Πρώτη από όλους Αντιστάθηκε η Εκκλησία στη Κατοχή…Ανιστόρητε!

wpid-wp-1474717255086.jpeg

ΚΛΗΡΟΣ ΚΑΙ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ ….ΠΡΩΤΗ Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΑΝΤΙΣΤΑΘΗΚΕ ΣΤΗΝ ΚΑΤΟΧΗ
Του Kων/νου Σαρδελή
Η Βουλή των Ελλήνων έχει χρέος, έστω και μετά θάνατον, έστω και μετά από εξήντα χρόνια, να ανακηρύξει τους Αρχιεπισκό­πους Αθηνών και πάσης Ελλάδος Χρύ­σανθον (Φιλιππίδην, 1881-1949) και Δαμασκηνόν (Παπανδρέου, 1890-1949) ΑΞΙΟΥΣ του έθνους, τον δε Χρύσανθον πρώτον αντιστασιακόν, διότι πρώτος αυτός προέβαλε αντίσταση κατά των Γερ­μανών, αμέσως μετά την είσοδό τους στην Αθήνα.

Και να ανεγερθεί και στο Χρύ­σανθο ανδριάντας, πλάι σε κείνον του Δαμασκηνού, γιατί και οι δύο ανήκουν στις μεγάλες προσωπικότητες, όχι μόνο της Ελλαδικής Εκκλησίας αλλά και της νεώτερης ιστορίας μας γενικότερα.

Ο από Τραπεζούντος Χρύσανθος (μητροπολίτης Τραπεζούντος 1913- 1938), ο οποίος έγινε και μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, το 1940, ανήκει στους κορυφαίους εκείνους ιεράρχες της Ελλάδας και του Ελληνισμού, που με την ισχυρή προσωπικότητά τους εσφρά­γισαν την εποχή τους αλλά και ετίμησαν μεγάλως την παράδοση του Γένους.

Υπήρξε ένας Νεομάρτυρας εν ζωή με την πράγματι ηρωική του στάση μπροστά στο Γερμανό Στρατηγό Στούμμε, όταν αμέσως μετά την είσοδο των Γερ­μανών στην Αθήνα επισκέφτηκε τον Αρχιεπίσκοπο Χρύσανθο και υποχρεώθηκε να παραμείνει όρθιος επειδή, επί τούτο, έμεινε όρθιος και ο Χρύσανθος. Επίσης αρνήθηκε να ορκίσει την πρώτη κατοχική Κυβέρνηση τού αντιστράτηγου Τσολάκογλου. Αλλά η στάση τού Χρυσάνθου δεν περιορίζεται σ’ αυτό. Ας δούμε, όμως, πρώτα πως ο Χρύσανθος αντιμετώπισε την κατάστα­ση μετά την κήρυξη τού Πολέμου (28 Οκτωβρίου 1940).


Ο Χρύσανθος αμέσως κινητοποίησε ολόκληρη την Εκκλησία και καθοδήγη­σε τον κλήρο να συμπαρασταθεί στο μαχόμενο έθνος. Ίδρυσε,χωρίς καμιά κα­θυστέρηση, την «Πρόνοια Στρατευομένων» της Αρχιεπισκοπής Αθηνών, γε­γονός που ανακούφισε τα στρατευμένα νιάτα μας. Και στην περίπτωση αυτή ο Χρύσανθος στάθηκε ο ίδιος και καλύτε­ρος, όπως και στην Τραπεζούντα.

Κάπου δύο χιλιάδες άνδρες και γυ­ναίκες επιστράτευσε και συνέλεξε πολ­λά εκατομμύρια για τις οικογένειες των στρατευθέντων, ενώ επισκεπτόταν συνεχώς τους νοσηλευόμενους τραυματίες και οργάνωσε ειδική ομάδα από ιερείς για τις θρησκευτικές ανάγκες των στρα­τιωτών.

