Δυο ταινίες και μια γάτα..
Ο άνθρωπος, αν είναι τυχερός, ζει τρεις περιόδους -σχεδόν ισόχρονες.
Στην πρώτη είναι το παιδί κάποιων.
Στη δεύτερη συνεχίζει να είναι το παιδί κάποιων, αλλά είναι και γονιός κάποιων.
Στη τρίτη είναι μόνο ο γονιός κάποιων.
Ως παιδί, ειδικά από την εφηβεία και μετά, συγκρούεται με όλα αυτά που αντιπροσωπεύουν οι γονείς του.
«Οι γονείς μου δεν μπορούν να με καταλάβουν», λέει. Κι όλοι οι συνομήλικοι συμφωνούν.
Αυτή είναι η πρώτη ταινία.
Όταν βγήκε στις αίθουσες το «Μάντεψε ποιος θα ‘ρθει το βράδυ», του Στάνλεϊ Κράμερ, προκάλεσε μεγάλη αναταραχή. Αιτία ήταν ο διαφυλετικός γάμος, ανάμεσα στον μαύρο Σίντεϊ Πουατιέ και τη λευκή κόρη των Χέρμπορν-Σπένσερ.
Οι δύο λευκοί γονείς, παρότι φιλελεύθεροι, σοκάρονται με την επιλογή της κόρης τους. Το ίδιο παθαίνουν και οι γονείς του Πουατιέ, που δεν ήξεραν ότι η αγαπημένη του γιου τους είναι λευκή.
Αυτά συνέβησαν το 1967. Εγώ είδα την ταινία το 1992, όταν ήμουν 17 χρονών. Δεν έδωσα τόση σημασία στον διαφυλετικό γάμο, όσο σε μια άλλη σκηνή, που με άγγιξε περισσότερο.
Κάποια στιγμή ο ταχυδρόμος πατέρας του δικηγόρου Πουατιέ του λέει:
«Ξέρεις πόσα χιλιόμετρα περπάτησα για να σπουδάσεις, για να γίνεις δικηγόρος;»
«Δεν με νοιάζει», του απαντάει ο γιος. «Ήταν υποχρέωση σου να περπατήσεις τόσα χιλιόμετρα. Κι άλλα τόσα. Απ’ τη στιγμή που αποφασίσατε να κάνετε παιδί, εμένα, ήσασταν υποχρεωμένοι να δώσετε τα πάντα. Εγώ δεν έχω καμία υποχρέωση απέναντι σας, μόνο εσείς.»
Με δυσκολία κρατήθηκα τότε να μη σηκωθώ απ’ την καρέκλα για να χειροκροτήσω.
Ήμουν ο γιος κάποιων ανθρώπων, κι αυτοί μου όφειλαν τα πάντα.
Έτσι σκεφτόμουν. Κάποια στιγμή έφυγα απ’ το σπίτι, έκανα ό,τι ήθελα κι ό,τι μπορούσα να κάνω. Κάθε τόσο -ειδικά όταν αποτύγχανα σε κάτι- κατηγορούσα τους γονείς μου, που δεν μου έδωσαν όσα μου άξιζαν, που δεν περπάτησαν περισσότερα χιλιόμετρα για μένα.
Οι γονείς πάντα φταίνε, όσο είσαι ακόμα το παιδί -και μόνο.
Νομίζεις ότι δεν μπορούν να σε καταλάβουν, αλλά στην πραγματικότητα εσύ δεν μπορείς να τους καταλάβεις. Γιατί εκείνοι έχουν υπάρξει και παιδιά κάποιων άλλων, έχουν κατηγορήσει κι εκείνοι τους γονείς τους για όσα δεν κατάφεραν.
Έχουν υπάρξει παιδιά κι έπειτα έγιναν γονείς. Εσύ είσαι ακόμα το παιδί.
Μετά μεγαλώνεις. Κι αρχίζει η δεύτερη ταινία.
Χθες έτυχε να ξαναδώ τον Ντάνιελ Ντέι Λούις, σε μια απ’ τις καλύτερες ερμηνείες του, στην ταινία του Σέρινταν «Εις το όνομα του πατρός».
