Ενα από τα φαινόμενα που ίσως να εξηγεί τη σημερινή πολιτική κατάσταση στη Δύση, αλλά και σε άλλες, ευρύτερες περιοχές του πλανήτη, ίσως το φαινόμενο που εξηγεί μεγάλο μέρος από τις κοινωνικές συμπεριφορές, να είναι η έξοδος του ανθρώπου από το αίσθημα της ιστορικότητας. Ισως
αυτό που κυρίως ταλανίζει τον πλανήτη τις τελευταίες δεκαετίες να είναι το γεγονός ότι οι μάζες (εξακολουθούν να) γράφουν την ιστορία χωρίς αίσθημα ιστορικότητας.
Νομίζω ότι αυτός ο νέος τύπος ανθρώπου κατασκευάσθηκε συστηματικώς τις τελευταίες τρεις δεκαετίες και ότι η καθιέρωσή του-επικράτησή του (απρόσμενα εύκολη, απρόσμενα επιτυχής) οδηγεί την ανθρωπότητα στον όλεθρο.
Η πρόοδος με την οποίαν οι μάζες, οι πολίτες και τα πρόσωπα εξέρχονται από τη συναίσθηση της ιστορικότητας των πραγμάτων και οδεύουν προς την ιδιώτευση, την αποβλάκωση και την υποταγή είναι γεωμετρική.
Πίσω στις δεκαετίες του 1950, του 1960 και του 1970, για παράδειγμα, ένας Ελληνας εργάτης απ’ το Πέραμα ή ένας μεσοαστός από το Κολωνάκι, ένας Αργεντινός αγρότης ή ένας Αγγλος ναυτικός ενδιαφερόταν για όσα συνέβαιναν στην Ινδονησία. Αν όχι όλοι, αλλά πάντως τις συντριπτικές πλειοψηφίες στην κοινωνία ενδιέφεραν όσα συνέβαιναν στη Γαλλία ή την Κίνα, στη γειτονιά τους ή την πατρίδα τους. Ολα συνηγορούσαν σε αυτό (αλλά και το εξέφραζαν): η πολιτική, η τέχνη (ιδιαιτέρως έντονα η τέχνη), οι κοινωνικές συναναστροφές, ο Τύπος, οι ομαδοποιήσεις, σχεδόν τα πάντα.
Οχι μόνον επειδή οι μνήμες του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου παρέμεναν ακόμα ζωντανές, αλλά και επειδή οι άνθρωποι πάλευαν ακόμα για το καλύτερο (ενώ σήμερα απλώς προσπαθούν να αποφύγουν το χειρότερο), οι μάζες, οι πολίτες και τα πρόσωπα έγραφαν την ιστορία, με αίσθημα ιστορικότητας που αφορούσε στις ιδεολογίες τους και τα συμφέροντά τους. Με έναν λόγο, οι πολίτες, σε συντριπτικές πλειοψηφίες σε όλον τον πλανήτη, παρακολουθούσαν το νόημα των πραγμάτων και προσπαθούσαν να το διαμορφώσουν.
Μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ, η ύπαρξη και η επιρροή των πολιτικών-πολιτών, των μαζών, των προσώπων, των προσωπικοτήτων, των κομμάτων (δεξιών και αριστερών) συρρικνώθηκαν με ραγδαίους ρυθμούς. Ο «νέος θαυμαστός γενναίος κόσμος» είναι ο κόσμος των εταιρειών, των τραπεζών, μιας χύδην οικονομίας που χρειάζεται ένα πολιτικό προσωπικό σε επίπεδο ντήλερ και τυραννίσκων.
Στη διαμόρφωση του νέου τοπίου (που ο Φουκουγιάμα ονόμασε αδέξια «τέλος της Ιστορίας») σπουδαίο ρόλο έπαιξε η ενσωμάτωση της Αριστεράς και η εξαέρωση της αντι-αποικιοκρατίας. Στο κενό που η ενσωμάτωση της Αριστεράς στο κυρίαρχο σύστημα της Δύσης, καθώς και η υποχώρηση των εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων δημιούργησαν, εμφανίσθηκαν θρησκευτικά κινήματα (που έδωσαν την επίσης ψευδή εντύπωση ενός «πολέμου των πολιτισμών») που οδήγησαν τις εθνικές και τις ταξικές συγκρούσεις σε ασύμμετρες παραμέτρους.
Και η ενσωμάτωση της Αριστεράς (σοσιαλδημοκρατίας, σοσιαλιστών, κινηματικής Αριστεράς) στο σύστημα, όσον και οι ασύμμετρες παράμετροι στις συγκρούσεις που επιβάλλει ο ιμπεριαλισμός, οδηγούν τη μεν αστική δημοκρατία στην αχρησία, τον εκφυλισμό και τον αυταρχισμό (με ορίζοντα τον φασισμό), τους δε πολίτες στην αποξένωση από το πολιτικό σύστημα. Στην οργή, την πικρία, την υποταγή, την απελπισία – αναλόγως.
