Ο κατακλυσμός του τραγοπόδαρου

wpid-wp-1443762703973.jpeg

Αγαπώ τη βροχή, τη θάλασσα και τα ποτάμια. Ακόμα και τις λίμνες, αλλά αυτές συχνά με εκνευρίζουν, όταν αρνούνται να κινηθούν, ν’ αλλάξουν.

Το νερό είναι το στοιχείο της αέναης μεταβολής, της κίνησης, της αλλαγής. Ο σκοτεινός Ηράκλειτος το χρησιμοποίησε ως αλληγορία του χρόνου: Στα ίδια νερά του ποταμού κανείς δεν μπαίνει δυο φορές.

Το νερό είναι η αλλαγή, είναι ο χρόνος, είναι η ζωή.

Όμως μπορεί να είναι και καταστροφή, θάνατος. Άλλωστε η ζωή εμπεριέχει τον θάνατο, τον τελικό, καθώς κι όλους εκείνους τους μικρούς που ζούμε.

~~

Σήμερα ξεκίνησε να βρέχει απ’ το πρωί. Μουλιάσανε οι τοίχοι κι οι δρόμοι, πλύθηκαν τ’ αυτοκίνητα. Ο ήχος της είναι το φόντο σε κάθε συζήτηση, σε κάθε τραγούδι, σε κάθε ύπνο.

– Τι κάνεις; (ο ήχος της βροχής) Γυρίσατε; (ο ήχος της βροχης)
– Έχουμε μια βδομάδα (ο ήχος της βροχής) Θα βρεθούμε να πιούμε κάνα κρασί; (ο ήχος της βροχής)
– Σίγουρα (ο ήχος της βροχής)

Και λίγο μετά, ακούγοντας το Sgt. Pepper’s Lonely Hearts Club Band.
“Still my guitar gently weeps” (ο ήχος της βροχής)

~~

Είναι Σεπτέμβρης, στα τελειώματα. Κάθομαι να γράψω κάτι (ο ήχος της βροχής). Και δεν μπορώ να βγάλω απ’ το μυαλό μου το χωριό, τη Θάλαττα.

Πέρασαν δύο χρόνια από τότε. Πολλά συνέβησαν, σε μένα και στον κόσμο, όμορφα και φρικιαστικά κι άλλα ανάξια αναφοράς. Ένα απ’ τα πιο παράξενα είναι ότι βρήκα τα ίχνη του Θανάση, του γκάνγκστερ, που υποτίθεται ότι είχε πεθάνει στο Σικάγο. Έγινε τυχαία, από σύμπτωση, αν και -τώρα που το σκέφτομαι- οι συμπτώσεις ήταν πολύ επιτηδευμένες για να τις θεωρώ τυχαίες.

Θέλω να γράψω για τον Θανάση, αλλά η βροχή δεν μ’ αφήνει (ο ήχος της βροχής). Μ’ εξαναγκάζει κατά κάποιο τρόπο να πω πρώτα την ιστορία του κατακλυσμού, έτσι όπως την άκουσα απ’ τον αιωνόβιο κυρ-Βασίλη.

~~

Θα πρέπει να παραδεχτώ ότι δεν πιστεύω όσα μου διηγήθηκε –κι όσα θα διαβάσετε.

Είμαι σίγουρος ότι συνέβησαν, όμως δεν ξέρω σε ποιο χρόνο και με ποια ένταση. Οι γέροι, αυτοί οι ανοιακοί και προαιώνιοι άνθρωποι, που μοιάζουν να ‘χουν πεθάνει ήδη, παρότι αναπνέουν, μιλάνε, τρώνε και χέζονται, είναι σε απευθείας σύνδεση με το συλλογικό ασυνείδητο της ανθρωπότητας.

Οι προσωπικές αναμνήσεις έχουν μπερδευτεί με τα όνειρα κι όλα μαζί έχουν θαφτεί κάτω από τόνους μύθων και ιστοριών, σαν τα κόκαλα ενός πτερόσαυρου, που έγιναν απολιθώματα κι όταν τα βρίσκουν οι νέοι πείθονται ότι υπήρξαν δράκοι.

Έτσι κι ο εγκέφαλος κρύβει πολλούς δράκους.