Την πρώτη μέρα που ο πατέρας κι ο γιος βρίσκονται στο ίδιο κελί, άδικα φυλακισμένοι για μια βομβιστική επίθεση που δεν έκαναν, ο γιος ξεσπάει στον πατέρα.
«Πάντα με ακολουθούσες», του λέει, «να δεις τι κάνω λάθος. Κι όταν κέρδισα το μετάλλιο, με ρώτησες αν έκανα φάουλ. Ναι, είχα κάνει φάουλ, αλλά κερδίσαμε τον αγώνα. Τι σημασία είχε που έκανα φάουλ; Αλλά εσύ με ακολουθούσες, με ρωτούσες: Έκανες φάουλ; Από τότε προσπάθησα να κάνω πάντα λάθος, για να σου αποδείξω ότι είμαι άχρηστος, έτσι όπως ήθελες να είμαι.»
Ο Ντάνιελ Ντέι Λούις ξεσπάει, γελάει, κοροϊδεύει, παίρνει ναρκωτικά, κάνει παρέα με τον τρομοκράτη του ΙΡΑ. Κι ο άρρωστος πατέρας, φυλακισμένος κι εκείνος, κάνει υπομονή, τον περιμένει, τον βοηθάει, κλαίει για τον γιο του.
Μέχρι που πεθαίνει.
Την πρώτη φορά που είδα την ταινία δεν είχα γιο. Είχα ταυτιστεί με τον αδικημένο Τζέρι. Τώρα, χθες που την ξαναείδα, αντιλήφθηκα το μαρτύριο του πατέρα, όταν το παιδί του έλεγε: «Βοήθησέ με», κι εκείνος δεν μπορούσε να κάνει τίποτα.
Πλέον δεν σκέφτομαι ως ο γιος κάποιων ανθρώπων, δεν είναι αυτό που έχει σημασία. Πλέον είμαι ο πατέρας ενός ανθρώπου. Κι αυτό είναι πιο σημαντικό. Εκεί εμπλέκεται η γάτα.
Είχαμε βρει με τη Νέλλη ένα δωματιάκι στην ύπαιθρο της Νάξου. Δεν μας ένοιαζαν οι ανέσεις, ο έρωτας μας ήταν πολύ μεγάλος για να χωρέσει κάπου. Ο άνθρωπος που ζούσε στο διπλανό δωμάτιο, εργαζόμενος κι εκείνος, είχε ένα μικρό γατί. Τη μάνα-γάτα την είχε πατήσει αυτοκίνητο.
Η Ριταμάιρα ήταν ακόμα μωρό και δεν είχε θηλάσει. Ο Αλέξανδρος την τάιζε με το μπιμπερό, αλλά εκείνη έψαχνε για περισσότερα από φαΐ. Τα βράδια, όταν έκανε πολλή ζέστη κι αφήναμε την πόρτα ανοιχτή, η Ριταμάιρα ερχόταν στο κρεβάτι μας για να θηλάσει. Χωνόταν στη μασχάλη μου, στο γόνατο, στο βυζί, και ρουφούσε ιδρώτα, πατώντας με τις άνυχες πατούσες της.
Εμείς φύγαμε απ’ το νησί, αλλά το επόμενο καλοκαίρι που συναντήσαμε τον Αλέξανδρο τον ρωτήσαμε για τη Ριταμάιρα.
«Είναι παράξενο», είπε εκείνος. «Συνέχιζε να έρχεται και να προσπαθεί να θηλάσει τον ιδρώτα μου ακόμα κι όταν μεγάλωσε. Την έδιωχνα, γιατί είχε δόντια και νύχια, αλλά εκείνη συνέχιζε. Μετά, σταμάτησε.»
«Γιατί;»
«Έκανε γατάκια. Μόλις γέννησε και ξεκίνησε να δίνει γάλα στα μωρά της, τότε σταμάτησε και να ‘ρχεται πάνω μου για να θηλάσει.»
