Monthly Archives: Ιουλίου 2014

Με όσο φεγγάρι έκλεψες

Φεγγαρόφωτη νύχτα στη σκιά μοναχικού δέντρου ψυχή που ταξιδεύει στις αναμνήσεις.  Αιώνια μήτρα που τον κρατάει παιδί για αμέτρητες στιγμές. Ο κόσμος στροβιλίζεται περιμένοντας το θαύμα .

Σιωπηλός θεατής του ρυθμού του κόσμου κι αυτός. Ακίνητος στις καταιγίδες και τις αστραπές, αμίλητος στις παλίρροιες του πεπρωμένου.  Απαντήσεις που θα έρθουν λευκοντυμένοι άγγελοι,  όνειρα που θα γλιστρήσουν ανεπαίσθητα πλάι του.  Εύθραυστη κίνηση του νου, βλέμμα φευγαλέο στ” άστρα.

Κομήτης με ουρά φωτιάς η επιθυμία για ένα σώμα νωχελικό στην αγκαλιά  λίκνο του πόθου του. Θαυμάζει και χάνεται. Ήταν το θαύμα που περίμενε, Σαν κομμάτι από σπασμένο γυαλί, Σαν το τελευταίο γράμμα του αλφάβητου που περιμένει μάταια το επόμενο..

ηταν λάθος  χτύπημα στην πόρτα τα μεσάνυχτα..το σήμερα ειναι χωρίς αύριο σαν το κουράγιο του δειλου..Ειμαι Μόνος, τραγικός και όμορφος στο δρόμο που φτιάχνουν τα βήματά σου στην άμμο..

Κι η αγάπη μου μοναχική για να σε συντροφέψει …

Και τωρα μεσα στη νυχτα και στο αναμα του φεγγαριου προσπαθώ να βρω μερικές επικίνδυνες λέξεις για να σου χαρίσω. Σαν κι αυτές που εσύ, έραψες πάνω στην πληγή που χάραξες πρώτα, στο μυαλό μου. Ό,τι απόμεινε από σένα είναι πια κάτι ράμματα. Να πνίγουν μέσα τους, τις φλέβες μου. Τις σκέψεις μου.

Κι όλα τα αναπότρεπτα γιατί μου. Μιλούσες τόσο εκκωφαντικά εκείνη την τελευταία στιγμή που δεν μπορώ να την ξανακούσω. Γιατί παίζω ξανά και ξανά όλες τις πράξεις που μου χώρεσες. Με όση σιωπή προσέθεσες.

Με όσο φεγγάρι έκλεψες. Σαν λάστιχο με εκτίναξες χωρίς να υπολογιστεί το κόστος. Και δεν ξέρω πια, τι βρήκες τόσο δαπανηρό, ώστε να έπρεπε να με ταλαντώσεις έτσι, για να σωθείς. Σώθηκες, τουλάχιστον;

Και δεκατρία φεγγάρια μετά, σέρνομαι μέσα σε μια μνήμη που τελικά κανείς δεν μπόρεσε να αντέξει. Δεν θέλησε κιόλας. Κυλά πάνω στις πληγές μου, η αμετροέπεια της ζωής, που μπορεί ο καθένας. Και φαντάζει μέσα μου, ο καθένας τους τόσο, αποτρόπαιος. Νομίζει, ότι κάποιες λέξεις με στόμφο που θα ξεστομίσει και αφού τις βουτήξει και σε λίγη σιωπή, θα γίνουν ό,τι η μνήμη μου θέλει, για να ζήσει. Για να δοθεί.

Τι να δώσω όμως, όταν ξέρω το λίγο αυτής της δια-θέσης; Λες, να κουβάλησα τόση μνήμη σε τούτο το γαμημένο το μυαλό, για να δίνεται αφαιρετικά;

εγραψε το πιτσιρικι

«Κάποτε έχτιζα ένα όνειρο τη μέρα. Τώρα η στράτα μου δεν πάει παραπέρα!»

Πως μπορείς να χαρακτηρίσεις τους ληστές που σου κούρσεψαν τα όνειρα;
Αυτούς που σε ταπείνωσαν, σε εξευτέλισαν και σε πέταξαν στον κάδο της αναξιοπρέπειας;

Πως να συγχωρέσεις αυτούς που σε αναγκάζουν να μην ανοίγεις την πόρτα στον παπά, που ήρθε να αγιάσει το σπιτικό σου, γιατί δεν έχεις να του δώσεις 1 ευρώ;
Πως να δικαιολογήσεις την αδυναμία να δώσεις στο παιδί σου τα εισιτήρια να πάει στη σχολή του(από τον Κορυδαλλό στη Μεταμόρφωση)και να μη σε πιάσουν τα κλάματα;

Πως να πληρώσεις τα χαράτσια 15 μήνες άνεργος και με τη γυναίκα σου στην ανεργία κι αυτή;
κ. Σαμαρά…. “κάποτε κοίταγα τον ήλιο μεσ’ στα μάτια. τώρα τον ήλιο μου τον κάνατε κομμάτια”.

Στα 54 μου χρόνια με γονατίσατε. Στυγνοί εγκληματίες μου σκοτώσατε το δικαίωμα στην ελπίδα.
Και ρε πούστη μου όχι! Δεν τα έφαγα μαζί σας όπως είπε ο τιτάνας της πολιτικής σκέψης!
Δούλεψα σκληρά, όπως οι περισσότεροι συμπατριώτες μου για να μεγαλώσω με αξιοπρέπεια τα παιδιά μου.