Η γιαγιά Ελένη, που κοντεύει τα ενενήντα πια, είχε πάθει εγκεφαλικό στα ογδόντα. Όταν συνήλθε στο νοσοκομείο, και για τρεις μέρες, μιλούσε μόνο αρχαία ελληνικά, με πολύ παράξενη προφορά, τραγουδιστή. Μετά επανήλθε στην πραγματικότητα και συνέχισε να βλέπει τούρκικα σίριαλ μιλώντας κανονικά ελληνικά.

Έτσι κι ο κυρ-Βασίλης μου μίλησε για κείνη τη βροχή που έκανε το χωριό θάλασσα, αλλά δεν μπορώ να προσδιορίσω σε ποια εποχή αναφερόταν, ειδικά αφού κι εκείνος είχε ακούσει την ιστορία απ’ τον παππού του, τον παπα-Γιάννη, κι εκείνος απ’ τον δικό του παππού, κι ίσως εκείνος από παλιότερους, οπότε το νήμα της αφήγησης μπορεί να οδηγεί σε ανθρώπους που μιλούσαν τα ελληνικά τραγουδιστά, μπορεί και σε παλιότερους ακόμα, εκείνους που πίστευαν στον θεό των δασών, τον τραγοπόδαρο.

~~

Σταματώ για να πιω λίγο κρασί και ν’ ακούσω τον ήχο της βροχής που πέφτει. Τα σκυλιά της πόλης, αυτά τα θλιμμένα πλάσματα που βγάζουν τη μουσούδα τους απ’ τα κάγκελα των μπαλκονιών, δεν γαβγίζουν όταν βρέχει, λουφάζουν.

Ακούγεται μόνο η βροχή κι ένα αεροπλάνο που προσεγγίζει διστακτικά το αεροδρόμιο.

– Πτήση 231 προς πύργο ελέγχου πτήση 231 προς πύργο ελέγχου δεν βλέπουμε τον διάδρομο προσγείωσης δεν σας βλέπουμε πτήση 231 προς πύργο ελέγχου μακεδονίας δεν βλέπουμε τίποτα ακούτε;

Ο ήχος της βροχής που πέφτει και ηχητικά παράσιτα.

Ο Ίκαρος χάνει τον έλεγχο και πέφτει. Sos sos save our souls. Χάνεται στη θάλαττα. Κι ο Δαίδαλος θρηνεί σ’ άγνωστη γλώσσα, που ακούγεται σαν τα ριζίτικα.

~~{}~~

Τότε δεν έβρεχε. Το μόνο νερό ήταν ο ιδρώτας που κυλούσε στο μέτωπο μου.

Είχαμε βγει με την Νέλλη και τον Τηλέμαχο να περπατήσουμε στην εξοχή, αλλά γρήγορα το μετανιώσαμε, αφού οι σόλες μας έλιωναν σαν το κερί απ’ τα φτερά του πρώτου ιπτάμενου.

Χαζέψαμε δυο κατσίκια κι έναν γάδαρο που αγκομαχούσαν χωρίς βάρος -μας χάζεψαν κι αυτοί. Κηδέψαμε μια αφυδατωμένη λιβελούλα, με τιμές αρχηγού κράτους. Φτάσαμε ως τον Ενιπέα, το ποτάμι της Ωλένης, αλλά είχε απομείνει απολειφάδι, ίσκιος του παλιού του εαυτού, τόσο που σου προκαλούσε θλίψη με την κατάντια του.

Πήραμε τον δρόμο της επιστροφής. Η Νέλλη μιλούσε για τα νερά του Πηλίου, ο Τηλέμαχος ονειρευόταν παραλίες κι εγώ κοιτούσα τον ουρανό, ελπίζοντας σε μια απροσδόκητη μπόρα.

Στο έμπα του χωριού είδαμε ένα αλλόκοτο θέαμα, σαν αντικατοπτρισμό στο οδόστρωμα που άχνιζε. Ένας τραγέλαφος, ένα ζώο με δυο κεφάλια, δυο πόδια και δυο ρόδες, κατηφόριζε προς το μέρος μας τρίζοντας.

Σαν πλησίασε αναγνώρισα δύο ανθρώπους ενωμένους σ’ έναν. Ήταν η καμπουριασμένη Μάρω που έσπρωχνε τον πατέρα της σε αναπηρικό καρότσι, ενωμένοι, ψυχή τε και σώματι.

