Φάμπρικες: Η βαριά βιομηχανία της Ελλάδας

wpid-wp-1437841807412.jpeg

Ο Δημήτρης είναι μάγειρας. Για την ακρίβεια ψήστης, από την Θεσσαλονίκη. Η τύχη με έφερε δουλέψω κάποτε μαζί του, σε ένα από εκείνα τα νησιά των Κυκλάδων που ο ΦΠΑ θα έπρεπε να βρίσκεται τουλάχιστον στο 43% και η φτήνια είναι κάτι που δεν συγχωρείται. Εκείνος μάγειρας σε νησί Αθηναίων, εγώ σερβιτόρος. Και οι δύο, υπάλληλοι σε ένα από τα πιο εναλλακτικά εμπορικά ξενοδοχεία της περιοχής.

Εκείνα τα χρόνια δούλευα σεζόν στο νησί, με μόνο μου σκοπό να βγάζω τα έξοδά μου για να μην μένω στην Αθήνα. Ήταν η τρίτη χρονιά που δούλευα στο ξενοδοχείο, και όσο καλά χρόνια κι εάν πέρασε εκεί, ποτέ δεν θα ξεχάσω τις συνθήκες που βρήκα.

Την πρώτη χρονιά, με προσέλαβαν με 30 ευρώ μαύρα, δώδεκα το μεσημέρι με δώδεκα το βράδυ, να σερβίρω στο εστιατόριο του ξενοδοχείου και να βοηθάω στο μπιτσόμπαρο (εννοείται πως διέθεταν και τέτοιο), να κουβαλάω την κάβα και στα δύο μαγαζιά, να φτιάχνω το τζατζίκι και να πετάω όλα τα σκουπίδια.

-Πότε ξεκινάω, ρώτησα εγώ γεμάτος ενθουσιασμό μόλις μου εξήγησαν τι θα πρέπει να κάνω. Τα πόδια μου είχαν κοπεί, αλλά στην Αθήνα δεν μου πήγαινε καρδιά να γυρίσω.

Τις δύο επόμενες χρονιές, όταν μου ζήτησαν να ξαναπάω εκεί για δουλειά, ξεκαθάρισα πως είμαι διαθέσιμος για οκτάωρο με αύξηση και απολύτως την δουλειά για την οποία θα πληρωνόμουν. Με πήραν.

Τέλος πάντων, όπως σας είπα, ο Δημήτρης βρέθηκε Σαλονικιός μάγειρας σε νησί Αθηναίων.

Εξήντα δύο χρονών, με τη σύντροφό του στη Θεσσαλονίκη και ένα παιδί στον τάφο με μηχανάκι. Στην κουζίνα μόνος του, με μία βοηθό, που ταυτόχρονα δούλευε και λατζιέρισσα, και σαλατιέρισσα, και όποτε προλάβαινε σκούπιζε και την παραλία μπροστά από το ξενοδοχείο. Δύο μόλις άτομα, για μία κουζίνα που τάϊζε 200-300 πελάτες τουλάχιστον την ημέρα, και έπρεπε να κάνουν τα πάντα. Από το πλύσιμο των λαχανικών μέχρι το τρίψιμο των πάγκων το βράδυ πριν το κλείσιμο. Δύο άτομα.

Η Γαλήνη, έτσι την έλεγαν εδώ στην Ελλάδα, ήταν κέρβερος. Δεν μάσαγε. Αλλά ο άνθρωπος είχε γονατίσει.

Μετά από δυόμιση μήνες εξόντωση και δύο παραιτήσεις, ένα βραδάκι που μοιραζόμασταν ένα ουίσκι στην παραλία, μου λέει:

-Θα φύγω αδερφέ. Δεν αντέχω άλλο. Αλλά θα φύγω κρυφά και θέλω να με βοηθήσεις. Έχω παραιτηθεί δύο φορές και με ρίχνουν στο φιλότιμο. Αλλά δεν είναι ζωή αυτή. Δεν αντέχω άλλο εδώ.

Ήταν 12 Αυγούστου. Σε δυο μέρες Δεκαπενταύγουστος.

-Μέσα Δημήτρη, ότι θες.

-Εγώ είμαι εδώ όλη μέρα, μου λέει. Δεν ξέρω τα κόλπα. Θέλω να μου βγάλεις εισιτήρια και να μου κανονίσεις ένα ταξί να με πάει στο λιμάνι.

