To πατρικό του σπίτι είχε σοφίτα. Όπως τις σοφίτες των παραμυθιών. Με ξύλινο πάτωμα που έτριζε, χαμηλό ταβάνι, χρωματιστές κουρτίνες στο φεγγίτη και σκουριασμένη κλειδαριά. Ήταν καθισμένη πάνω στο κεφάλι του σπιτιού σαν μαγικό καπέλο. Κι όπως ξέρουν μικρά και μεγάλα παιδιά από τα μαγικά καπέλα συνήθως βγαίνουν πράγματα, ή μικρά ζωάκια. Πολύχρωμες κορδέλες, ασπρόμαυρα περιστέρια, λευκά κουνελάκια. Στη σοφίτα όμως ό,τι τρύπωνε δεν έβγαινε ποτέ. Αυτή ήταν η μαγεία της. Είχε καταπιεί αμέτρητα πράγματα για δυο γενιές και ποτέ δε γέμιζε. Μικρά, παλιά έπιπλα, σπασμένα παιχνίδια, κηροπήγια, ένα κόκκινο χαλί, παπούτσια, μια παιδική κούνια, πίνακες ζωγραφικής κι ένα σπασμένο καβαλέτο, το γαλάζιο καπέλο της γιαγιάς με το τούλι, ψεύτικα πολύχρωμα λουλούδια, ένα μπαούλο γεμάτο παλιά ρούχα, μικρούς χάρτινους πύργους από βιβλία και τόσα άλλα. Στον τοίχο είχε ένα περίτεχνο παλιό ρολόι με εκκρεμές, που πρέπει να ξεκίνησε να μετρά το χρόνο όταν φτιάχτηκε το σύμπαν και φαινόταν πως θα συνέχιζε μέχρι το σύμπαν να βουλιάξει σε μια γιγάντια μαύρη τρύπα.
Απο μικρός είχε ανακαλύψει τη σοφίτα σχεδόν αμέσως μόλις αποφάσισε πως είχε αρκετά μπουσουλήσει κι έπρεπε πια να υψώσει το ανάστημά του και να δει τον κόσμο από ψηλά. Κάποιο από κείνα τα πρώτα όρθια απογεύματα που ο πατέρας είχε ξεχάσει την πόρτα ανοιχτή το μικρό αγόρι κατάφερε με ένα γενναίο άθλο να ανέβει τη μικρή ξύλινη σκάλα και να μπει σαν κουνέλι μέσα στο καπέλο. Όταν πρόβαλλε το ξανθό του κεφάλι από την ανοιχτή καταπακτή ο μόνιμος κάτοικος της σοφίτας, ένα μικροσκοπικό ποντίκι στάθηκε για λίγο στα δυο πόδια να επιθεωρήσει τον επισκέπτη. Έπειτα χάθηκε μέσα σε ένα τυλιγμένο χάρτη απ’ τον οποίο είχε ήδη φάει μια ολόκληρη ήπειρο και τρία νησάκια. Λίγο έλειψε η τρέλα για τους γονείς του μέχρι να τον ανακαλύψουν. Κοιμόταν κουλουριασμένος στον πάτο μιας χαρτόκουτας, πάνω σε χνουδωτό μαξιλάρι σαν κουτάβι σε σκυλόσπιτο. Όσος χώρος είχε απομείνει στην κούτα ήταν γεμάτος από λογής λογής όνειρα που πετούσαν στον αέρα κι έσκαγαν σαν πολύχρωμες σαπουνόφουσκες.