Μας είδαν τελικά κι ήρθαν προς τα πάνω μας, απειλητικά αργά, σαν νεκροζώντανοι που ερχόντουσαν για τα μυαλά μας.

Ήταν ο κυρ-Βασίλης που μίλησε πρώτος, με την τόσο δυνατή φωνή του, πριν καν καλησπερίσουμε.

– Βγήκες, Θανάση, να θυμηθείς τα κατατόπια;
– Ωραίο το χωριό μας.
– Μετ’ απ’ αυτά που ‘δες, ακόμα ωραίο;
Γέλασε κι έστρεψε το μάτι του στην Νέλλη.
– Μερικάνα έφερες;
– Ρωσίδα, είπα συνεχίζοντας τον μύθο που είχα κατασκευάσει.

Η Νέλλη είναι ξανθιά και γαλανομάτα, με λευκό δέρμα, βόρειο. Καθώς η Μάρω κοιτούσε τα πόδια της, για να βεβαιωθεί για την εθνικότητα της, η Νέλλη με πλησίασε και ψιθύρισε: Μόνο μην περιμένεις ν’ αρχίσω να μιλάω ρώσικα.

– Είχες πάντα καλό γούστο στις γυναίκες, έκανε ο κυρ-Βασίλης.
– Όπως με τη Μάρι, τη Σμυρνιά;
– Πού τη θυμήθηκες τη μάγισσα;
– Ξεχνιούνται τέτοιες γυναίκες;
– Χαχα, εσύ της το κανες το παιδί, ε; Το ξερα.

Άξαφνα είχα γίνει πρόγονος κι απόγονος του μυθικού μου εαυτού.

Ο Τηλέμαχος γύρισε και με κοίταξε, ανήσυχος. Του “κλεισα το μάτι με νόημα.
– Μπομπ, πάμε σπίτι να χωθούμε στην μπανιέρα, να ξεσκάσουμε;
– Σκυλοκαλόκαιρο, έκανε η Μάρω.
– Κυνικά καύματα. Στην Αμερική το λέμε ινδιάνικο καλοκαίρι. Οι Ινδιάνοι της Αριζόνας, οι Ποκαχόντας, λένε ότι ο κόσμος ήταν άγονος και ξερός, στείρος. Μετά ο Θεός είπε: Ας βρέξει. Απ’ τη βροχή ξεφύτρωσαν οι άνθρωποι.

– Οι ινδιάνοι δεν ξέρουν πού τους πάνε τα τέσσερα.
Έτσι μίλησε ο κυρ-Βασίλης κι έδειξε τον ουρανό.

– Ήλιος και βροχή, όλα μαζί υπήρχαν. Κι αν λειφτεί το ‘να τελειώνει η ζωή. Αν νικήσει το ‘να τελειώνει η ζωή. Αρσενικό και θηλυκό, αν έμεναν μόνο άντρες, αν έμεναν μόνο γυναίκες… Το “λεγε ο παπα-Γιάννης. Η ισορροπία έχει δύο ρο. Έτσι τον έκαμε τον κόσμο ο θεός.
– Με δύο ρο;
– Ναι, γέλα συ και δώσε πίστη στους ινδιάνους. Τον κατακλυσμό τον θυμάσαι;
– Του Νώε;
Μου απάντησε μ’ ένα βλέμμα αληθινής απορίας.
– Πήγες στην Αμερική και χάζεψες;

Ο Τηλέμαχος-Μπομπ γέλασε, το ίδιο και η Νέλλη-Ιρίνα.
– Συγνώμη… Για ποιον κατακλυσμό μιλάς; Ξέρεις ότι είμαι άνθρωπος της δράσης, δεν είχα ποτέ δέσιμο με τα παλιά και με τις ιστορίες.

Καθώς έπαιζα τον ρόλο του Θανάση ένιωθα να επηρεάζομαι απ’ αυτόν, απ’ την προσωπικότητα κάποιου που ήξερα από μια φωτογραφία και μια διήγηση. Όμως αν ο Θανάσης ήταν πρόγονος μου τότε είχα και γονίδια δικά του, οπότε μπορεί πράγματι να ήμουν άνθρωπος της δράσης, εν δυνάμει.