Η Ριταμάιρα, το γατί, δεν είχε προλάβει να θηλάσει. Αναπλήρωνε το κενό στις μασχάλες των ανθρώπων. Αλλά μόλις έγινε μητέρα όλα άλλαξαν.
Την τρίτη ταινία, να είμαι μόνο γονιός χωρίς γονείς, δεν την έχω δει ακόμα. Αλλά μου μίλησε γι’ αυτό ένας φίλος που ήρθε απ’ τον Παράδεισο (χωριό στον Νέστο) για να πιούμε καφέ.
«Πάντα είχα θέματα με τη μάνα μου», μου είπε βάζοντας ζάχαρη στον διπλό εσπρέσο. «Ακόμα και στο νεκροκρέβατο, λίγο πριν φύγει, δεν μιλούσε. Μόνο τότε, μας το είπε ο γιατρός, κατάλαβα τι έκανε, μας το είπε ο γιατρός: Υπέφερε, πονούσε, αλλά δεν ήθελε να μας επιβαρύνει με τον πόνο της, δεν ήθελε να μας βαρύνει με τα δικά της προβλήματα, με τον θάνατο της.»
Και σαν τα είπε αυτά βγήκε έξω να κάνει ένα τσιγάρο.
Αυτή η ακολουθία, αυτές οι τρεις ταινίες, μοιάζει να είναι παγκόσμια προβολή για όλους τους ανθρώπους -ίσως και για τα υπόλοιπα ζώα.
Στην αρχή είσαι το παιδί κι όλος ο κόσμος φταίει για ό,τι κακό σου συμβαίνει. Για τα ελαττώματα σου και για τις αποτυχίες σου κατηγορείς τους γονείς σου, που δεν περπάτησαν αρκετά χιλιόμετρα για σένα. Οι επιτυχίες σου και τα προτερήματά σου είναι δικές σου κατακτήσεις.
Μετά, μόλις αρχίζεις να αντιλαμβάνεσαι ότι ίσως οι γονείς σου είχαν δίκιο για κάποια θέματα, αποκτάς ένα παιδί (έφηβο) που είναι σίγουρος ότι έχεις άδικο -σε όλα. Κι ενώ προσπαθείς να το βοηθήσεις καταλαβαίνεις ότι δεν ορίζεις τη μοίρα του, τη ζωή του.
Και λίγο πριν ευχαριστήσεις τους γονείς σου, για όσα έκαναν, καλά και άσχημα, πολλά και λίγα, τους χάνεις.
Ας μην είμαστε θλιμμένοι κλόουν. Υπάρχει και τέταρτη ταινία. Να ταΐζεις τα εγγόνια σου παγωτά, πατατάκια κι ό,τι άλλο ανθυγιεινό σου βρεθεί και να γελάς με τα άγχη των παιδιών σου που έγιναν γονείς κι εκείνοι με τη σειρά τους.
Να είσαι παππούς, να κακομαθαίνεις τα εγγόνια σου, να τους λες ιστορίες και να βγάζεις τη μασέλα σου για να γελάσουν.
Να γίνεσαι παιδί κι εσύ, λίγο πριν το τέλος, χωρίς να σου οφείλει κανείς τίποτα, χωρίς να οφείλεις σε κανέναν.
Και να πεθαίνεις στον ύπνο σου, γιατί όχι, ακούγοντας ένα παιδί να γελάει.
Αυτό είναι το καλύτερο τέλος για κάθε ταινία: Ένα παιδικό γέλιο.
Αυτή είναι η καλύτερη αρχή.
°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°
<< ΤΟ ΠΙΤΣΙΡΙΚΙ ΕΙΝΑΙ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΟ ΚΑΙ ΒΑΣΙΖΕΤΑΙ ΜΟΝΟ ΣΤΟΥΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΕΣ ΤΟΥ. ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΤΕ ΤΙΣ ΔΙΑΦΗΜΙΣΕΙΣ ΤΗΣ GOOGLE ΠΑΤΩΝΤΑΣ ΠΑΝΩ ΣΤΙΣ ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΕΣ ΕΙΚΟΝΕΣ. ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ >>
°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°
Πηγή