Διακοπές στο αρχιπέλαγος Γκουλάγκ

gulag

Πηγαίναμε προς το Sani Hotel στο πρώτο πόδι της Χαλκιδικής (για δουλειά, δυστυχώς, όχι για διακοπές). Κάπου εκεί υπάρχει ένας δρόμος και μια ταμπέλα: «Προς Αγροτικές Φυλακές Κασσάνδρας».

Ο Τηλέμαχος είδε την ταμπέλα, αλλά δεν είπε τίποτα. Το απόγευμα, όταν πλέον είχαμε γυρίσει σπίτι, παρατηρήσαμε ότι ήταν σκεφτικός.

«Σ’ αυτή τη φυλακή βάζουν τους αγρότες;» ρώτησε τελικά.

Αγροτικές φυλακές για τους αγρότες, στρατιωτικές φυλακές για τους στρατιωτικούς, εμπορικές για τους εμπόρους, δημόσιες φυλακές για τους δημόσιους υπαλλήλους, θρησκευτικές φυλακές για τους θρήσκους, φτωχικές φυλακές για τους φτωχούς, ελευθεριακές φυλακές για τους ελεύθερους, φαντασιακές φυλακές για τους φαντασιόπληκτους.

Του εξήγησα τι είναι οι αγροτικές φυλακές, όσο γνωρίζω κι εγώ.

«Καλά θα περνάνε εκεί», είπε ο Τηλέμαχος.

Η περιοχή Σάνη είναι ένα παραδείσιο μέρος. Θάλασσα και δάσος, ησυχία και απέραντα χωράφια με ηλιοτρόπια που θα έκαναν τον Βαν Γκογκ να πάθει κρίση μανίας.

«Κανείς δεν περνάει καλά στη φυλακή», του είπα.
«Καλύτερα εκεί, απ’ το να είναι στην πόλη», απάντησε.

Οι πόλεις είναι φυλακές από μόνες τους, ειδικά το καλοκαίρι. Όσο κι αν προσπαθείς να εξωραΐσεις την κατάσταση στο μυαλό σου (γνωστική ασυμφωνία λέγεται), βρίσκεσαι σ’ ένα κλουβί που βράζει, ανάμεσα σε τόσους άλλους που βλαστημάνε όταν έχει καύσωνα και βρίζουν όταν βρέχει.

Το καλοκαίρι όλοι θα ήθελαν να είναι κάπου αλλού. Αλλά μάλλον δεν είμαστε τόσο ελεύθεροι όσο θέλουμε να πιστεύουμε -έτσι ώστε να μπορούμε να πηγαίνουμε όπου θα θέλαμε.

Μέσα στη φυλακή μου κι εγώ, βρίσκω τρόπους για ν’ αντέξω. Ακριβώς όπως είπε ο Μαντέλα, αγαπάω το κελί μου, τρώω το φαΐ μου και διαβάζω πολύ.

Αλλά ίσως έπρεπε να συμπέσει με την κακοδικία της Ηριάννας -και του Περικλή, λίγο μετά την αθώωση του Θεοφίλου (και τα πέντε χαμένα χρόνια στις αναρχικές φυλακές).

Το βιβλίο είναι το «Αρχιπέλαγος Γκουλάγκ» του Σολζενίτσιν.

Φυλακές πάντα υπήρχαν, όσο υπάρχουν άνθρωποι. Καιι τόσα βιβλία έχουν γραφτεί για τις φυλακές.

«Το νούμερο 31328» του Βενέζη αναφέρεται στα Τάγματα Εργασίας (αμελέ ταμπουρού, πώς να το ξεχάσεις;) όπου έστειλαν οι νεότουρκοι τους μικρασιάτες έλληνες.
Ο Λουντέμης στο «Οδός Αβύσσου αριθμός 0», γράφει για τη φρίκη της Μακρόνησου.
Ο Χρόνης Μίσσιος, στο «Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς», για όλες τις φυλακές που είδε.
Ο Καμπανέλλης για το Στρατόπεδο Εξόντωσης Μαουτχάουζεν.
Ο Κοροβέσης στο «Ανθρωποφύλακες» για τις φυλακές της χούντας.
Κι ο Τζορτζ Όργουελ για τις φυλακές που θα ‘ρθουν (προβλέποντας και τα ψυχολογικά βασανιστήρια στο Γκουαντάναμο).

Στο πρώτο κεφάλαιο ο Σολζενίτσιν αναφέρεται στις συλλήψεις, έτσι όπως συνέβαιναν ακατάπαυστα στη Σοβιετική ένωση από το 1919 ως το 1956.