Ο ήλιος βαρύς κι ανήλεος στο κεφάλι μας. Ο κυρ-Βασίλης έκανε νόημα στη Μάρω να τον πάει στην άκρη του δρόμου, στην πηχτή σκιά που έριχναν τα κυπαρίσσια, τα δέντρα των νεκρών. Ακολουθήσαμε κι ανασάναμε με ανακούφιση στη δροσιά των ίσκιων των νεκρόδεντρων.

Μας είπε την ιστορία του κατακλυσμού κι η κόρη του συμπλήρωνε κάθε τόσο.

Αυτά είναι όσα άκουσα, έτσι όπως τα θυμάμαι, αλήθεια ή ψέματα, ποιος να πει; Οι δράκοι ήταν δεινόσαυροι;

~~

Ήταν ένα μεγάλο καλοκαίρι, που ξεκίνησε απρόοπτα τον Μάρτη και κρατούσε καλά ως και τον Ιούλη.

Ούτε μια στάλα δεν είχε πέσει απ’ τον ουρανό τόσους μήνες. Τα σύννεφα που μαζεύονταν την άνοιξη ήταν στεγνά, έχοντας μόνο κεραυνούς στα σπλάχνα τους. Τρεις χωριανούς βαρέσανε. Οι δύο πέθαναν, ψήθηκαν κανονικά. Ο τρίτος ήταν ο Λουβίκης κι έζησε, αλλά ζαβός.

Το Πάσχα έπεφτε αργά, Μάη μήνα, και τα κατσίκια τα μισά ψόφησαν, τ’ άλλα μισά ήταν πετσί και κόκαλο, αφού οι μανάδες τους δεν έβρισκαν χορτάρι να τραφούν να κατεβάσουν γάλα.

Ούτε λουλούδια είχε ούτε μέλισσες. Μετά, καθώς ο ήλιος τράνευε, η γης όλη ξεράθηκε γίνηκε πέτρα κι έβγαιναν τα φίδια και τ’ αγρίμια στο χωριό να βρουν νερό, να πιούνε αίμα. Και ζεστάθηκαν τ’ αγγούρια και μαράζωσαν, τα κολοκύθια κι οι ντομάτες στέγνωσαν πριν προλάβουν να κοκκινίσουν.

Ψοφούσαν τα σκυλιά στο δρόμο και τα γαϊδούρια ξερνοβολούσαν άμμο. Ο Ενιπέας ξεράθηκε παντελώς κι αν έσκαβες δυο μέτρα στην κοίτη του νερό δεν θα “βρισκες. Τα πηγάδια στέρεψαν, τα βατράχια βρώμισαν, οι χωρικοί έμειναν διψασμένοι κι άδειοι.

Μόνο μια μέρα έκανε ότι θα βρέξει, αλλά δεν έπεσε νερό, παρά κόκκινη άμμο, που κάλυψε τα σπίτια και τα χωράφια. Τότε το πήραν απόφαση οι χωριανοί και πήγαν στον παπά να τον παρακαλέσουν να κάνει λιτανεία για να βρέξει.

Εκείνος αρνήθηκε. Ο θεός μας έστειλε και την ξηρασία, είπε, ο θεός αποφασίζει τι πρέπει να γίνει, είπε, ο θεός γνωρίζει τα πάντα, είπε, άγνωστες οι βουλές του κυρίου, έτσι είπε.

Κι έπειτα ξεκίνησε να λέει την ιστορία του Ιώβ, του ανθρώπου του θεού, που τόσα πέρασε, κι αρρώστιες και φτώχια και θάνατο, κι έχασε τα παιδιά του και το σπίτι του, αλλά ποτέ δεν βλαστήμησε.

– Σκατά να φάει ο Ιώβ, είπε ο καφετζής κι όλοι συμφώνησαν.

Θύμωσε ο παπάς, που ‘ταν κι αψίθυμος. Τους μήνυσε να μην περιμένουν απ’ τον Θεό βοήθεια. Μπήκε στον ναό και κλειδαμπάρωσε.

~~

Έτσι πέρασαν άλλες δυο βδομάδες, χωρίς βροχή, μόνο με σκόνη. Ακόμα και τις νύχτες η γης έβγαζε ζέστα, σαν να ‘χε πυρετό κι ασθένεια μεγάλη.

Ώσπου μια μέρα κάποιος έδωσε την ιδέα να πάνε να προσευχηθούν στη σπηλιά του τραγοπόδαρου.

