Daily Archives: Οκτωβρίου 6, 2014

Η νύχτα είναι της Σιωπής.

nd

Σαν την ζωή, περπατάς μεσ” την βροχή, σου φωνάζω σιωπηλά και η έλξη, φωνή πάλι κρύβεται, περπατάς και πατάς, σ” ένα όραμα κοιτάς και ελέγχεις τα vibes της καρδιάς. Απόμακρη φωνή την έλλειψή σου νιώθω πληγή, μαχαιριά στην σιωπή,. Πως μπόρεσες κι έφυγες χωρίς να κοιτάξεις, τι άφησες πίσω, μια ματιά ν” ανταλλάξεις, είναι αστείο, μου φαίνεται γελοίο, προχθές ονειρευόσουνα ζωή για μας τους δύο, τώρα τρέχεις, απομακρύνεσαι σε ξένους δρόμους προχωράς κι αφήνεσαι, το ξέρω υποκρίνεσαι, σ” έναν καθρεύτη σου κρύβεσαι.. Θα “πρεπε να ξέρεις, μένω εδώ, ασφυκτιώ, σ’αγαπω, μέσα σ” ένα ποτό και δεν μπορώ πάλι να ξεφύγω σε γυναικείο εγωισμό να καταφύγω για λίγο, με φίλους γυρνάω και πίνω και σπάω τα στέκια τα παλιά αποφεύγω, πονάω, με ρωτάνε για σένα μα δεν μπορώ να μιλάω, ό,τι διαλέγεις για μένα είναι καλλίτερο, ό,τι νιώθεις, η ψυχή σου ό,τι θέλει κι αν το κενό μου είν” ακόμα μεγαλύτερο, δυνατός ειν” αυτός που ν’αγαπάει επιμένει.  Απόμακρη φωνή την έλλειψή σου νιώθω πληγή, μαχαιριά στην σιωπή..

εγραψε το πιτσιρικι

Έψαχνα μια εσταυρωμένη.

wpid-20141003123705
Το καπέλο σαν πεθαμένο από καιρό. Αφημένο στην κρεμάστρα, χωρίς χέρι να το αγγίζει, χωρίς βλέμμα να σέρνει επάνω του σκέψεις, χωρίς κεφάλι να το βολτάρει σε άδειες πλατείες. Κι εκεί έξω, τόσοι άνθρωποι σε αχρηστία σουλατσάρουν καπελωμένοι τύψεις. Δεν κοιτάζω γύρω μου  Τις γεμάτες ζάρες ψυχές  Το σαράκι χορτάτο στο πάτωμα  Τη μούχλα που τρέχει στους τοίχους Τα μάτια που ικετεύουν λίγη στοργή Τα στόματα που άηχα ανοιγοκλείνουν Τα κουδουνίσματα σε σάπια σύρματα Τα σκισμένα χαρτιά που με μουτζουρώνουν  Τους δρόμους με τα σκυμμένα κεφάλια Τις σφαλισμένες πόρτες με τα «ενοικιάζεται» Τους πουλημένους έρωτες στημένους στις γωνίες  Δεν κοιτάζω μέσα μου, μη φανερωθούν οι φυλακές,  τα ουρλιαχτά, οι δολοφονημένες μέρες, εγώ, εσείς, εμείς,  οι νταβατζήδες με τα σχισμένα σώβρακα και τις γεμάτες τσέπες που έχουμε θράσος ν’ αναπνέουμε αέρα των παιδιών μας.  Ημερησία προσωπική μου πρόβλεψη, η αιώνια τυφλότητα. Κι έχω θυμό μέσα μου γαμώτο. Θεέ μου, αν δεν υπήρχαν οι λέξεις,  τι να ‘βρισκες και συ να σώσεις..

εγραψε το πιτσιρικι

Έφυγες και δεν υπάρχω…

wpid-20141003123705
Σε μια γωνιά της νύχτας κορμί διπλωμένο  στα δυο, στα τέσσερα, στα οχτώ. Στοιβαγμένο στο συρτάρι του χρόνου
μαζί με τα άλλα προικώα της γιαγιάς. Ελαφρώς γερμένη η θλίψη  με φόντο το ανατολίτικο ταπί. Θυμάμαι τα φιλντισένια δάχτυλα ξαράχνιαζαν την οικογενειακή ευτυχία. Κραυγαλέα ευτυχία.  Με άλλα λόγια Σιωπηλή δυστυχία.
Κι έγερνα εγώ.. κοιτώντας τις σιωπές. Κι όλο σε ρωτούσα Γιατί δε μ’ ακούς; Γιατί; Όλα ήταν τόσο γνώριμα.
Οι νεκροί στοιβαγμένοι. Ασφαλείς στα καδράκια τους πάνω στη φτηνή σερβάντα.  Θυμάμαι τα παιδικά στόματα
με τα σκαλωμένα στις άκρες χαμόγελα. Τις καραμέλες υγείας του παππού και τα τρεμάμενα χέρια. Λίγος καπνός ξεφεύγει από τα χείλη. Προσπαθώ να πάρω ανάσα. Καταπίνω μια μια τις λέξεις Να μη ξαναρωτήσω.. Γιατί δε μ’ ακούς;
Γιατί; Το ύφασμα στον καθρέφτη που τόση ώρα κάνω πως δε βλέπω;  Γι’ αυτό δεν ακούς τις σιωπηλές κραυγές μου… Έφυγες και δεν υπάρχω…

εγραψε το πιτσιρικι