπική κλίμακα απόλαυσης.

Όταν συνδυάζονται και τα τρία τότε αναφερόμαστε σε ωκεάνια απόλαυση.

Κάθε πολιτισμός, κάθε κουλτούρα έχει τις δικές του γαστριμαργικές προτιμήσεις και παραδόσεις. Δεν υπάρχει έθνος, λαός, χωρίς «κουζίνα».

Όμως υπάρχουν κάποια φαγητά και γεύσεις που μας μεταφέρουν πίσω, στον Χαμένο Χρόνο, τον καθένα ξεχωριστά.

Η μητέρα μου δεν ήταν ιδιαίτερα επιδέξια μαγείρισσα. Κυρίως επειδή βαριόταν να μαγειρεύει. Τα φαγητά της ήταν επίπεδα -ίσα για να τραφούμε- και γλυκά σπάνια έφτιαχνε. Θυμάμαι μόνο τα ρωξάκια, αλλά κάποιες φορές σκέφτομαι ότι δεν τα έφτιαχνε η ίδια, αλλά τ’ αγόραζε απ’ τον φούρνο και τα παρουσίαζε ως δικά της. Εμείς τα καταβροχθίζαμε, όποιος και να τα ‘φτιαξε.

Τη γαστριμαργική μου ιστορία τη χρωστάω στη γιαγιά μου…

Θυμάμαι τις ντομάτες που είχε στο μποστάνι, πίσω απ’ το σπίτι. Τις κόβαμε με τον αδελφό μου απ’ το φυτό και τις τρώγαμε απευθείας, χωρίς πλύσιμο (μόνο σκόνη είχαν) και χωρίς αλάτι. Ήταν πιο νόστιμες από εκατό ντομάτες του σούπερ μάρκετ μαζί.

Θυμάμαι τα τηγανητά αυγά, που τα έφερνε απ’ το κοτέτσι, και τις τηγανίτες με το ζαχαρωμένο μέλι -του παπά.

Θυμάμαι τη γαλατόπιτα που βρωμούσε κατσικίλα -ήταν με γάλα της κατσίκας, και το γιγάντιο καρβέλι με προζύμι, που ψηνόταν στον εξωτερικό φούρνο (ξύλων) κι έμενε φρέσκο για μια βδομάδα.

Θυμάμαι τα κουλουράκια το Πάσχα, τους κουραμπιέδες τα Χριστούγεννα.

Μα η δική μου μαντλέν, ήταν η κοτόσουπα. Κίτρινη, σχεδόν πορτοκαλί, και πηχτή, από κότες που μέχρι χθες ζούσαν μαζί μας, στην αυλή. Το ρύζι (καρολίνα σίγουρα) να λιώνει μέσα και τα λεμόνια απ’ το δέντρο της αυλής να μοσχοβολάνε.

Το ίδιο το κρέας δεν το έτρωγα, ήταν πολύ σκούρο και με παράξενη μυρωδιά -έτσι μυρίζουν οι ελεύθερες κότες, παράξενα.

Αλλά απ’ την σούπα κατέβαζα δυο πιάτα κι έπειτα ξάπλωνα στον καναπέ, σαν βόας, να δω στην τηλεόραση «Το μυστήριο του χρυσού πιθήκου» και ν’ αποκοιμηθώ.

Ρωτάω την Νέλλη για τις δικές της γαστριμαργικές αναμνήσεις. Κι αυτή, παρότι η μητέρα της δεν σταματούσε να μαγειρεύει (Πολίτικες ρίζες έχει), θυμάται πιο πολύ τα κεράσματα της γιαγιάς-Ελένης (Πηλιορείτισσα αυτή).

Πέρα απ’ τις τούρτες, τα ινδοκάρυδα, τα ραβανί, τις μαρμελάδες και τα γλυκά του κουταλιού, η μαντλέν της Νέλλης είναι το χτυπητό αυγό.

Έβαζε η γιαγιά της ωμό αυγό με ζάχαρη στο ποτήρι, πρόσθετε και διάφορα μυστηριακά υλικά (κάποιοι λένε ότι έβαζε και κονιάκ), το χτυπούσε με τις ώρες και έβγαινε ένα αυτοσχέδιο γλύκισμα που τα εγγόνια περίμεναν σαν να ‘ταν αμβροσία.

Ίσως, σκέφτομαι τώρα, δεν είναι το ίδιο το φαγητό που έχει σημασία, αλλά ποιος το φτιάχνει, πόση αγάπη βάζει σ’ αυτό.

Κι ίσως αυτό ισχύει για όλα. Μπορεί οι γονείς σου να μην ήταν αρκετά πλούσιοι για να σου αγοράσουν όσα είχαν τα άλλα παιδιά, αλλά να σου πρόσφεραν -με κόπο και ιδρώτα- κάτι μικρό. Αυτό θα το θυμάσαι, με περισσότερη νοσταλγία, απ’ όλα εκείνα που είχαν τ’ άλλα παιδιά.

Μπορεί να μην σου δόθηκαν περιουσίες και επιχειρήσεις έτοιμες.

Αλλά είχες τη μητέρα σου, να σου χαϊδεύει το κούτελο όλο το βράδυ, όταν έβραζες στον πυρετό, είχες τον πατέρα σου να σου μαθαίνει ποδήλατο ή να παίζεις σκάκι -μετά από ένα οκτάωρο εξαντλητικής δουλειάς.

Είχες τη γιαγιά σου, να σε κερνάει κρυφά όλα εκείνα τα γλυκίσματα και τ’ ανθυγιεινά που σου απαγορεύαν οι γονείς σου.

Είχες τον παππού σου, να βρίζετε μαζί, βλέποντας ποδόσφαιρο.

Δεν είναι μεγάλα πράγματα, δεν χρειάζεται να είναι. Δεν είναι σουφλέ από μαύρες τρούφες.
Είναι ένα χτυπητό αυγό με κονιάκ. Είναι κοτόσουπα και μια μαντλέν.

Είναι όλη η αγάπη που πήρες, αυτή που θα δώσεις με τη σειρά σου. Σε όσα κάνεις, σε όσα προσπαθείς, με όσους πλησιάζεις, σε όσους δίνεσαι.

Αυτό που έχει σημασία τελικά δεν είναι το ίδιο το φαγητό, αλλά ποιος το έφτιαξε, με ποιους το μοιράστηκες, πόσο σε νοιάζονται και τους νοιάζεσαι.

Μπορεί να ‘ναι σκέτο ψωμί μ’ αλάτι. Και μια σταγόνα μέλι. Κι ένα ποτήρι νερό για συνοδεία.

Όταν το μοιράζεσαι μ’ εκείνους που αγαπάς είναι πιο νόστιμο απ’ τα εδέσματα του Ολύμπου και της Κίρκης.

Γι’ αυτό δεν μίλησε κι ο Όμηρος; Για το νόστιμον ήμαρ; Την ημέρα του νόστου, της επιστροφής στην Ιθάκη.

Η Ιθάκη του Οδυσσέα και η μαντλέν του Σουάν. Όλα τα όμορφα, όσα αξίζει να ζεις, είναι νόστιμα.


Πηγή