Ποτάμια ονείρων κάτω απ” το λυκόφως…

Πεντικιούρ-440x257

Φοβάμαι την σιωπή σου, τα λόγια σου με τρομάζουν. Το βλέμμα σου είναι πολύ φωτεινό για τα σκοτάδια μου.
Θάψε την αλήθεια μου βαθιά στα όνειρά σου και φύλαξέ την από τους εφιάλτες της καρδιάς μου. Κάνε με να δω τον ήλιο. Να βγω άφοβα στην μέρα. Κρύψε το μαύρο μου κάπου μακριά από “μένα. Να μην το ξαναβρώ. Βοήθα με ν” αγαπήσω τη χαρά. Να μην φοβάμαι πια το γέλιο. Θάψε το δάκρυ μου βαθιά στην γη και κάνε το χαμόγελο να εγκατασταθεί στα παγωμένα χείλη μου. ξετύλιξε από τον λαιμό μου τα φύκια που ανελέητα με πνίγουν και βοήθα με ν” αναδυθώ. Μάθε με να κοιτάζω άφοβα το αύριο και να λατρεύω τις προκλήσεις. Μάθε με να ζω…Μείναμε μόνοι εδώ, αργά να ξεχνάμε και να ξεχνιόμαστε, μακριά από περισπασμούς και χλωμές ελπίδες, ζώντας στους ξεχασμένους χειμώνες, σε μια ατέλειωτη και άχρονη νύχτα, τριγυρνώντας σε μια άστεγη περιπλάνηση σε αέναες ώρες σιωπής και σκοτεινιάς… Το απόλυτο σκοτάδι μας τυλίγει, στο έρεβος της ασυνειδησίας που μας κατακλύζει, μέσα σε μια αλλόκοσμη γαλήνη. Απερίγραπτη αταραξία, ακινησία… Ξεχάσαμε το πριν, ζούμε το τώρα, αφήνουμε το μετά για αύριο, σ” αυτήν την καταλυτική ανημπόρια, στη νοσηρότητα της αδυναμίας, με την καταβύθιση στο τέλμα της απόγνωσης, με την ιλιγγιώδη πτώση στην άβυσσο της ανυπαρξίας… Άβυσσος και ανυπαρξία. Σ” αυτό το καταραμένο βασίλειο της απιθανότητας που ζούμε, ο συντριπτικός πόνος παραμονεύει σε κάθε υπέροχη, κλεμμένη στιγμή, σκοτεινοί ψίθυροι μας κυκλώνουν στη μαύρη δίνη των ακατάληπτων σκέψεών μας, τα νεκροζώντανα κορμιά μας έρεισμα στη μοναξιά… Τίποτα πια. Εμείς στο τίποτα. Συννεφιασμένες, μπερδεμένες ψυχές, θολωμένα μυαλά, κάτω από έναν διαρκώς σκοτεινό ουρανό… Καθυστερημένη αντίδραση στις αντηχές εφιαλτικών ονείρων όπου το κάθε εικοσιτετράωρο μοιάζει να αιμορραγεί μέσα στο άλλο… Ζούμε την κάθε μέρα για να βλέπουμε τις αναμνήσεις που είναι η ζωή μας, μέχρι όλα να σβήσουν σε μια μεγάλη φωτιά κι επιτέλους να λυτρωθούμε… Λύτρωση… Μια ακόμα μέρα μοναξιάς….

εγραψε το πιτσιρικι