32 Βήματα…(ανταποκρίσεις από το σπίτι των πεθαμένων)…

wpid-20150417085416
«Υπάρχει ένα πολύ συγκεκριμένο συναίσθημα που δημιουργεί η φυλακή και δεν υπάρχει έξω. Μια παλίρροια που δημιουργούν η στέρηση της ελευθερίας, η απελπισία, οι τοίχοι, τα σύρματα, η συνεχής πειθάρχηση, ο συνεχής έλεγχος, η αναγκαστική συμβίωση, η μονοτονία, η συνεχής διεκδίκιση του χώρου, η μόνιμη αναμονή για κάτι, η συνεχής τήρηση λεπτών ισορροπιών, το προγραμμα της φυλακής, η νοσταλγία, η ελπίδα. Το ύπουλο και διαρκές βασανιστήριο του εγκλεισμού. Και οι μέρες περνάνε, τα χρόνια περνάνε. Η φυλακή είναι αναμονή συσσωρευμένη, δυστυχία συσσωρευμένη, αδικία συσσωρευμένη. Ατυχία, σαδισμός, καταπίεση, απαγόρευση, πειθαναγκασμός συσσωρευμένα. Άγχος, αγωνία, μυική μάζα, αναστεναγμοί, ένταση, εντολές, απόγνωση, μοναξιά, εγκατάλειψη, γροθιές στο σάκο, ψυχοφάρμακα, επαναλήψεις με την μπάρα, τηλε’οραση, λαϊκοπόπ τραγούδια, πάνω κάτω στο μονόζυγο, πάνω κάτω στο δίζυγο, υπομονή, ανούσιες συζητήσεις σε σπαστά ελληνικά. Όλα συσσωρευμένα.

 

Σκληραίνουν τα μάτια μου να αντικρίζω την πραγματικότητα της φυλακής. Ανθρωποι που βρέθηκαν εδώ από μια αμείλικτη εξουσία, από μια ασύδοτη δύναμη να σέβονται μόνο τη δύναμη. Εδώ μέσα αναπαράγεται όλη η αθλιότητα του καπιταλισμού με τους πιο χοντροκομμένους και κτηνώδεις όρους. Από την άλλην, οι κρατούμενοι σε έναν τόσο μικρό χώρο να παριστάνουν ότι ζούνε. Και πράγματι, κάποιοι να τα καταφέρνουν. Τελικά να ζούνε. Και ανάμεσα στους νεκρικούς τοίχους να αναπτύσσεται ζωή και να βγαίνουν αγριόχορτα ποτισμένα με τον καημό και την ένταση και την αδικία και την αναμονή. Αλλά να βγαίνουν, να φυτρώνουν μέσα από τα τσιμέντα. Να προσπαθούν οι άνθρωποι να μείνουν ζωντανοί, και κάποιοι να τα καταφέρνουν. Να αναπτύσσεται ένας ολόκληρος πολιτισμός, κτηνώδης αντανάκλαση και συμπύκνωση της κοινωνίας, κτηνώδης χωρίς προσχήματα. Όμως, ένας ολόκληρος πολιτισμός στο περιθώριο της κοινωνίας και κάτω από την πιο μυτερή γωνία του τακουνιού της εξουσίας.
Να περπατήσω τη νύχτα. Να τι μου έχει λείψει. Οι μυρωδιές της πόλης, του βουνού, της θάλασσας. Αλλά και η μυρωδιά της νύχτας και ο ήχος της. Να δω τ’ αστέρια. Αστέρια, αντί για εκτυφλωτικούς προβολείς. Να καθίσω κάπου μετά τις οχτώ, να μη με μετρήσουν, να μη με κλειδώσουν, να πιω μπίρα και να δω αστέρια.
Δεν είναι σπουδαίο πράγμα η φυλακή. Απλά σε παίρνουν και σε φυτεύουν ανάμεσα σε τσιμέντα και σίδερα κι εσύ προσπαθείς να μείνεις ανθισμένος και βλέπεις γύρω σου κάποιους να μην τα καταφέρνουν και να μαραίνοντα και τρομάζεις. Και προσπαθείς με νύχια και με δόντια να μείνεις στη ζωή των φίλων σου, και η τηλεκάρτα ποτέ δεν είναι αρκετή. Και πρέπει να είσαι συνεχώς δυνατός και να δίνεις εσύ δύναμη στους έξω, και να μην ηττηθείς, και η παραμικρή λάθος λέξη έχει πολλαπλάσιο βάρος. Εξαρτημένος και υπόλογος.
Και η ζωή προχωράει σε γκρι φόντο. Ούτε πιο αργή, ούτε πιο γρήγορη, ούτε ίδια»