Ξεχωριστό τμήμα της «Πρόνοι­ας» διεξήγαγε πατριωτική αλληλογρα­φία και αποστολή δεμάτων και θρη­σκευτικών βιβλίων και εντύπων, για την ενίσχυση τού φρονήματος των στρα­τιωτών.
Με την υποδούλωση και την είσοδο των εχθρικών στρατευμάτων στη χώρα, ο Χρύσανθος ακολούθησε την μακραίω­νη παράδοση της Εκκλησίας: έμεινε μα­ζί με το ποίμνιό του, να αγωνιστεί μαζί του με όλες τις συνέπειες που συνεπάγετο τούτο. Γιατί κανείς κληρικός δεν εγκατέλειψε ποτέ το ποίμνιό του, ιδιαί­τερα τέτοιες ώρες.
Δύο πολύ γνωστά παραδείγματα: τού Οικουμενικού Πατριάρχη Γρηγορίου τού Ε’ και τού Μητροπολίτη Σμύρ­νης Χρυσοστόμου, και οι δύο ιερομάρτυρες και εθνομάρτυρες τού Γένους.

Ο Χρύσανθος δε σε πρόταση τού Βασιλέως Γεωργίου Β’ να αναχωρήσει μαζί με την κυβέρνηση, απάντησε όπως θα απα­ντούσε κάθε κληρικός, από τού Οικου­μενικού Πατριάρχη ως τού τελευταίου Ιερέα: «Η θέσις μου ως εθνάρχη είναι να παραμείνω εδώ, δια να προστατεύσω τον ελληνικόν λαόν». Αυτός είναι ο κα­λός ποιμήν, που θυσιάζει τη ζωή του υπέρ των προβάτων.

ΑΡΝΕΙΤΑΙ ΝΑ ΠΑΡΑΔΩΣΕΙ ΤΗΝ ΠΟΛΗ
Στο ημερολόγιο τού Χρυσάνθου δια­βάζουμε:
«24 Απριλίου 1941. Έρχονται εις επίσκεψίν μου ο Νομάρχης Αττικοβοιωτίας κ. Πεζόπουλος και ο Δήμαρχος κ. Πλυτάς κατ’ εντολήν τού Υφυπουργού Ασφαλείας κ. Μανιαδάκη, δια να μοι είπουν ότι μετά των ανωτέρω δύο και τού Φρουράρχου Αθηνών Στρατηγού Καβράκου θα παραδώσωμεν την πόλιν εις τους Γερμανούς.

Απήντησα ότι εις το έργον τούτο ουδεμίαν θέσιν έχει ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών. Νομίζω, μάλι­στα, ότι και σεις οι άλλοι είσθε πολλοί, και ότι θα έφθανεν εις κατώτερος αξιω­ματικός δια να είπη εις τους Γερμανούς ότι η πόλις δεν αμύνεται και ότι είναι ελεύθεροι να εισέλθουν. Επέμεινον και επανέλαβον ότι έργον του Αρχιεπισκό­που είναι όχι να υποδουλώνη αλλά να ελευθερώνη.

Πλην τούτου, είναι ενδεχό­μενον να συμπεριφερθούν οι Γερμανοί περιφρονητικώς και να στείλουν κανένα ανθυπολοχαγόν δια να συνεννοηθή μετά τού Αρχιεπισκόπου, όπερ θα είναι εξευτελιστικόν δια το αξίωμα τού Αρχιεπισκόπου

. Ενθυμούμαι ότι το 1916, ότε ήμην Μητροπολίτης Τραπεζούντος και προσωρινός Διοικητής τού τόπου, και επί τη προσεγγίσει των Ρώσων, οίτινες ήρχοντο εις Τραπεζούντα ως ελευθερωταί και όχι ως δουλωταί, πάλιν δεν μετέβην ο ίδιος να παραδώσω την πόλιν, αλλά έστειλα ένα απλούν πολίτην μετά τού Αμερικανού Προξένου, οι οποίοι είπον απλώς εις τους Ρώσους ότι δεν αμύνεται η πόλις και ότι είναι ελεύθεροι να εισέλθουν. Δεν βλέπω λοιπόν τον λό­γον δια τον οποίον πρέπει ο Αρχιεπί­σκοπος να παραδώση τώρα την πόλιν εις τους Γερμανούς.Ταύτα παρακαλώ να διαβιβασθούν εις τον κ. Μανιαδάκην.»