Ήταν ένα μέρος, στις πηγές του Ενιπέα, στη ρίζα ενός θεόρατου βράχου, όπου πήγαιναν να προσκυνήσουν οι κατσίκες. Εκεί λάτρευαν οι αρχαίοι τους δικούς τους θεούς, εκείνους που ‘ταν τόσο παλιοί όσο και τα δάση.

Την ξέραν τη σπηλιά οι ανύπαντρες κι οι άτεκνες, γιατί εκεί τραβούσαν κρυφά απ’ τον παπά, κι άφηναν μέλι και καρύδια προσφορά, για να τους βοηθήσει ο τραγοπόδαρος θεός να κάνουν αρσενικά και δυνατά.

Την ξέραν τη σπηλιά κι οι άντρες, οι κυνηγοί, γιατί κάθε φορά που γυρνούσαν απ’ τα βουνά της Αρκαδίας με θήραμα, περνούσαν κι άφηναν εκεί τις γουρουνοκεφαλές.

Την ξέρανε και τα παιδιά που τρόμαζαν κι έβλεπαν στον ύπνο τους τον θεό με τον αυλό του και τη στύση του.

Την ήξερε κι ο παπάς και κάθε τόσο μιλούσε απ΄τον άμβωνα για τη λατρεία του προαιώνιου του σατανά και μιλούσε για τα κακά που θα “βρισκαν εκείνους που τον τιμούσαν ως αληθινό θεό.

Όμως ο Θεός ο Αληθινός ο Ένας είχε κλειδαμπαρώσει κι είχε καταδικάσει σε δίψα τους πιστούς, που καθόλου δεν είχαν ιώβεια υπομονή –ούτε και πίστη.

~~

Στις αρχές του Αυγούστου, Σαββάτο βράδυ με μεγάλο φεγγάρι, φόρεσαν όλοι τα κυριακάτικα και τα γαμπριάτικα και ξεκίνησαν να πάνε να ζητήσουν απ” τον Πάνα βροχή.

Σαν έφτασαν βάλθηκαν να πίνουν, να τραγουδάνε και να χορεύουν, γιατί θυμόντουσαν ότι εκείνος ο θεός δεν αγαπούσε τη σοβαρότητα και τη νηστεία, ήταν θεός της σάρκας. Τα ζευγάρια, σαν μέθυσαν, κρύφτηκαν στους θάμνους κι απέδωσαν γενετήσιες τιμές στον τραγοπόδαρο. Κι απ” το πολύ πιοτό δύσκολα ξεχώριζαν από ζώα στο σμίξιμο τους.

Δεν είχαν προλάβει να συνέλθουν απ” το μεθύσι, Κυριακή πρωί, και καθώς μάζευαν τα ρούχα τους απ” όπου τα ΄χαν πετάξει ακούστηκαν τα πρώτα μακρινά μπουμπουνητά. Ο αέρας άλλαξε κι ερχόταν απ” τη θάλασσα πια, φορτωμένος αλάτι και νερό.

~~

Ο παπάς άδικα περίμενε εκείνο το πρωινό να πάει το ποίμνιο να ζητήσει συγχώρεση για τη βλασφήμια. Αγριεμένος, με τα ράσα ίδια φλόγες της κολάσεως, κατηφόρισε ως το χωριό -αφού ο ναός ήταν χτισμένος ψηλά, πάνω στην πέτρα.

Οι γριές που βρήκε του είπαν την αλήθεια. Κι έφυγε ο παπάς να περιμένει τους ακόλαστους, τους ειδωλολάτρες, στην επιστροφή, στο έμπα του χωριού, εκεί όπου είναι τα νεκρόδεντρα.

Σαν τους είδε να φτάνουν άρχισε τ” ανάθεμα. Αλλά δεν πρόλαβε να πει πολλά, γιατί μια σταγόνα έπεσε στον σβέρκο του.

Έτσι ξεκίνησε η βροχή κι ήταν οι σταγόνες χοντρές σαν ρόγες από σταφύλι, που κάναν” θόρυβο σαν έπεφταν στο χώμα. Οι χωριάτες αγκαλιάζονταν και πανηγύριζαν, ενώ ο ιερέας του Θεού του Αληθινού τους καταράστηκε.

