Αφαιρέσεις

Aristotelis_Onasis

2015-1821 = 194
Ξεκίνησαν όλα! Φούσκωσε πια το ποτάμι κι αρχίζει να κατεβαίνει στον κάμπο. Ο ραγιάς σηκώθηκε στα πόδια του. Με κάθε νίκη θα προσθέτει πόντους στο ύψος του. Όλα τα χρόνια μας έλεγαν πως τίποτα δεν θα πετύχουμε, τίποτα δεν θα καταφέρουμε παρά μονάχα τον χαμό μας. Όπλα δεν έχουμε, εκπαίδευση στρατιωτική δεν έχουμε, χρήματα και καράβια πολεμικά δεν μας περισσεύουν. Όμως τους το έλεγα, η δίψα μας για την λευτεριά είναι απόλυτη, είναι μεγάλη. Η ώρα ήρθε. Κι αν είναι η ώρα του χαμού, ας χαθούμε. Μα θα χαθούμε όρθιοι.

Θυμάμαι τους φοβισμένους ραγιάδες την ώρα που σκάβανε τα λαγούμια τους γύρω από την Τριπολιτσά. Το ψωμί να τους κόψουμε μωρέ και θα τους φάμε μετά! Διώξτε τον φόβο και δεν θα περάσουνε. Και δεν περάσανε. Και κάθε νίκη στην κάθε μικρή μάχη τους ψήλωνε δυο πόντους, τους έκανε στρατιώτες. Κι όταν μπήκαμε στην πρωτεύουσα του Μοριά, δεν έμεινε τίποτα όρθιο. Σφαγή. Τι θα έπρεπε να γίνει δηλαδή; Ποιος θα μου πει «Γέρο γιατί δεν τους κράτησες»; Ποιος; Ο Παριζιάνος δόγης ή ο Λονδρέζος γραφιάς; Μονάχα την φάρα μου να μετρήσω, 70 ξεκάνανε μέσα σε χρόνια τριάντα. Δύο τον χρόνο ξεπαστρεύανε. Κι αυτόν τον ρημαδοπλάτανο στην αγορά, εγώ έδωκα την εντολή να τον κόψουν. Εκεί τους κρεμάγανε όλους. Αιώνες τώρα. Τώρα εμένα τον κλέφτη που κανείς δεν τον έκρυβε στο σπίτι του, με κάνανε αρχιστράτηγο. Εσύ, γέρο, θα είσαι ο γενικός διοικητής του στρατού της επανάστασης. Άκου «γέρο»! Πενήντα ενός ετών άντρακλας. Σας γαμώ όλους από τρεις φορές κι αφού πρώτα χορτάσω με τους Τουρκαλάδες. Άσε τους όμως να λένε ότι θέλουνε. Αυτοί την δουλειά τους και εμείς την δική μας. Προέχει η πατρίδα τώρα. Στέλνουν τον Δράμαλη πασά με δύναμη μεγάλη να μας τσακίσει. Φοβούνται ξανά. Μα θέλει πάλι σχέδιο και τόλμη. Μια στιγμή, μια τουφεκιά, μια σπάθα που κατεβαίνει με ορμή σε κλάσματα του δευτερολέπτου και όλα κρίνονται. Πεθαίνουμε ή προχωράμε μπροστά. Στα Δερβενάκια θα ρίξουμε το ζάρι ξανά και θα νικήσουμε.