«ΕΠΕΣΑ ΕΙΣ ΤΟ ΚΡΕΒΒΑΤΙ ΚΑΙ ΕΚΛΑΥΣΑ ΠΙΚΡΟΤΑΤΑ»
Στις 27 Απριλίου 1941 διαβάζουμε στο ημερολόγιο τού Χρυσάνθου μεταξύ των άλλων:
«….Μετά δύο ώρας έρχεται εις γραμματεύς τού Δημαρχείου και μοι λέγει ότι ο Γερμανός Στρατηγός ερωτά ποίαν ώραν δύναται να με επισκεφθή εις την Μητρόπολην ….Απήντησα ότι δύναται να έλθη εις τας 4μ.μ. Περί την 4ην μ.μ. έρχεται ο Στρατηγός τού Δευτέρου Σώματος Στρατού Stumme συνοδευόμενος από τον Klemm, Στρατιωτικόν Ακόλουθον της Γερμανικής Πρεσβείας, Γερμανολεβαντίνος εκ Σμύρνης, όστις επί τέσσερα έτη κατεσκόπευε την Ελλάδα και τον ελληνικόν στρατόν, και από τον νεοδιορισθέντα Γερμανόν Φρούραρχον Αθηνών

. Τους υποδέχομαι εντός τού Συνοδικού με αθυμίαν και κατήφειαν. Πως να αρχίσω την συνομιλίαν; Φαίνεσθε, τού λέω, κουρασμένος. Ναι, απαντά. Βρήκαμε γέφυρας και δρόμους κατεστραμμένους. Τα κατέστρεψαν οι Άγγλοι. Ποιος θα τα επανορθώση; Οι Άγγλοι οφείλουν να πληρώσουν. Θα πληρώσει όποιος νικηθή, λέγω. Κατά την διαδρομήν ημών δια της Ελλάδος με ευχαρίστησιν παρετήρησα ότι πολλοί ομιλούν γερμανικά. Ναι, τού είπα, υπήρχον πολλοί, οίτινες ήσαν θαυμασταί τού γερμανικού πολιτισμού˙ άλλ’ άφ’ ότου εκήρυξεν η Γερμανία τον πόλε­μον κατά της Ελλάδος, θα έμειναν ολί­γοι ή κανείς.

Πράγματι, έχει λυπήσει πο­λύ τον ελληνικόν λαόν διότι η Γερμανία αναιτίως εκήρυξε τον πόλεμον κατά της Ελλάδος· διατί τον εκήρυξεν; Αυτά, απαντά, είναι ζητήματα πολίτικης. Εις τον δρόμον, λέγει, μας έρραιναν με άνθη. Αυτοί, τού απαντώ, βεβαίως δεν ήσαν Έλληνες. Επείγει, τω λέγω, το ζήτημα τού επισιτισμού τού τόπου.

Θα έλθη, απαντά, προσεχώς ιδιαιτέρα επι­τροπή επισιτισμού. Και τώρα, τω λέγω, που θα υπάγετε; Όπου διατάξει ο Φύρερ, απαντά, διότι ημείς δεν κάμνομεν τίποτε εκτός εκείνου το οποίον διατάσσει ο Φύρερ….
Προσέξατε, Στρατηγέ μου, να μη τραυματίσητε την υπερηφάνειαν τού ελληνικού λαού….»

«ΑΛΛΗΝ ΚΥΒΕΡΝΗΣΙΝ ΔΕΝ ΔΥΝΑΜΑΙ ΝΑ ΟΡΚΙΣΩ»
«…. Προς το εσπέρας έρχεται εις επίσκεψίν μου ο κ.Πλάτων Χατζημιχάλης …. και μοι αναγγέλει ότι εσχηματίσθη Κυβέρνησις υπό τού Τσολάκογλου…Τω απήντησα ότι λυπούμαι πολύ…. Οπωσ­δήποτε, απαντά, ημείς υπεγράψαμεν το συμβόλαιον και η Κυβέρνησις εσχηματί­σθη…. και παρακαλεί (ο Τσολάκογλου) να έλθετε να [την] ορκίσετε αύριον το πρωΐ η ώρα 9.

