«Το μάτι του βοριά»

unnamed

Ο καιρός πήγαινε κατά χειμώνα, οι εποχές καταργήθηκαν,
τις μολύναμε κι αυτές, σαν τα όνειρα μας.
Όλοι η παρέα θα μαζευόταν πάλι στο στέκι,
που το έλεγαν «Το μάτι του βοριά».
Γύρω μαζεύονταν εκείνοι που είχαν σχολάσει
απ” τα «καμίνια» της ζωής.
Αυτοί συνειδητά ήθελαν να δουλεύουν
πέρα από πολυτελή γραφεία, με άνετες καρέκλες,
Ήταν εργάτες και δουλεύαν για βιοποριστικούς λόγους,
αλλά όχι στρατιωτάκια στη δούλεψη
του πάσα ένα μεγαλοαστού…
Ήταν άνθρωποι με ανοιχτό μυαλό και αξιοπρέπεια,
που δεν έκριναν τον συμπολίτη από την φίρμα του ρούχου του.
Δεν κατηγορούσαν τους άλλους,τους σεβόταν μα δεν τους ακολουθούσαν.
Δεν ταίριαζαν σε αυτό το μοντέλο ζωής.
Μπαίνει ο γλάρος σε κλουβί; Όχι, θα πεθάνει.
Να το λοιπόν κάτι τέτοιο ήταν κι αυτοί.
Συχνά όμως τους πετροβολούσαν.
Αυτή την ποιότητα δεν την έκαναν εμπόριο.
Ηταν ο τρόπος ζωής τους και τον υποστήριζαν,
Αγώνας, δουλειά, γνώση, έρωτας, αθώα παιδικά μάτια.
Μα τι άλλο ήταν η αληθινή ζωή;
Την αυγή κινούσε, να χαιρετήσει την καινούργια μέρα
που ήταν γλυκιά και τρυφερή πάντα.
Ήταν απρόβλεπτος, φωνακλάς στο άδικο, πεισματάρης.
Τρυφερός στον έρωτα, που αφήνονταν ολοκληρωτικά.
Πήγαινε κόντρα σε όσους ήθελαν να εξαφανίσουν
το δικαίωμα της ελεύθερης έκφρασης.
Της ειρήνης, της δικαιοσύνης, της αλληλεγγύης.
Έκανε λάθη και τα αναγνώριζε.
Ποτέ δεν κουκούλωσε κάτι στραβό,
αλλά αυτοσαρκαζόταν για τα στραβά του…
Ήταν ταυτόχρονα ο άνεμος που δεν τον βλέπεις, αλλά τον νιώθεις.
Αυτή την ανταμοιβή μόνο ήθελε να τον νιώθουν
ακόμα κι όταν δεν τον καταλάβαιναν.
…Πόσες φορές θέλησε να σταθεί και να ψάξει
την αιώνια ανεξιχνίαστη φλέβα,
που από αστραπή γεννιόταν κι έφερνε ένα λουλούδι ένα φιλί;
Άδραξε μια δέσμη πρόσωπα ή προσωπεία
που κατρακύλαγαν σαν δαχτυλίδια
κάτω στο χώμα που μαζί του χόρευε ο αέρας βαλς.

Άδραξε όμως και την αγάπη φίλων καρδιάς…

°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°
ΤΟ ΠΙΤΣΙΡΙΚΙ ΕΙΝΑΙ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΟ ΚΑΙ ΒΑΣΙΖΕΤΑΙ ΜΟΝΟ ΣΤΟΥΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΕΣ ΤΟΥ. ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΤΕ ΤΙΣ ΔΙΑΦΗΜΙΣΕΙΣ ΤΗΣ GOOGLE ΠΑΤΩΝΤΑΣ ΠΑΝΩ ΣΤΙΣ ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΕΣ ΕΙΚΟΝΕΣ. ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ
°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°