Με τον καιρό η σοφίτα έγινε η αγαπημένη του φωλιά μέσα στο σπίτι. Του ανέβασαν κι ένα κρεβάτι κι έτσι αποχωρίστηκε το παιδικό δωμάτιο για πάντα. Τα βράδια έπαιρνε με τη σειρά τους πύργους τα βιβλία και διάβαζε κάτω απ’ το φεγγίτη. Τα μάτια του είχαν συνηθίσει στο σκοτάδι της σοφίτας και μόνο σαν ήταν τα γράμματα μικρά κρεμούσε το φεγγάρι πάνω από τα κεραμίδια για να βλέπει. Του άρεσε να βλέπει τη βροχή να τρέχει πάνω στο φεγγίτη ξαπλωμένος ανάσκελα και βουτώντας το δάχτυλο σε ένα γυάλινο βάζο με λιωμένη σοκολάτα που ήταν η αγαπημένη του λιχουδιά. Η μητέρα το ήξερε και του το είχε πάντα γεμάτο. Σχεδόν ποτέ δε δυσκολευόταν να κοιμηθεί. Άλλοτε γιατί το μυαλό του ήταν γεμάτο με εικόνες και λόγια από τα βιβλία και κοίμιζε το σώμα για να τα βάλει σε τάξη.
Ο καιρός περνούσε. Τα χρόνια περνούσαν. Η ζωή κυλούσε κι άφηνε χίλια δυο μικρά και μεγάλα απομεινάρια στη μικρή σοφίτα που όμως ποτέ δε γέμιζε αν και τίποτα δεν είχε ξαναβγεί, τίποτα δεν τάισε ποτέ τον κάδο με τα σκουπίδια. Ο μικρός θυμόταν τη γιαγιά να λέει πως τα σκουπίδια κρύβουν χαμένους θησαυρούς και πως πριν αποχωριστείς κάτι για πάντα πρέπει να το σκεφτείς δυο φορές. Η καλή του η γιαγιά έλεγε πάντα σοφές κουβέντες. Όσο πιο πολλά χιόνια έχουν τα μαλλιά τόσο πιο σοφό είναι το μυαλό.
Η καλή του η γιαγιά δεν ήταν πια κοντά. Χώρεσε σε ένα φάκελο με φωτογραφίες και τον προσέχει από τον ουρανό. Χιόνι στρώθηκε και στα μαλλιά της μητέρας και του πατερούλη. Ο μικρος έβλεπε τα χιόνια να απλώνονται στα μαλλιά των ανθρώπων που αγαπούσε αλλά κι αυτών που δεν ήξερε. Στο φούρναρη που τον έστελνε η μητέρα για ψωμί, στο μπακάλη που τον κερνούσε καραμέλες, στην κυρά Καλλιόπη τη μοδίστρα που του έραβε τα κοντά παντελονάκια.
Η κυρά Καλλιόπη ακόμα έραβε τα κοντά παντελονάκια και τα πολύχρωμα πουκάμισα του. Όπως τότε. Και καθώς περνούσε την κλωστή πάντα αναρωτιόταν γιατί μεγάλωναν τόσο αργά τα μανίκια και η μέση. Νέα κοπέλα ήταν σαν του “ραψε το πρώτο.
Κανείς δεν κατάλαβε ποτέ τί μυστήριο της φύσης ή του μαγικού είχε κρατήσει το μικρό. Κανείς, μήτε η μητέρα κι ο πατερούλης που κάποτε του διάβαζαν παραμύθια και τώρα πια τους διαβάζει αυτός, δεν ήξεραν την αλήθεια. Πως ευθύς σαν έκλειναν βαριά τα βλέφαρά του κοιτώντας το ρολόι, ο ασημένιος δίσκος που μετρούσε τις στιγμές πότε εδώ και πότε απέναντι, ξάφνου στεκόταν και σταματούσε. Κι όταν ο ήλιος από το φεγγίτη σήκωνε μια μια τις τριχωτές πορτούλες και τρύπωνε στα καστανα του μάτια, οι δείκτες πηδούσαν στην ώρα του πρωινού κι ο ασημένιος δίσκος ξανάρχιζε την ψιθυριστή τραμπάλα. Κι η σοφίτα, ο κόσμος του μικρού ξαναζωντάνευε στο φως της μέρας, καθώς βουτούσε νυσταγμένος το δάχτυλο στο βάζο με τη λιωμένη σοκολάτα..
εγραψε το πιτσιρικι