Έμειναν οι χωριανοί να ξεπλένονται στη βροχή απ” τις νυχτερινές τους ατασθαλίες και να πίνουν τα όμβρια ύδατα. Έπειτα γύρισαν στα σπίτια τους να προετοιμαστούν για τις δουλειές τους, να κανονίσουν τι πρώτα έπρεπε να κάνουν.

~~

Όλη την Κυριακή ο ήχος της βροχής δεν σταμάτησε κι ήταν βάλσαμο για τ” αυτιά τους.

Το ίδιο και τη Δευτέρα συνέχισε. Ούτε την τρίτη μέρα ανησύχησαν. Είχε συμβεί ξανά, να βρέχει τρεις μέρες συνεχόμενα και καταρρακτωδώς -αν και ποτέ Αύγουστο μήνα.

Την τέταρτη μέρα δεν ακουγόταν στο χωριό τίποτα άλλο απ” τον ήχο της βροχής. Οι άντρες έμεναν στο παράθυρο, κοιτώντας τον ουρανό, χωρίς να γελάνε πια.

Κι όταν έφτασε η Κυριακή, μετά από μια βδομάδα κατακλυσμού, αρχίνισε η γη να πλημμυρίζει. Εκεί όπου υπήρχε ρυτιδωμένο χώμα και πέτρα είχαν σχηματιστεί λίμνες μικρές και ρυάκια κατέβαιναν από παντού προς τον Ενιπέα.

Όποιο φυτό είχε μείνει ζωντανό μούλιασε και σάπισε, άλλα παρασύρθηκαν απ” τα ορμητικά νερά. Κι η καταστροφή μόλις που “χε αρχίσει.

Τη δεύτερη βδομάδα ο Ενιπέας, ο γιός του Ωκεανού, φούσκωσε, κατεβάζοντας καινούρια νερά απ” τα βουνά, πρωτοφανέρωτα ποτάμια. Πριν να καταλάβουν τι γινόταν και τι τους έμελλε, το νερό άρχισε να μπαίνει στα σπίτια και ν” ανεβαίνει, χωρίς σταματημό.

Ψάρια κολυμπούσαν μέσα στα δωμάτια και τα νερόφιδα, τα χέλια, γλιστρούσαν ανάμεσα στα πόδια τους. Τα παιδιά κολυμπούσαν και γελούσαν, αλλά οι μάνες έκλαιγαν το βιός τους.

Κι έπειτα, με τρομαχτικό θόρυβο, η πλαγιά που έβλεπε στον γκρεμό υποχώρησε, η γη βούλιαξε και τρία σπίτια, ανάκατα με λάσπη, πέτρες και ζωντανούς, χάθηκαν για πάντα στο ποτάμι.

Τότε, πριν καν πάψει ο χαλασμός της κατολίσθησης, πήραν οι χωριανοί ό,τι χωρούσε στα χέρια τους κι ανέβηκαν τρέχοντας και πλατσουρίζοντας στον ναό, πρόσφυγες μέσα στο ίδιο τους το χωριό. Εκεί βρήκαν τις πύλες της Βασιλείας των Ουρανών κλειστές.

– Βάλε μας να σωθούμε, παπά-Γιώργη, σώσε μας.
– Μόνο ο θεός σώζει, είπε αυτός από μέσα, αυστηρός και στεγνός.
– Πες του να μας σώσει.
– Να πάτε να σας σώσει ο τραγοπόδαρος.
– Χριστιανοί ‘μαστε, παπα-Γιώργη, άνοιξε μας.
– Οι χριστιανοί δεν βατεύονται σα ζώα.

Αλλά κλαίγανε τα παιδιά, φωνάζανε οι γυναίκες, τον πίεζε κι η παπαδιά, άνοιξε τελικά και δέχτηκε τα απολωλότα πρόβατα στην αγκαλιά Του. Μόνο που εξανάγκασε καθέναν να λέει τρία πατερημών, πριν εισέλθει.

Μετά από ‘ξακόσια πατερημών γέμισε η εκκλησία ψυχές, έτσι όπως μόνο στην Ανάσταση γινόταν. Υμνούσαν τον Θεό τον Αληθινό τον Ένα όλο το βράδυ σε μια αποκορύφωση κατάνυξης που το χωριό δεν είχε ξαναζήσει.