Απαντώ ότι η Εθνική Κυβέρνησις, την οποίαν ώρκισα, εξακο­λουθεί να υφίσταται και να συνεχίζη τον πόλεμον. Άλλην Κυβέρνησιν δεν δύναμαι να ορκίσω· πλην τούτου, δεν γνωρίζω τι εγράφη και υπεγράφη εις το μετά των Γερμανών συμβόλαιον, και δεν γνωρίζω εάν αύριον κατ’ εντολήν των Γερμανών δεν θα αποκηρύξητε την μετά των Άγγλων συμμαχίαν μας, όπερ εθνικώς θα είναι ολεθριώτατον.

Εις τοιαύτας δε υπόπτους και αντεθνικάς ενεργείας δεν είναι δυνατόν να δώση η Εκκλησία τον όρκον και την ευλογίαν της. Η Εκκλησία πρέπει να μένη μα­κράν από τοιαύτα πράγματα. Εγώ το εννόησα, λέγει ο κ. Χατζημιχάλης, και όταν αύριον έλθουν και άλλοι εκ της Κυβερνήσεως, δώσατέ το να το εννοή­σουν. Περιττόν, τω λέγω, να έλθουν άλλοι. Σας παρακαλώ να είπητε όσα σάς είπα εις την σχηματισθείσαν Κυβέρνησιν και ελπίζω ότι θα πεισθούν όλοι τους ότι έχω δίκαιον. Εφ’ ω απήλθεν ο κ.Χατζημιχάλης η δε κατέχουσά με άθυμία και λύπη είναι απερίγραπτος.»

ΕΚΘΡΟΝΙΖΕΤΑΙ
Αποτέλεσμα ήταν ο ηρωικός Ιεράρ­χης να εκθρονιστεί, γιατί αρνήθηκε να ορκίσει τη Κατοχική Κυβέρνηση Τσολάκογλου. Αυτό γίνεται την 2αν Ιουνίου 1941. Την Κυβέρνηση όρκισε κάποιος ιερεύς, το δε Χρύσανθο διαδέχτηκε ο μέγας, επίσης, Δαμασκηνός, τού οποίου το εθνικό, κοινωνικό και πνευματικό έργο κατά την κατοχή, ιδιαίτερα στη διάσωση των Εβραίων, υπήρξε τεράστιο και μο­ναδικό σ’ ολόκληρη την Ευρώπη.

Η ίδρυση της Εκκλησιαστικής Οργανώσεως της περίφημης και σωτή­ριας Χριστιανικής Αλληλεγγύης, επετέλεσε μέγα κοινωνικό και φιλανθρωπικό έργο. Ηρωικές και άξιες της παραδόσεως τού Γένους υπήρξαν και οι παραστά­σεις του ενώπιον των αρχών Κατοχής για την διάσωση από βέβαιο θάνατο (εκτέλεση) πατριωτών.

Υπήρξε και ο Δαμασκηνός ένας αληθινός Εθνάρχης, τού οποίου την προσφορά εξετίμησαν μεγάλως και οι σύμμαχοι.
Εμείς εδώ περιοριστήκαμε περισσό­τερο στον Χρύσανθο, για τον οποίο τα γεγονότα γύρω από τις πρώτες τραγικές εκείνες στιγμές είναι ολιγότερο γνωστά.
Άλλωστε η Κατοχή -και ο Δαμασκηνός δρα κατά την περίοδο αυτή, κυρίως- είναι ένα νέο κεφάλαιο, που μπορεί να μας απασχολήσει άλλοτε, πάντοτε σε σχέση με την προσφορά της Εκκλησίας υπό τον Αρχιεπίσκοπον Δαμασκηνόν.

ΑΠΟ ΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ «ΤΟΛΜΗ» ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 2001


Πηγή