Τον καιρό που σκότωσαν τον Άλεξ… μία πραγματική ιστορία.

jackiekennedy-jfk-1960

Μας την έστειλε φίλος αναγνώστης και την δημοσιεύουμε αυτούσια.

Η ιστορία μου είναι η παρακάτω :

Ήταν τον καιρό που είχε χαθεί ο Άλεξ – κάτι που το συνειδητοποίησα αναδρομικά…
Ήμουνα έξω σε μία ταβέρνα και είχα αφήσει την γυναίκα μου και τα παιδιά στην πεθερά μου. Ξαφνικά κατά τις 9 το βράδυ μου τηλεφώνησαν και μου είπαν ότι τους χτύπησε την πόρτα κάποια κοπέλα με σπαστά ελληνικά και ισχυρίστηκε ότι πωλούσε βιβλία – υπενθυμίζω την ώρα : 9 το βράδυ! Μέσα στην αφέλειά τους η πεθερά μου και η γυναίκα μου την λυπήθηκαν και της άνοιξαν…
Η κοπέλα μπήκε μέσα και μόνο για βιβλία δεν μιλούσε… Τα μάτια της καρφώθηκαν στον μεγάλο μου τον γιο ο οποίος είναι ιδιαίτερα όμορφος και ξανθός και η κοπέλα έλεγε κάτι ακαταλαβίστικα ότι «αυτό το παιντάκι είναι ωραίο… κλπ…» και κάτι τέτοια. Η πεθερά μου και η γυναίκα μου φοβήθηκαν κι ενώ η γυναικεία τους αφέλεια της οδήγησε στο να ανοίξουν την πόρτα 9 η ώρα του βράδυ, το γυναικείο τους ένστικτο τις οδήγησε στο να μου τηλεφωνήσουν να πάω στο σπίτι, το οποίο σημειωτέων είναι πολύ επιβλητικό και όμορφο και ξεχωρίζει από τα άλλα σπίτια της γειτονιάς.
Πήγα εκεί άμεσα και η κοπέλα είχε φύγει ήδη αλλά γυρνούσε σε άλλα σπίτια της γειτονιάς. «Αυτή είναι!» είπε η πεθερά μου και αμέσως την έπιασα να την ρωτήσω τι τρέχει. Εκείνη την ώρα πετάγεται μπροστά μου ένας κουστουμαρισμένος του οποίου η φορεσιά όμως δεν μπορούσε να αποκρύψει το γεγονός ότι ήταν τσιγγάνος. 20 μέτρα πιο πίσω ήταν ένας μπρατσαράς που μόλις βγήκε από ένα αμάξι, να δει τι τρέχει.
Μόλις πήγα να πιάσω την γυναίκα, να την ρωτήσω, πετάγεται ο κουστουμαρισμένος τσιγγάνος και μου λέει «τι τρέχει;» ενώ ο μπρατσαράς πλησίαζε. Του λέω «η κοπέλα πήγε στο σπίτι κι έλεγε διάφορα περίεργα…» ενώ με μια λοξή ματιά είδα τον μπρατσαρά να έρχεται αλλά σημείωσα στο μυαλό μου τον αριθμό πινακίδων του αυτοκινήτου τους.
Να μην τα πολυλογώ, βλέποντας ότι δεν μ’ έπαιρνε υποχώρησα και πήγα μέσα στο σπίτι παριστάνοντας ότι το θέμα έληξε. Κάτι όμως δεν μου καθότανε καλά στην όλη τους συμπεριφορά και συμψηφίζοντας το γεγονός ότι πουλούσαν …βιβλία τόσο βράδυ, με έκανε να ψάξω το αυτοκίνητό τους μέσα στην πόλη μας και να δω τι θα κάνω. Πρέπει να είχαν περάσει μια – δυο ώρες όταν μετά από λίγες βόλτες είδα το αυτοκίνητο μόλις να έχει βάλει βενζίνη σε ένα πρατήριο και να φεύγει προς την Εγνατία Οδό.
Κάλεσα αμέσως την ασφάλεια η οποία περίμενε το αυτοκίνητο στα διόδια Πολυμύλου να το σταματήσει όπως κι έγινε. Οδηγός πλέον ήταν ένας Έλληνας, κουστομαρισμένος, φαινομενικά κύριος και ο οποίος εξοργίσθηκε με τον έλεγχο μαζί με άλλες τέσσερεις βουλγάρες. Ο τσιγγάνος κι ο μπρατσαράς είχαν φύγει με άλλο αυτοκίνητο πιο μπροστά για την Θεσσαλονίκη…
Η ασφάλεια πήρε τα ονόματά τους και τα έδωσε σε μένα (!!!) ενώ εγώ περίμενα να τα κρατήσουν – έστω! – και οι ίδιοι…
Ακόμη τα έχω…
Ήταν ο καιρός που σκοτώσανε τον Άλεξ….