«Η σύλληψη! Χρειάζεται να πούμε πως είναι ανατροπή ολόκληρη της ζωής σας; Πως είναι αστροπελέκι που σε χτυπάει κατακέφαλα; Πως είναι μια αδιανόητη ψυχική αναστάτωση, που δεν μπορεί ο καθένας να τη συνηθίσει και γλιστράει συχνά στην παραφροσύνη;
Ο κόσμος έχει τόσα κέντρα όσα και ζωντανά πλάσματα. Ο καθένας μας είναι το κέντρο του κόσμου κι ο κόσμος θρυμματίζεται όταν κάποιος σας σφυρίξει: Συλλαμβάνεστε!»
Η Γκεπεού, η σοβιετική μυστική αστυνομία, είχε μάθει πολλά απ’ την τσαρική αστυνομία. Το πιο σημαντικό ήταν να αιφνιδιάσει τον ένοχο (γιατί όποιος ήταν ύποπτος, ήταν αυτομάτως και ένοχος).

Συλληψολογία: Οι συλλήψεις χωρίζονται σε κατηγορίες, σύμφωνα με διάφορα κριτήρια. Νυχτερινές και ημερήσιες, κατ’ οίκον, στον τόπο εργασίας και στο δρόμο ή στο ταξίδι, για πρώτη ή δεύτερη φορά, ατομικές ή ομαδικές
Χωρίζονται επίσης με τον βαθμό του απαιτούμενου αιφνιδιασμού και από τη σημαντικότητα της έρευνας που δόθηκε εντολή να γίνει, αν πρέπει να σφραγιστούν δωμάτια ή ολόκληρο το σπίτι. Επαινούν εκείνους που στη διάρκεια μιας έρευνας δεν βαρέθηκαν να σκαλίσουν δυο τόνους κοπριά, έξι κυβικά μέτρα ξυλείας, άδειασαν τον βόθρο, έψαξαν σε σπίτια σκύλων και σε κοτέτσια, έβγαλαν έμπλαστρα και μεταλλικά δόντια.
Είτε τον συλλάμβανε μέρα είτε νύχτα, είτε στο σπίτι του είτε στη δουλειά ή στον δρόμο, ο ένοχος έπρεπε τόσο να ξαφνιαστεί ώστε η μόνη αντίδραση του να είναι οι λέξεις: «Εμένα; Γιατί;»

Η αστυνομία ποτέ δεν του έλεγε περισσότερα για τις κατηγορίες (ακριβώς όπως οι δύο αστυνομικοί στη Δίκη του Κάφκα). Έτσι κάθε Γιόζεφ Κ, κάθε ΖΕΚ (κρατούμενος) ακολουθούσε πειθήνια τους φύλακες, βέβαιος για την αθωότητα του, βέβαιος πως η αλήθεια θα λάμψει.

Ελάχιστοι, λέει ο Σολζενίτσιν, αντέδρασαν. Κι εκείνοι χλιαρά.

Όλοι οι άλλοι, του συγγραφέα συμπεριλαμβανομένου, ακολούθησαν τους αστυνομικούς, βέβαιοι ότι είχε γίνει κάποιο λάθος. Κι όταν βρίσκονταν πλέον στα στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας, στα Γκουλάγκ, ήταν αργά για να αντιδράσουν.

Βασικό γνώρισμα των πολιτικών συλλήψεων στον τόπο μας ήταν το γεγονός ότι πιάνονταν άνθρωποι εντελώς αθώοι, που γι’ αυτό ακριβώς ήταν απροετοίμαστοι και για την παραμικρή αντίσταση.
Αυτό δημιουργούσε ένα γενικό αίσθημα υποταγής στη μοίρα, και την την εντύπωση πως είναι αδύνατον να ξεφύγεις απ’ την Γκεπεού ή τη Νι-Κα-Βε-Ντε.
Οι άνθρωποι, φεύγοντας κάθε μέρα για τη δουλειά τους, αποχαιρετούσαν την οικογένεια τους, γιατί δεν ήταν σίγουροι ότι θα γυρίσουν το βράδυ. Ακόμα και τότε δεν προσπαθούσαν σχεδόν ποτέ να το σκάσουν ή να αντιδράσουν. Κι αυτό ακριβώς χρειαζόταν: Το ήσυχο αρνί είναι ό,τι πρέπει για τον λύκο.

Ο Σολζενίτσιν πήρε το βραβείο Νόμπελ επειδή η Σουηδική Ακαδημία τον βρήκε αρκετά αντικομμουνιστή (τι άλλο θα μπορούσε να ήταν, μ’ αυτά που είχε δει και ζήσει;)

Όμως δεν πρέπει να μπερδευόμαστε, όταν διαβάζουμε τις εκκαθαρίσεις που έκαναν οι Σοβιετικοί. Τις φυλακές, δεν τις δημιουργούν τα πολιτικά συστήματα.

Είτε πρόκειται για τα στρατόπεδα συγκέντρωσης των Ναζί, είτε για τα Γκουλάγκ των Σοβιετικών, είτε για τα κολαστήρια των απανταχού δικτατοριών, είτε για τα Γκουαντάναμο του «ελεύθερου κόσμου», είτε για τα στρατόπεδα «φιλοξενίας» προσφύγων στο πίσω μέρος της αυλής μας.

Οι φυλακές, όπως και τα πολιτικά συστήματα, είναι ανθρώπινες κατασκευές. Εμείς είμαστε τα Γκουλάγκ.