Όταν ξημέρωσε άνοιξαν την πόρτα της Κιβωτού και βγήκαν έξω. Η βροχή είχε σταματήσει και στον ουρανό

– Είδαν το ουράνιο τόξο, πετάχτηκε ο Τηλέμαχος-Μπομπ.
– Σωστά. Ξύπνιο παιδί, ξύπνιο.

Όμως η κατάρα δεν είχε τελειώσει. Απ’ τα λιμνάζοντα νερά στίφη από κουνούπια και ορδές από βατράχια ξεπηδούσαν και λυμαίνονταν το χωριό. Ο ήλιος έμενε πίσω απ’ τα σύννεφα, αδύναμος, ανίσχυρος, φθινοπωρινός.

Ακολουθώντας τη συμβουλή του παπά πήγαν όλοι μαζί στη σπηλιά του τραγοπόδαρου και την γκρέμισαν με τα χέρια τους, την εξαφάνισαν. Μόνο τότε ο παπάς φώναξε: Ο ψεύτικος θεός απέθανε.

Και σαν μίλησε ο ήλιος βγήκε και σαν μίλησε τα νερά ξεκίνησαν να φεύγουν. Άφησαν πίσω τους άμμο πολύ και κοχύλια, καθώς και ψάρια, που οι χωριανοί έτρωγαν για μια βδομάδα.

– Γι’ αυτό τη βδομάδα μετά τον δεκαπενταύγουστο τρώνε ψάρι στο χωριό;
– Δεν είσαι ξύπνιος σα τον γιο σου, αλλά κάτι σκαμπάζεις κι εσύ.

Αυτό το είπε η Μάρω. Ο πατέρας της είχε μείνει ακίνητος, με το στόμα ανοικτό και το τυφλό μάτι να μας γροικά. Η Νέλλη-Ιρίνα με σκούντηξε και μου ‘δειξε με το κεφάλι τον γέρο, που ‘μοιαζε πεθαμένος.

– Έτσι κάνει, μας καθησύχασε η Μάρω. Λέει, λέει, λέει και μετά ξεραίνεται. Δυο ώρες κοιμάται και με το που ξυπνάει αρχίζει πάλι τη γκρίνια και το κλάμα.
– Σαν μωρό, είπε ο Τηλέμαχος.
– Μωρά γεννιόμαστε και μωροί πεθαίνουμε. Κι ανάμεσα δεν κάνουμε τίποτα σπουδαίο. Κάποιες φορές λογιέμαι ότι το μόνο που μας ξεχωρίζει απ’ τα ζώα είναι οι ιστορίες που λέμε.
– Ο άνθρωπος είναι το ζώο που λέει ιστορίες;
– Και τις πιστεύει, πιο πολύ αυτό, τις πιστεύει. Έτσι δεν είναι φτιαγμένος ο κόσμος;

Γύρισε το καρότσι και προχώρησε προς το σπίτι.
– Καλή Παναγιά.
– Записки из Мёртвого дома, απάντησε μια οικεία φωνή δίπλα μου.

Έκπληκτος στράφηκα προς την Νέλλη-Ιρίνα, που είχε μιλήσει ρώσικα.

– Τι; Υπάρχουν πράγματα που δεν ξέρεις για μένα, είπε και γέλασε.

Την πόθησα, κι ο Τηλέμαχος ευχήθηκε, υποσυνείδητα, να “μουν νεκρός για να την έχει όλη δική του.

~~~~{}~~~~

Η βροχή σταμάτησε. Η Πέρλα βγήκε στο μπαλκόνι και γαβγίζει τους σκύλους-σαλίγκαρους που σεργιανούν στα σάλια τους δεμένοι με λουρί. Ακούγονται τ” αυτοκίνητα και ο εκφωνητής απ” το απέναντι σπορ-καφέ. Μια παρέα νεαρών Αμερικάνων ανεβαίνει τον δρόμο.

Η πόλη επανέρχεται στο φυσιολογικό.

Ίσως γι” αυτό ν” αγαπώ τη βροχή και το νερό. Γιατί κουβαλάει κάτι μαγικό μυθικό αλλόκοτο. Κι αλήθεια ποτέ δεν τα κατάφερα καλά με την πραγματικότητα.

http://sanejoker.info/2015/10/cataclysm.html