Θεσσαλονίκη μου, γλυκιά μου αμαρτία…

7639

Αχ, Θεσσαλονίκη μου…
Μήτρα που με γέννησες. Ζεστή αγκαλιά που με ζέσταινες όταν κρύωνα. Μάνα κι αδερφή μου ταυτόχρονα, φίλη κι ερωμένη. Πάθος και γαλήνη της ψυχής μου συνάμα, άσπρο και μαύρο, νερό και φωτιά…

Πως να χωρέσουν σ” ένα κομμάτι χαρτί όλα όσα νιώθω για σένα; Πόσο φτωχά μοιάζουν τα λόγια μπροστά στη θύμηση σου, λατρεμένη μου; Πως να καταφέρω να βγάλω απ” τη μνήμη μου τα αρώματα σου; Πως να τιθασεύσω την καρδιά μου που φτερουγίζει σαν μικρού παιδιού κάθε φορά που με ταξιδεύεις στου χρόνου τις μαγικές κρυμμένες γωνιές;

Κλείνω τα μάτια για μια στιγμή κι ευθύς αμέσως νιώθω τις στάλες της φθινοπωρινής σου βροχής να μου χαϊδεύουν το πρόσωπο. Βλέπω τη σκιά μου να περιπλανιέται στα στενά της Άνω Πόλης παρέα με τα γιασεμιά στις αυλές σου. Κατηφορίζω τα σοκάκια στις γειτονιές που πρωτοκλώτσησα μια μπάλα, εκεί στα μάρμαρα στο Διοικητήριο και γίνομαι ξανά παιδί…

Μπαίνω στο Berlin παρέα με τους κολλητούς μου, και νιώθω και πάλι πως γίνομαι ένα με τη μουσική που τραντάζει τα ηχεία.
Bel” Air, Λούκυ Λουκ, Seagull, De Facto, Sante… Τι απ” όλα θα μπορούσα να διαλέξω δίχως την ψυχή μου στα δυο να σκίσω, για ν” αφήσω την τελευταία μου πνοή;
Πιάνω κουβέντα με τις γυναίκες στη γειτονιά της αμαρτίας, στον Βαρδάρη. Λέμε αστεία, αδειάζουμε τα ποτήρια μας ξανά και ξανά, μέχρι το πρώτο φως του ήλιου να μας γυρίσει και πάλι στις κανονικές μας ζωές. Όπως τότε… Αχ Θεσσαλονίκη μου, πως καταφέρνεις κι αγκαλιάζεις όλους της γης τους κολασμένους;

Κατηφορίζω στην παραλία της Αρετσούς και νιώθω την τόσο γνώριμη αλμύρα της θάλασσας ν” ανακατεύεται με τις μνήμες της προσφυγιάς που βρήκε μια ζεστή αγκαλιά στα τσαμούρια της Καλαμαριάς και να με συντροφεύουν για ακόμα μια φορά κρατώντας ολόζεστη την ψυχή μου. Πως χώρεσε μέσα στην ψυχή σου η Πόλη, η Σμύρνη κι ο Πόντος μαζί;
Κι η καρδιά μου ξαναζεί τα πρώτα της σκιρτήματα, αυτά ντε που ένιωθε στην αυλή του Γυμνασίου μου. Έρωτες ανομολόγητους, δάκρυα και χτυποκάρδια ατέλειωτα τα βράδια που λυσσομανούσε στον Θερμαϊκό ο Βαρδάρης…

Ανηφορίζω ξανά και ξανά με το ασπρόμαυρο κασκόλ μου περασμένο στο λαιμό μου την Κλεάνθους και νιώθω και πάλι την ίδια γλυκιά ανυπομονησία που ένιωθα παιδί για να βρεθώ ξανά στα τσιμέντα της ιερής μου Τούμπας…
Να βρω τ” αδέρφια μου, να γευτώ τους ήχους και τ” αρώματα της Τούμπας, να δακρύσω, να γελάσω, να ονειρευτώ, να ζήσω…

Αχ Θεσσαλονίκη μου… Μονάχα εσύ μπορείς τον Τσιτσάνη με τους Pink Floyd να παντρέψεις. Ποιος αλήθεια είναι αυτός που δεν μαγεύτηκε από τις γεύσεις και τ” αρώματα σου; Ποιος δεν ένιωσε σπίτι του τη ζεστή σου αγκαλιά, απ” όσο μακριά κι αν έρχεται;
Όσο μακριά σου κι αν είμαι, πάντα κρατάς τη φλόγα της ψυχής μου αναμμένη. Και δεν περνάει ούτε μια μέρα δίχως η σκέψη μου σε σένα να πετάξει…
Αχ και να μπορούσα να βρω τα λόγια να σου πω πόσο μου λείπεις…

°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°
ΤΟ ΠΙΤΣΙΡΙΚΙ ΕΙΝΑΙ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΟ ΚΑΙ ΒΑΣΙΖΕΤΑΙ ΜΟΝΟ ΣΤΟΥΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΕΣ ΤΟΥ. ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΤΕ ΤΙΣ ΔΙΑΦΗΜΙΣΕΙΣ ΤΗΣ GOOGLE ΠΑΤΩΝΤΑΣ ΠΑΝΩ ΣΤΙΣ ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΕΣ ΕΙΚΟΝΕΣ. ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ
°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°