2015-1827 = 188
Πάει η δόξα, εχάθη! Τώρα, στα 57, είμαι πια ο «γέρος» που οι Μαυροκορδάτοι και οι Κωλέττηδες ήθελαν. Και πώς να μην είμαι; Ο αρχιστράτηγος που ήμουνα πέθανε στον εμφύλιο με τον χαμό του γιου μου και την φυλακή που υποχρεώθηκα μήνες μετά να κάνω στην Ύδρα. Έπρεπε να “ρθεί ο Μπραΐμης και να τουρκέψει τον Μοριά ολάκερο. Να μαζεύει τα κεφάλια όσων δεν προσκυνούσαν και να πουλά τα γυναικόπαιδα στα δουλοπάζαρα της Αιγύπτου. Τα μιλήσανε λέγανε και τα συμφωνήσανε με την Πύλη. Σχέδιο να εξανδραποδίσει τους Μωραΐτες και θα φέρει μουσουλμάνους αράπηδες από τον Νείλο είχε καταστρώσει ο Μπραΐμης. Και ο στρατός του ισχυρός και εκπαιδευμένος από τους Γάλλους. Ποιος να τους νικήσει; Όλοι τρομάξανε. Όλοι κατάλαβαν πως τα ψέματα πια τελειώσανε. Μέχρι και ο διαολόπαπας πέταξε τα οφίτσια του υπουργού, φόρεσε ξανά τα άρματα και πήγε να τον συναντήσει στο Μανιάκι. Βρήκε τον θάνατο και την αθανασία εκεί. Μαζί και την συγχώρεση. Μέσα στον χαμό, με αφήσανε ξανά λεύτερο να αγωνιστώ για την σωτηρία του έθνους. Ξανά αρχιστράτηγος ό επί δύο χρόνια προδότης! Τι να έκανα όμως; Μπορούσα να πω όχι; Γυρνούσα από χωριό σε χωριό και παλούκωνα κάθε προσκυνημένο. Και ήταν πολλοί οι άτιμοι! Μα δεν υπήρχαν επιλογές πια. Με δυσκολία κρατούσαμε δύο-τρία κεριά αναμμένα – το Άργος, το Ναύπλιο και τα μικρά αδούλωτα νησιά – τα άλλα κεριά της επανάστασης σβήσανε όλα. Και μες την απελπισία όλη, ακούστηκαν οι δυνατές βροντές από το Ναβαρίνο. Οι «Μεγάλες Δυνάμεις» βουλιάξανε τον στόλο του Μπραΐμη. Χαρά και δυστυχία μαζί. Σωθήκαμε, μα τι πατρίδα θα είναι αυτή που τελικά θα κάμουμε; Και το πιο σημαντικό από όλα. Θα είναι άραγε δική μας; Ειλικρινά δεν ξέρω. Κουράστηκα πια. Ο τόπος μας κάηκε και όλοι αυτοί οι ξένοι με τις φανταχτερές στολές και τα αστραφτερά όπλα μας βλέπουν ξανά σαν κλέφτες.

2015-1843 = 172
Στα 72 μου πια, αξιοσέβαστος «Γέρος» εδώ στην νέα πρωτεύουσα περιμένω τον θάνατο να με συναντήσει. Δέκα χρόνια νωρίτερα πάλι «θητεία» στην Ακροναυπλία και καταδίκη σε θάνατο από τον Βαυαρό αντιβασιλέα για προδοσία. Μαζεύτηκαν όλοι οι «Φιλέλληνες» στην γη του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη και έπεσαν σε μελαγχολία οι καημένοι που βρήκαν εδώ έναν φτωχό κι αγράμματο λαό – Έλληνες και Αρβανίτες, χριστιανούς και μουσουλμάνους. Κι αυτόν τον λαό βαλθήκανε να κυνηγάνε για να ξεθυμάνουν την απογοήτευση τους. Μονάχα ο Κυβερνήτης άξιζε και ήταν μια ελπίδα. Η μόνη ελπίδα. Που έσβησε όμως γρήγορα. Κανείς δεν τον ήθελε τον Κυβερνήτη. Δεν έκλεβε, ήταν ευθύς στους τρόπους του και αγύριστο κεφάλι σε εκείνα που ήθελε να κάνει και που έπρεπε να γίνουν. Έπρεπε να φύγει ο Κυβερνήτης για να έρθει ο Όθωνας και μαζί του η στρατιά των επιστατών. Κι όταν φύγει κι αυτός, ποιος ξέρει τι άλλα σκυλιά θα φέρουνε από τα ξένα για να διοικήσουνε τον έρμο αυτό τόπο. Όπως και να “χει όμως, αυτά είναι ζητήματα λεπτά και αδιάφορα πια για μένα. Σε λίγο θα κλείσω τα μάτια και θα σβήσω. Ξέρω θα φτιάξουν τάφο σπουδαίο και πως θα με κηδέψουν λαμπρά. Ξέρω επίσης πως δεν θα βρεθεί κανένας πούστης να χαράξει στην πλάκα «Θεόδωρος Κολοκοτρώνης 1770-1843. Προδότης για όσους κυβερνούσαν την Ελλάδα το 1825 και το 1833. Σε θάνατο καταδικασθείς από την εξουσία»

Υ.Γ. Μια ιστορία για το «1821», που ο Τσίπρας και οι υπουργοί του το θέλουν – γιατί προφανώς τώρα έτσι τους βολεύει – συνέχεια του «ευρωπαϊκού διαφωτισμού» και της Γαλλικής επανάστασης.

Αφαιρέσεις