Η κατάσταση του αποξενωμένου πολίτη επιδεινώνεται (όπως όμως κι εκείνου που εξακολουθεί να δρα σε πολιτικό πλαίσιο) διά της εκπαίδευσης, της τέχνης και των ΜΜΕ. Η Ιστορία έχει εξέλθει από τα εκπαιδευτικά συστήματα προ πολλού, οι τέχνες λειτουργούν επί χρήμασι εναντίον των μαζών και τα ΜΜΕ βοηθούν στη χειραγώγησή τους. Με έναν λόγο, εκπαιδευτικοί, διανοούμενοι, καλλιτέχνες και δημοσιογράφοι, πλην Λακεδαιμονίων, υπηρετούν Αβδηρίτες, Συβαρίτες, Κλαζομένιους και Μήδους.
Για αυτό το σύστημα οι άνθρωποι είναι αναλώσιμοι και για τους ανθρώπους το σύστημα είναι ξένο. Η διαφορά από τις περασμένες δεκαετίες έγκειται στο γεγονός ότι το σύστημα (κρύβοντας ακόμα και τα ονόματά του, όπως καπιταλισμός ή ιμπεριαλισμός) έπεισε τους ανθρώπους ότι δεν μπορούν να το αλλάξουν. Οι
άνθρωποι στη πλειοψηφία τους πλέον ομιλούν με τους ευφημισμούς του συστήματος (απ’ τα «αφηγήματα» ως τις «παράπλευρες απώλειες» και από την «ευέλικτη εργασία» ως τους «συνωστισμούς»). Οι άνθρωποι σιχαίνονται το σύστημα, αλλά μιλούν τη γλώσσα του. Σύγχυση φρενών σε τέτοιες συνθήκες τεχνολογικής προόδου που, αν κάτι δεν αλλάξει εκρηκτικώς, η δικτατορία της «οικονομικής φρίκης» θα έχει ακόμα να φάει πολύ απ’ το ψωμί και πολλές από τις ζωές των ανθρώπων.
Και έτσι φθάσαμε σήμερα στον πολίτη που μαθαίνει τι συμβαίνει στην Ινδονησία, αλλά δεν ενδιαφέρεται για αυτό, αν δεν τον αφορά άμεσα. Ελάχιστοι, για παράδειγμα, ενδιαφέρονται για την επί δεκαετίες σφαγή των Κούρδων ή για την επί δεκαετίες κατοχή της μισής Κύπρου, ενδιαφέρονται όμως (θετικά ή αρνητικά) για τους Σύρους πρόσφυγες όταν φθάνουν στην αυλή τους. Κάποτε οι άνθρωποι έκαναν γιγάντιες πορείες υπέρ της ειρήνης, σήμερα δεν γίνονται ούτε σπιθαμιαίες πορείες εναντίον των πολέμων που εξαπολύει ο ιμπεριαλισμός, τον έναν μετά τον άλλον. Στην
πρώτη περίπτωση οι άνθρωποι είχαν συναίσθηση της ιστορίας (και της ιστορικότητας όσων οι ίδιοι έπρατταν, σκέπτονταν κι ένιωθαν), στη δεύτερη περίπτωση οι άνθρωποι είναι αιχμάλωτοι της ιδιώτευσης και θύματα της αποξένωσης – παρίες από την ίδια τους τη ζωή.
Οι περισσότεροι άνθρωποι σήμερα βλέπουν το δίπολο σύστημα – αντισύστημα. Με μεγάλο μέρος της Αριστεράς ενσωματωμένο στο σύστημα, δεν βλέπουν τόσο την αντίθεση Δεξιάς – Αριστεράς, όσον το «όλοι ίδιοι είναι». Ετσι, όταν θέλουν να στραφούν εναντίον του συστήματος (και θέλουν όλο και πιο πολύ όλο και πιο πολλοί) προαιρούνται αντισυστημικές δυνάμεις (ανεξαρτήτως αν είναι αριστερές ή ακροδεξιές) και αντισυστημικά πρόσωπα. Ο Φάρατζ, ο Κόρμπιν, η Λεπέν, ο Τράμπ, οι Ποδέμος, ο ΣΥΡΙΖΑ (ως αντιπολίτευση), ο Λεβέντης, ο Μπέπε Γκρίλο και πλήθος άλλων δυνάμεων (και της δεξιάς και της αριστεράς) εμφανίζονται στη σύντομη ή πιο μακροπρόθεσμη διαδρομή τους στα μάτια των πολιτών ως δυνάμεις αντισυστημικές.
Και αυτό για τους πολίτες, τις μάζες, τα πρόσωπα, που δεν έχουν πλέον τη συναίσθηση της ιστορικότητας, είναι μια εύκολη «λύση».
Το οξύμωρο μιας ιστορίας που η πολιτική και δημόσια χρήση της βασίζεται στη λήθη συμπληρώνεται από το παράδοξο μιας παγκοσμιοποίησης των επιμέρους ιδιωτεύσεων, με αποτέλεσμα έναν κόσμο, όπου η αυτογνωσία των προσώπων και το πολιτικό βάρος των μαζών να γίνονται ζητούμενα. Βρισκόμαστε έτσι όλοι χαμένοι στους δαιδάλους της πιο βαθιάς διχασμένης ταξικώς κοινωνίας (και συνεπώς της πιο καταστροφικής) από γενέσεως καπιταλισμού.
Βλέπουμε όλοι το τείχος. Βλέπουμε τη φρουρά του. Αλλά δεν βλέπουμε πουθενά τον εαυτό μας. Ισως μόνον τη μοναξιά του…
Πηγή