Υπηρέτησα 28 μήνες ως έφεδρος αξιωματικός την πατρίδα, τους 14 στην παραμεθόριο, και για αυτή την υπηρεσία μου ζητάτε να πληρώσω(αν και όταν) τα ένσημα για σύνταξη!
Σε 10 χρόνια από τώρα, που θα έχω τα χρόνια για τη σύνταξη των 400 ευρώ, το πιθανότερο δεν θα είμαι εδώ, γιατί δεν είμαι αφελής να πιστέψω πως θα αντέξω μέχρι τότε!

Μια λύση θα ήταν η βία! Όμως ευτυχώς για σας, πάει καιρός που έπαψα να παριστάνω τον ήρωα.
Προδόθηκα πολλές φορές από τα ψέματά σας.
Εμπιστεύτηκα την τύχη της χώρας και των παιδιών μου στα χέρια σας, και σεις αυτή την εμπιστοσύνη την εκμεταλευτήκατε προς το συμφέρον σας.

Πιθανόν αυτή η κραυγή μου δεν θα φτάσει ποτέ στα αυτιά σας. Έχετε να ασχοληθείτε με τη σωτηρία των τραπεζιτών που σας ανέδειξαν και σας συντηρούν!
Με απείλητε με πτώχευση! Πως θα γυρίσω 50 χρόνια πίσω! Μα εκεί ζω εγώ και άλλα 3-4 εκατομμύρια Ελλήνων ήδη! Και αύριο θα είναι το σύνολο της κοινωνίας ούτως ή άλλως!

Τι να χάσουμε ακόμα, θλιβεροί σαλτιμπάγκοι;

εγραψε το πιτσιρικι

Εγώ γυμνός ξεκίνησα εγώ πηγαίνω μόνος

Αλλάζουν οι άνθρωποι, φεύγουν, μικραίνουν, γίνονται κουκίδες τόσες δα , δίπλα τους ζούσες κι ας μην ήταν κανείς τους εκεί. Τους νόμιζες γίγαντες, πατούσες πάνω σε ένα βουνό μπορώ , να τους φτάσεις. Όλα μέσα τους μοιάζαν οικεία, μόνο που είχαν πια ξεθωριάσει. Όταν δεν τους κοίταζες είχαν ύφος σα να περιμένουν σε αίθουσα αναμονής ιατρείου, παλιά περιοδικά στο καλάθι και εμφιαλωμένο νερό σε ποτήρι πλαστικό . Εσύ καλά; Ναι καλά, εσύ; Κι εγώ καλά. Νομίζω. Ελάχιστος ο χρόνος αντοχής τους στην ομιλία και ακόμα λιγότερος ο χρόνος αντοχής τους στην
πράξη και στην ακοή. Λίγοι παραμένουν όρθιοι μα έτοιμοι να ματωσουν στα νερά μιας κουβέντας, να αρρωστήσουν για ένα λάθος, να βρωμίσουν για ένα γαμώτο, να διασυρθούν για έναν έρωτα, να μείνουν ένα ολόκληρο βράδυ μέσα σε ένα γιατί, να κάνουν πυρετό κι όσο μεγαλύτερη είναι η αναμονή της απάντησης τόσο πιο πολύ να πείθονται πως τρελλάθηκαν και άξιζε τον κόπο. Τα σ΄αγαπώ που ψελλίζουν χάνονται στους ελέγχους  διαβατηρίων παρέα με τα αγάπησέ με. Δεν τα παίρνουν μαζί τους ποτέ στα μικροσκοπικά τους ταξίδια, τα αφήνουν και περιμένουν στωικά να γυρίσουν προυπαντώντας όλες τους τις επιστροφές. Εκείνοι, γαντζώνονται στη στιγμή. Ό,τι τραγούδι κι αν ακούσουν αντέχουν μόνο να νοσταλγούν. Ζουν στη χώρα με το παράξενο όνομα πρέπει, και στο κομοδίνο τους είναι στοιβαγμένες χίλιες δικαιολογίες που κατασκευάζουν μέσα στο σκοτάδι για να βγάλουν κι αυτή τη νύχτα. Το πρωί στολίζονται τα καθωσπρέπει τους ρούχα, παίρνουν ένα τεράστιο άκαρδο σχήμα και μοιάζουν άτρωτοι. Σχεδόν τίποτα δε μπορεί να αγγίξει φαινομενικά τα μουδιασμένα κεφάλια τους. Λες και κατάπιαν τσιμέντο, μιλάνε σιγά, με μισοτελειωμένες φράσεις και χτίζουν ανάμεσα στα όργανά τους παγίδες για τους περαστικούς. Ο δρόμος που φτάνει στο σπίτι τους δεν έχει έξοδο επείγουσας διαφυγής και πανηγυρικά μόνοι,μεγαλώνουν βιαστικά. Είναι γιατί ποτέ δεν έχουν διασχίσει το πιο επικίνδυνο μέρος του κόσμου για χάρη κάποιου, δεν του έχουν πει φίλα με μόνο ρε κι αυτό μου φτάνει. Σκάβουν συνέχεια ένα βαθύ σκοτεινό λαγούμι και με τη σιγουριά της κρυψώνας τους…

εγραψε το πιτσιρικι