πορσελάνινη κούκλα ξεχασμένη στο ράφι..

kipros_174-300x201

Φώτα που σβήνουν, δρόμοι ερημώνουν. Συναισθήματα τριγυρνούν, που κάποιους θυμώνουν.
Άλλους τους θλίβουν, άλλους πονάνε, μα εμένα με κάνουν να θυμάμαι. Τα όσα μου δίδαξαν χιλιάδες λάθη, οι φορές που υπέκυψα στα ανθρώπινα πάθη. Τα δάκρυα εκείνα που με είχαν πεισμώσει, οι πράξεις εκείνων που με είχαν σκοτώσει. Κοιτάζω απ’ το τζάμι και ψάχνω Εκείνη…
Το κορίτσι αυτό που γελούσε στην ζωή, που έδινε στα άψυχα ακόμα, ψυχή! Που το αγάπαγαν όλοι και όλοι το καμαρώναν. Μα αυτά τα ξεχάσαν όταν την μαστιγώναν.. Όταν της έμπηξαν μαχαίρια στο σώμα, όταν της έκλειναν -μην ουρλιάζει- το στόμα. Και τώρα εκείνη να έχει κρυφτεί; Που είναι να κάτσει δίπλα στο τζάκι, να σβήσει τα φώτα, να ανάψει κεριά. Να αρχίσει να τραγουδάει, στίχους δυνατά, να μιλάει για κείνη, για τα όνειρα της. Για ποιον έχει και ποιον όχι μες την καρδιά της.
Να φοράει τα μαύρα και να μοιάζουν με κίτρινα, τα ασφαλή να τα κάνει επικίνδυνα. Να πίνει τις λύπες σαν να ήταν ουίσκι και γαλήνη ούτε στον ύπνο να μην βρίσκει. Την λέγαμε άγγελο και μάλλον θα είναι, την είδαμε να φεύγει και ας φωνάζαμε “μείνε”. Σε είδα να κλαις, σε είδα να γελάς, σε είδα να σπας σαν πορσελάνινη κούκλα ξεχασμένη στο ράφι, σαν ένα αγέρωχο άλογο πίσω απ’τον φράχτη.
Τώρα κάνεις το δικό σου και εγώ καμαρώνω, μου λείπεις πολύ μα δεν στο χρεώνω. Μα μού λείπει η τρέλα, μού λείπει η χαρά σου, οι μίμησεις, τα τραγούδια , η μυρωδιά σου. Κάτι σε σένα έχει πεθάνει και αυτό πάντα θα θρηνώ, μού λείπεις σαν  νυχτώνει μα και έτσι σ’ αγαπώ.  Το τσιγάρο τελειώνει, μόνο η στάχτη θα μείνει, και εγώ το κοιτάζω και ψάχνω Εκείνη….

εγραψε το πιτσιρικι