Ποιος νοιάζεται για σένα;

wpid-wp-1443983903566.jpeg

Ένας φίλος αναγνώστης, μου έστειλε το κάτωθι μικρό απόσπασμα από το βιβλίο του Χρόνη Μίσσιου «…καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς». Καταλαβαίνω γιατί μου το έστειλε και τον ευχαριστώ.

«Θυμάμαι πόσο βαθιά πληγώθηκα όταν, ύστερα από κάποιους μήνες στην ασφάλεια, με πετάξανε σ” ένα τζιπ, δεμένον με χειροπέδες, παρόλο που δεν μπορούσα να σταθώ όρθιος, περπάταγα με τα τέσσερα, με φορτώνουν, που λες, σ” ένα τζιπ για το Γεντί Κουλέ.

Ήξερα ότι πάω για θάνατο, μου το “χαν πει σ” όλους τους τόνους στην ασφάλεια.

Ήταν Σάββατο απόγευμα, καλοκαίρι. Θα “χε μπει για τα καλά ο Ιούλιος.

Περνάγαμε απ” το Βαρδάρι, είχαν σκολάσει τα μαγαζιά, ο κόσμος μυρμήγκιαζε στους δρόμους, φορτωμένος ψώνια.

Ακούμπησα τα χέρια μου με τις χειροπέδες στο παραπέτο του τζιπ, μια ματιά, μια ματιά…

Ο ένας απ” τους χαφιέδες με κατάλαβε. Βλέπεις, ρε μαλάκα; Ποιος νοιάζεται για σένα; Λες ότι πας να πεθάνεις γι” αυτούς,˙ ποιος σε ξέρει; Τους βλέπεις; Κάνουν τα ψώνια τους, θα πάνε σπίτι τους, αύριο στα βαποράκια, Περαία, Μπαξέ, Αρετσού, θάλασσα, παιχνίδι, κορίτσια, ποιος νοιάζεται για σένα, μαλάκα; Πας για εκτέλεση, κι είσαι μονάχα δεκάξι χρονών…

Ένιωσα τέτοια απελπισία, τόση δυστυχία, ώστε μόλις αντάμωσα τους άλλους στη φυλακή, έβαλα τα κλάματα.

Ε, έπρεπε να περάσω πολλά και να διαβάσω πολύ, για να καταλάβω πόσο μοναδικός και πόσο μοναχικός είναι ο δρόμος του επαναστάτη.

Διάβασα κάπου πως σ” ολόκληρο τον κόσμο, μέσα στα τόσα εκατομμύρια, δεν υπάρχουν δύο αγόρια ή δύο κορίτσια όμοια σαν δυο σταγόνες νερό.

Το ίδιο συμβαίνει και με τους επαναστάτες. Ο καθένας κουβαλάει στη συμμετοχή τα δικά του όνειρα, τις δικές του αγάπες, τον δικό του εαυτό, το δικό του «μπορώ».

Αλίμονο, αν ήταν αλλιώς. Θα ήμασταν μηχανάκια, ή αμοιβάδες.

Και την ιστορία την πουτάνα έτσι τη γράφουνε, και οι αστοί και οι κομμουνιστές: οριζόντια, ισόπεδη˙ μιλάνε για λαούς, μιλάνε για μάζες, κανένας απ” αυτούς δεν μπόρεσε ποτέ να νιώσει την ένταση, το πάθος, την κορύφωση και την πτώση των κόσμων ολόκληρων, σ” ένα μονάχα εικοσιτετράωρο από τη ζωή του επαναστάτη.

Ξέρουν γράμματα, διαβάζουν, γράφουν, και δεν κατάλαβαν ποτέ πως ο κάθε άνθρωπος είναι ένας κόσμος ολόκληρος, είναι μια ολόκληρη ιστορία…

Δεν ξέρω, αλλά νομίζω πως, όταν ο άνθρωπος ξανακαταχτήσει την ανθρωπιά του, όταν ξαναρχίσει να δημιουργεί ανθρώπινο πολιτισμό, να γράφει πια την ιστορία κάθετα, όχι για λαούς και για μάζες, αλλά για τον Παύλο, για τη Ρηνιώ, για την Ελένη, για το μαστρο-Στέφανο, τότε μονάχα οι άνθρωποι θα ξέρουν τι κοστίζει η ιστορία, τι κοστίζει η συμμετοχή, τι θα πει η φράση «εκατό χιλιάδες νεκροί» ή «βασανίζεται ένας άνθρωπος σε κάποια ασφάλεια».

Τότε οι άνθρωποι θα ξέρουν τι θα πει φυλακή, τι σημαίνουν τα πολιτικά λάθη…»

image

http://feedproxy.google.com/~r/pitsirikos/uPfN/~3/XQePYhO9Zv4/