Το βασιλόπουλο που χαμογελούσε

wpid-20150417085416

Ένας μεγάλος Ρήγας της Ανατολής απόκτησ” ένα μονάκριβο παιδί. Χρόνια και χρόνια το περίμενε ο Ρήγας το βασιλόπουλο. Χρόνια και χρόνια το περίμενε ο λαός του. Ο Ρήγας κινδύνευε να πεθάνη άκληρος. Στα τελευταία έδωκε ο Θεός και γεννήθηκε το παιδί. Μα το βασιλόπουλο, μόλις άνοιξε τα μάτια του στον κόσμο και κύτταξε τριγύρω του με τα μεγάλα γαλανά του μάτια, αντί να κλάψη, όπως όλα τάλλα παιδιά, σιγοάνοιξε το στοματάκι του κι” άρχισε να χαμογελά.

Όλοι οι μάγοι και όλοι οι σοφοί του παλατιού μαζεύθηκαν απάνω από τη χρυσή κούνια να ιδούν το παράξενο μωρό. Οι σοφοί σκύψανε τα κεφάλια τους, με τα μακρυά τους κάτασπρα μαλλιά, οι μάγοι κύτταξαν ταστέρια και, γυρίζοντας κατά τον Ρήγα, του είπαν: «Το παιδί αυτό θα γίνη μεγάλος σοφός και μεγάλος μάγος, μεγαλείτερος από μας». Το μωρό, σαν νάκουσε τα λόγια των μάγων και των σοφών, εκάρφωσε τα μάτια του απάνω στις άσπραις γενειάδες και χαμογέλασε πάλι.

Το βασιλόπουλο μεγάλωνε μέσα στα πούπουλα και μέσα στα χρυσάφια. Ο Ρήγας το πότιζε με του πουλιού το γάλα. Σκλάβοι και σκλάβες το παράστεκαν μέρα και νύχτα. Μα το βασιλόπουλο ήτανε πάντα χλωμό και αρρωστιάρικο και τα μεγάλα γαλανά του μάτια ήσαν πάντα γυρμένα κατά γης.

Ο Ρήγας κάλεσε όλους τους γιατρούς από Ανατολή και Δύση. Και οι γιατροί, με τα γιατροσόφια και τα βότανά τους, μαζεύτηκαν απάνω απ” τη χρυσή κούνια. Άνοιξαν τα γιατροσόφια τους και άρχισαν να μιλούν λατινικά αναμεταξύ τους. Και το βασιλόπουλο, χλωμό και αρρωστιάρικο, απάνω στα πουπουλένια προσκέφαλα, τους κύτταζε με τα μεγάλα του μάτια. Και σα να καταλάβαινε τα λατινικά τους και σα να ξεδιάλυνε τη σοφία τους, χαμογελούσε πάλι, χαμογελούσε ολοένα.

Redon_spirit-waters

Τα χρόνια περνούσαν. Τα βότανα και τα μαντζούνια των γιατρών δε λείψανε μια μέρα απ” το προσκέφαλο του μικρού. Μα το βασιλόπουλο δεν ήθελε να πάρη απάνω του, σα να το έτρωγε κάποιο μυστικό σαράκι. Μεγάλωσε με τον καιρό, έγινε παλικάρι, μα τα μάγουλά του ήσαν πάντα χλωμά, τα μάτια του βαθουλωμένα, το κορμί του αδύνατο και αχαμνό. Τα μάτια του ήσαν πάντα γυρμένα κατά τη γη, και τα λόγια του μετρημένα. Μόνο από καιρό σε καιρό, χωρίς κανένας να ξέρη την αιτία, σιγοάνοιγε τα χλωμά του χείλια και χαμογελούσε.

Ο Ρήγας το πήρε κατάκαρδα. Τα γεράματα τον είχαν πλακώσει και, βλέποντας το παιδί του το αμίλητο και το αρρωστημένο θυμήθηκε τα λόγια των μάγων και των σοφών, που του είπαν πως το βασιλόπουλο θα γίνη πιο μεγάλος μάγος και πιο μεγάλος σοφός απ” αυτούς, και τα δάκρυα του ήρθανε στα μάτια. Εφώναξε τους μάγους και τους σοφούς του παλατιού τριγύρω του και τους είπε να χαθούν από τα μάτια του, να φύγουν αμέσως από το παλάτι.

Έδιωξε τους μάγους και τους σοφούς ο Ρήγας και πήρε το μονάκριβό του και τράβηξε σε μακρινό ταξίδι, μήπως και τα θαύματα του κόσμου και οι τέχνες των ανθρώπων, στις ξένες χώρες, αναστήσουν την ψυχή του παιδιού του και δυναμώσουν το κορμί του. Πήρε το παιδί του ο Ρήγας, αρμάτωσε τη βασιλική του φρεγάδα και τράβηξε στο μακρυνό ταξίδι.

