Πριν από λίγες μέρες, έξι νέες κοπέλες ντυμένες Καρυάτιδες και μία τραγουδίστρια της όπερας ντυμένη Ρωμαίος μπήκαν στο Βρετανικό Μουσείο του Λονδίνου, ψάχνοντας ένα κλεμμένο άγαλμα και όση περισσότερη δημοσιότητα μπορούσαν να βρουν. Για πολλούς Έλληνες, αυτή η διαμαρτυρία ήταν ένας καλός λόγος για να νιώσουν και πάλι περήφανοι για κάτι. Προσωπικά, τη βρήκα μάλλον ταπεινωτική. Όχι επειδή η απαχθείσα Καρυάτιδα δεν πρέπει να επιστρέψει στην Αθήνα, αλλά επειδή έχω κουραστεί με όλα αυτά τα παρωχημένα στερεότυπα που χαρακτηρίζουν τους Έλληνες.
Zorba, syrtaki, ouzo, φραπές, τσολιάδες, κίονες και αμέτρητοι αρχαίοι, για τους οποίους ελάχιστα πράγματα γνωρίζει η συντριπτική πλειονότητα όσων χαίρονται να αυτοπροσδιορίζονται με όρους και αισθητική που παραπέμπουν σε ελληνικές ταινίες της εποχής της Χούντας.
Πίσω στην πατρίδα, ένα ναζιστικό κόμμα άγγιξε το 10% εκλογικής επιρροής, το success story της εξόδου από την κρίση υπάρχει μόνο στα τηλεοπτικά πάνελ, και το Ινστιτούτο Gallup λέει ότι ισοβαθμούμε με την Αίγυπτο στην τρίτη θέση των λαών που βίωσαν το 2013 ως αρνητική εμπειρία. Πίσω από το Ιράκ και το Ιράν, και μια θέση μπροστά από τη Συρία…
Σε μία πρωτοφανή απόφαση, το Βέλγιο παραχώρησε άσυλο σε έναν ήδη αναγνωρισμένο πρόσφυγα που έφυγε από μία άλλη χώρα-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης: την Ελλάδα. Και μόλις χθες, οι υπάλληλοι του αρμόδιου υπουργείου θεώρησαν αστείο το να κάνουν δώρο στον απερχόμενο προϊστάμενο τους μία χορήγηση ασύλου με τα στοιχεία του.
Φυσικά και είμαι θυμωμένος. Προσβεβλημένος για την ακρίβεια. Γιατί δε νιώθω ούτε γραφικός, ούτε φασίστας, ούτε ζητιάνος. Δεν δέχομαι η πολιτιστική μας κληρονομιά να γελοιοποιείται, η γη και οι υποδομές μας να βγαίνουν στο σφυρί και άλλο ένα κύμα από χιλιάδες συμπατριώτες μας να ετοιμάζει βαλίτσες για οπουδήποτε θα μπορέσει να εξασφαλίσει ένα αξιοπρεπές μεροκάματο. Δεν δέχομαι να συμβιβαστώ με τη σιωπή, περιμένοντας υπομονετικά πότε θα φτιάξουν τα πράγματα από μόνα τους και θα μπορώ να λέω στους ξένους ότι είμαι Έλληνας χωρίς να φοβάμαι ότι θα υποστώ άβολες ερωτήσεις και συγκαταβατικά βλέμματα. Ούτε φυσικά δέχομαι να αποποιηθώ την ταυτότητά μου και να προσποιούμαι ότι δεν γνωρίζω και δεν με αφορά το τι γίνεται στην Ελλάδα. Αν ήμουν πιο νέος, ίσως και να το δοκίμαζα.
Αυτός είναι ο καλύτερος πολιτισμός που μπορούμε να εξάγουμε; Αυτή είναι η συλλογική μας ταυτότητα; Ο εθνικιστικός παροξυσμός και τα κιτς σουβενίρ που πουλάμε στους τουρίστες; Ή μήπως αξίζει να επαναπροσδιορίσουμε τι είναι αυτό που θα μας δώσει ξανά το δικαίωμα να είμαστε περήφανοι για αυτό που είμαστε σήμερα και όχι για το ποιοι ήταν οι πρόγονοί μας κάποτε;
Μαζί με άλλους ευρωπαϊκούς λαούς που δοκιμάζονται από τη συνεχιζόμενη ύφεση και την πολιτική αποσταθεροποίηση που αναπόφευκτα τη συνοδεύει, αντιμετωπίζουμε μία τεράστια ιστορική πρόκληση. Να γίνουμε πρωταγωνιστές αλλά και αφηγητές μιας μεγάλης ανατροπής στις αξίες, τα πρότυπα και τις δομές που καθορίζουν τις κοινωνίες μας. Να χτίσουμε έναν κόσμο με καλύτερα υλικά, περισσότερη ισότητα και λιγότερη αδικία. Να νικήσουμε το φόβο και το μίσος που συστηματικά μας ποτίζουν όσοι έχουν επενδύσει στην καταστροφή. Ώστε να μην έρθει ποτέ η μέρα εκείνη που θα χαμηλώσουμε το βλέμμα γιατί δεν αντιδράσαμε εγκαίρως και επαρκώς όταν έπρεπε.
Όσο και να πιστεύουμε ότι δεν μας συμφέρει να ανακατευτούμε με μία δυσάρεστη πραγματικότητα, και όσο μακριά και να φύγουμε από τον τόπο μας, οι εξελίξεις επηρεάζουν τις ζωές μας και διαμορφώνουν την ταυτότητά μας. Είτε μας αρέσει είτε όχι, εμείς είμαστε η ιστορία. Αν αποφασίσουμε να σταθούμε στο ύψος των περιστάσεων, ίσως μπορέσουμε να γίνουμε η αλλαγή.
Νικόλαος Σταμπουλόπουλος, Ιδρυτής και Καλλιτεχνικός Διευθυντής της New Diaspora
Άμστερνταμ, 11 Ιουνίου 2014