Καθώς ακολουθούσαμε τον μακρύ, λοξό δρόμο της ζωής μας, τρέχαμε ευτυχισμένοι ή σερνόμαστε δυστυχισμένοι μπροστά από φράχτες, φράχτες, φράχτες. Και δεν κάναμε ποτέ τη σκέψη: Τι να βρίσκεται από πίσω τους;
Δεν επιχειρήσαμε ούτε με τα μάτια, ούτε με τη σκέψη να κοιτάξουμε πίσω απ’ αυτούς τους φράχτες -κι όμως εκεί ακριβώς αρχίζει η χώρα Γκουλάγκ, δίπλα μας, εντελώς δίπλα μας, δυο μέτρα από μας.
Ούτε προσέξαμε ποτέ, σ’ αυτούς τους φράχτες, τον αμέτρητο αριθμό από τις κλειδαμπαρωμένες, καλά καμουφλαρισμένες πόρτες και αυλόπορτες. Όλες, όλες αυτές οι αυλόπορτες ήταν ετοιμασμένες για μας.

Κάποιος μπορεί να πει ότι δεν ζούμε την τρομοκρατία, έτσι όπως την έζησαν οι συγκαιρινοί του Σολζενίτσιν. Όχι τουλάχιστον εμείς, οι δυτικοί.

Θα έχει δίκιο: Η νεοφιλελεύθερη τρομοκρατία είναι διαφορετική απ’ τη σοβιετική.

Οι φυλακές, κι οι φυλακισμένοι, κοστίζουν (στις ΗΠΑ έχουν κάνει τις φυλακές ιδιωτικές επιχειρήσεις). Άλλωστε είναι προτιμότερο να είσαι έξω, «ελεύθερος», και να παράγεις, να δουλεύεις, να καταναλώνεις, παρά να σε τρέφει το κράτος.

Πλέον συλλαμβάνονται λίγοι πολιτικοί κρατούμενοι, παραδειγματικά, και τα media φροντίζουν να συμπληρώσουν το έργο της αντιτρομοκρατικής, προκειμένου κανείς να μην αντιδράσει.

Όσοι μένουμε έξω τρομοκρατούμαστε οικονομικά. Επιβιώνουμε δια της βίας και μαθαίνουμε (πάντα απ’ τα media) ότι η επόμενη χρονιά θα είναι ακόμα χειρότερη για μας. Αν δεν μείνουμε άστεγοι, αν δεν μείνουμε άνεργοι, αν δεν μείνουμε ανασφάλιστοι, θα πρέπει να ευχαριστούμε τον θεό και την τύχη.

Στρατιές από υποαπασχολούμενους δυτικούς, με μισθό κάτω απ’ τα όρια της φτώχειας, παρακολουθούν reality και αγώνες πανηγυρίζοντας. Βλέπουν τους «ηγέτες», τους τραπεζίτες και τους μαφιόζους να συσσωρεύουν πλούτη, βλαστημούν το γυαλί και συνεχίζουν να εργάζονται για 490 ευρώ (αν έχουν δουλειά). Το ήσυχο αρνί είναι ό,τι πρέπει για τον λύκο.

Στριμώχνονται για ένα μπάνιο στην εθνική οδό, χαίρονται για δέκα αυγουστιάτικες μέρες στην καλύτερη περίπτωση, κι έπειτα επιστρέφουν στα αστικά γκουλάγκ της ζωής τους.

Ο Κόσμος άλλαξε, αυτό είναι αλήθεια. Όμως όλοι -και καθένας χωριστά, προπάντων αυτό, πάντα χωριστά- συνεχίζουμε να είμαστε το κέντρο του κόσμου. Κανείς δεν θέλει να ξέρει τι υπάρχει πίσω απ’ τους φράχτες.

Κι όταν έρθει η ώρα της σύλληψης, της εκμετάλλευσης, της απόλυσης, της φτώχειας, της κατάσχεσης, ρωτάμε: «Εμένα; Γιατί;»

Αλλά, φυσικά, κανείς δεν θα σου απαντήσει.

Τα αποσπάσματα είναι από το Αρχιπέλαγος Γκουλάγκ του Αλεξάντρ Σολζενίτσιν, εκδόσεις Πάπυρος, μετάφραση Κίρα Σίνου (πιο γνωστή για τα παιδικά της βιβλία. Το «Στη χώρα των μαμούθ» θυμάμαι ότι το διάβασα όταν ήμουν 10 χρονών)

BONUS FEATURE: Ένα κομμάτι ελληνικής πανκ απ’ τα νιάτα μας

°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°
ΤΟ ΠΙΤΣΙΡΙΚΙ ΕΙΝΑΙ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΟ ΚΑΙ ΒΑΣΙΖΕΤΑΙ ΜΟΝΟ ΣΤΟΥΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΕΣ ΤΟΥ. ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΤΕ ΤΙΣ ΔΙΑΦΗΜΙΣΕΙΣ ΤΗΣ GOOGLE ΠΑΤΩΝΤΑΣ ΠΑΝΩ ΣΤΙΣ ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΕΣ ΕΙΚΟΝΕΣ. ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ
°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°









πηγη