Σχίσανε τα πέλαγα από Ανατολή σε Δύση, πήγανε στις χώρες τις μακρυνές που δε βασιλεύει ο ήλιος, πήγανε εκεί που πέφτουν οι μεγάλοι καταρράκτες από τους θεόρατους βράχους, πέρασαν απ” τις θάλασσες που κυλούν τα βουνά τα παγωμένα και ασπροβολούν μέσα στα σκοτάδια. Βγήκανε και σεργιάνισαν στα δάση που κελαηδούν τα ωραιότερα πουλιά του κόσμου… Οι δάσκαλοι ακολουθούσαν από κοντά κ” εξηγούσαν τα μυστήρια της φύσεως. Μα το βασιλόπουλο τα κύτταζε όλα με αδιαφορία, άκουε τα λόγια των δασκάλων ξένοιαστα κ” έπειτα μισοάνοιγε τα χλωμά του χείλια και χαμογελούσε.

Πήγαν έπειτα στις μεγάλες πολιτείες. Πήγαν στα πανηγύρια, στα θέατρα, στους χορούς. Τριγύρισαν τα παλάτια της Ανατολής και της Δύσης. Παραστάθησαν στις χαρές και στις λύπες του κόσμου, στους γάμους και στα λείψανα, στις αγάπες και στα μίση, σταγκαλιάσματα του έρωτα και στα δαγκάματα της έχθρας. Οι δάσκαλοι, που ακολουθούσαν από κοντά, εξηγούσαν πάλι τα θαύματα του κόσμου και τα μυστήρια της ψυχής. Μα το βασιλόπουλο κύτταζε πάλι αδιάφορα τριγύρω του και χαμογελούσε,

father-and-sonΟι δάσκαλοι τότε γύρισαν κατά το Ρήγα και δειλά — δειλά του είπαν: «Αφέντη, βασιλιά μου, μάταια πασχίζεις. Το παιδί σου δεν βλέπει, παραπέρα από τη μύτη του. Κρίμα τα έξοδά σου και κρίμα τους κόπους μας». Τα μάτια του Ρήγα στα λόγια αυτά βουρκώσανε. Γέμισε τους δασκάλους φλουριά και τους είπε: «Πηγαίνετε στο καλό. Το βλέπω και μοναχός μου. Οι μάγοι και οι σοφοί με γέλασαν. Μάταια τα έξοδά μου και μάταιοι οι κόποι σας. Σύρετε στο καλό».

Ο Ρήγας πήρε το παιδί του και γύρισε στο βασίλειό του. Τα μαλλιά του και τα γένεια του είχαν ασπρίσει από τον καϋμό. Το βασιλόπουλο πιο χλωμό και πιο αχαμνό ακόμα, σαν να τώτρωγε ένα μυστικό σαράκι, κλείσθηκε μέσα στο παλάτι, έπεσε στο κρεββάτι και μιαν αυγή ανοιξιάτικη έκλεισε τα μάτια του και πέθανε. Όλος ο λαός, άνδρες και γυναίκες, γέροι και νέοι, μαζεύθηκαν απ” όλο το βασίλειο να ράνουν με νεκρολούλουδα το βασιλόπουλο. Οι μοιρολογίστρες μοιρολογούσαν. Ο Ρήγας ακίνητος και βουρκωμένος στεκότανε από πάνω από το κεφάλι του. Οι μάγοι και οι σοφοί, που τους είχε διώξει ο Ρήγας από το παλάτι, ήλθαν και στάθηκαν δίπλα στο νεκροκρέββατο. Ήλθαν κ” οι δάσκαλοι και σταθήκανε στα πόδια του.

Το βασιλόπουλο μέσα στην κατάχρυση κάσσα, με τα μεγάλα μάτια του κλειστά, χαμογελούσε ακόμη κάτω από τα ροδόφυλλα. Οι δάσκαλοι εκυτταχθήκαν αναμεταξύ τους και είπαν σιγαλά: «Φτωχό παλικάρι! Δεν έβλεπε παραπέρα από τη μύτη του!» Οι μάγοι και οι σοφοί κυτταχθήκανε αναμεταξύ τους και είπαν: «Φτωχό παλικάρι. Έβλεπε πιο βαθιά απ” όλους μας. Τα κλειστά του μάτια βλέπουν τώρα τα μυστήρια της άλλης ζωής!» Και το βασιλόπουλο, που έβλεπε με τα κλειστά του μάτια τα μυστήρια της άλλης ζωής, χαμογελούσε με το ίδιο χαμόγελο, κάτω από τα νεκρολούλουδα.

Αποστολίδης Πέτρος (Ψευδώνυμο: Νιρβάνας Παύλος) – Η βοσκοπούλα με τα μαργαριτάρια – και άλλες μικρές ιστορίες -  Αθήνα, Φέξης, 1914.

by Αντικλείδι , http://antikleidi.com