Το επόμενο βράδυ, στο κλασσικό τσιγαράκι μετά τη δουλειά, του δίνω τα εισιτήρια, του δίνω και πέντε τηλέφωνα για ταξί, τον χαιρετάω και φεύγω. Ήταν η ώρα που θα απολάμβανα την επιλογή μου να δουλεύω στο νησί.

Λίγο μετά τις τρεις με παίρνει τηλέφωνο και τον ακούω απεγνωσμένο να μου περιγράφει πως όλοι οι ταρίφες του αρνήθηκαν να πάνε να τον πάρουν γιατί τους ήθελε περίπου στις  4 το ξημέρωμα, την ώρα που παρέδιδαν στον επόμενο ή απλά σχολάγανε.

Να μην τα πολυλογώ, ταξί δεν υπήρχε κι έτσι πήγα και τον πήρα με το αυτοκίνητο στα κρυφά, και τον πήγα μέχρι το λιμάνι. Το πρόσωπό του μόλις κατέβηκε από το αυτοκίνητο είχε ήδη αστράψει.

«Άμα έρθεις Θεσσαλονίκη…», επαναλάμβανε σε ρυθμούς πολυβόλου και σχεδόν έκλαιγε.

Την επόμενη το απόγευμα, με πήρε τηλέφωνο και δεν αναγνώρισα την φωνή του. Ο άνθρωπος είχε απελευθερωθεί. Είχε βρει την υγειά του.

Από τότε έχουν περάσει χίλια χρόνια, και ο Δημήτρης με παίρνει ακόμα τηλέφωνο κάθε χρόνο, σε κάθε γιορτή, πολλές φορές και χωρίς κάποια αφορμή. Για να δει τι κάνω. Ο Δημήτρης δεν το έχει ξεχάσει ακόμα.

Ούτε κι εγώ.

Την ιστορία την θυμήθηκα με αφορμή τον θάνατο της 22χρονης μαθητευόμενης Ουκρανής σε ξενοδοχείο της Ζακύνθου, στον Λαγανά, δουλεύοντας αδιάκοπα δωδεκάωρα, χωρίς ρεπό, από υπερκόπωση.

Στα είκοσι δύο της. Από υπερκόπωση. Άλλες δεκάδες χιλιάδες παιδιά και μεγαλύτεροι, σε εκατοντάδες, ίσως και χιλιάδες τέτοια ξενοδοχεία, παραμένουν ζωντανοί. Προς το παρόν.

Λένε πως, η βαριά βιομηχανία της Ελλάδας είναι ο τουρισμός της. Είναι η μισή αλήθεια.

Η βαριά βιομηχανία της Ελλάδας είναι οι εργαζόμενοί της. Έλληνες και μετανάστες. Αυτοί είναι που σηκώνουν τον τουρισμό στις πλάτες τους.

Όπως σηκώνουν και κάτι ψώνια, στην πλειοψηφία τους, που ζούνε τον μύθο τους στην Ελλάδα του 2015 και καταφέρνουν να κρατούν σε ομηρία τους εργαζόμενους για ένα πιάτο φαΐ και μερικές πενταροδεκάρες, την ώρα που αυτοί κονομάνε εκατομμύρια.

Μέχρι οι σκλάβοι στις φάμπρικες να εξεγερθούν και να καταλάβουν πως η δύναμη είναι δική τους στην πραγματικότητα.

Χωρίς αυτούς, τα χλιδάτα εστιατόρια και τα λουξ δωμάτια είναι απλώς ντουβάρια.

ΥΓ. Να περιγράψω πως ξημέρωσε η επόμενη ημέρα, χωρίς τον μάγειρα στο ξενοδοχείο, θα ήταν περιττό. Όμως φτάνει να σας πως η μέρα που ξημέρωσε ήταν η 14η Αυγούστου.

Όλοι ξέρουμε τι σημαίνει η μέρα της Παναγίας για τον εσωτερικό τουρισμό και τα φαγάδικα της χώρας, ειδικά στα νησιά.

ΥΓ 2. Να είσαι καλά ρε Μήτσο, όπου κι αν βρίσκεσαι.

Ρεμπελίσκος
pitsirikidotnet.gr