Υπάρχω

wpid-wp-1449060186943.jpeg

Η περιβόητη ανάπτυξη είναι κάτι σαν τη Χαμένη Ατλαντίδα ή τον Godot του Beckett. Υπάρχει κάπου, αλλά δεν την βρίσκουμε, την περιμένουμε αλλά δεν έρχεται. Την υποδεικνύουν όλοι ως τη λυδία λίθο για την έξοδο από τον φαύλο κύκλο της κρίσης, όμως με τις υποδείξεις ποτέ δεν λύθηκε κανένα πρόβλημα. Χρειάζονται πράξεις.

Πολύ συχνά η λέξη που συνοδεύει την ανάπτυξη είναι «εξαγωγές». Είναι πολύ ενδιαφέρουσα και άκρως κατατοπιστική η ανάλυση που φιλοξενεί το Project Syndicate. Συγγραφέας του άρθρου ο Ricardo Hausmann, πρώην υπουργός σχεδιασμού της Βενεζουέλας και νυν καθηγητής οικονομικής ανάπτυξης στο Harvard.

Ξεκινά σωκρατικά, με την ερώτηση γιατί χρειάζεται η αναπτυξιακή στρατηγική μιας χώρας να δώσει ιδιαίτερη προσοχή στις εξαγωγές. Δηλαδή, υπηρεσίες και προϊόντα που βγαίνουν εκτός συνόρων δεν ικανοποιούν τις βασικές ανάγκες της κοινωνίας, όπως είναι η εκπαίδευση, η υγειονομική περίθαλψη, η στέγαση, η ενέργεια, το νερό, η τηλεπικοινωνίες, η ασφάλεια, το κράτος δικαίου και η αναψυχή. Γιατί λοιπόν να στηριχθεί έστω εμμέσως η ικανοποίηση των αναγκών ξένων, άγνωστων καταναλωτών; Γιατί είναι απαραίτητο να στηριχθούν περισσότερο εταιρείες και βιομηχανίες που εξάγουν και να μην έχουν δίκιο όσοι υπερασπίζονται το δικαίωμα να τυγχάνουν ίσης μεταχείρισης από τους κυβερνώντες όλες οι επιχειρήσεις ανεξαρτήτως της συμμετοχής τους στην ευημερία μιας χώρας; Ο αρθρογράφος σπεύδει να δώσει εξ’ αρχής την απάντηση: Ακριβώς επειδή οι κυβερνήσεις νοιάζονται για τους πολίτες τους, θα πρέπει να επικεντρωθούν στην ενίσχυση των εξαγωγών.

O Hausmann περιγράφει τη λειτουργία της οικονομίας της αγοράς ως ένα σύστημα που καλούμαστε να κερδίσουμε τα προς το ζην, φροντίζοντας ταυτοχρόνως και τους άλλους. Οι πρόσοδοί μας εξαρτώνται από το πώς αποτιμούν οι άλλοι αυτό που τους προσφέρουμε. Κάτι σαν ανταλλαγή δώρων. Τα χρήματα είναι η αξία των δώρων που δίνουμε ο ένας στον άλλο. Ως εκ τούτου, η οικονομία της αγοράς χρειάζεται και ενθαρρύνει την εξειδίκευση: Αποκτούμε συγκεκριμένες δεξιότητες και παράγουμε ποιοτικά προϊόντα, προκειμένου να τα ανταλλάξουμε με αναρίθμητα άλλα αγαθά, τα οποία δεν
έχουμε ιδέα πως γίνονται, πώς να τα κατασκευάσουμε.

Αν το σκεφτείτε με βάση την ελληνική πραγματικότητα, είναι εντυπωσιακά μικρός ο αριθμός των υπηρεσιών και των προϊόντων που παράγουμε σε σύγκριση με όσα αγοράζουμε από άλλες οικονομίες.

Η παρατήρηση ισχύει τόσο για ένα άτομο, όσο για έναν τόπο, είτε είναι γειτονιά, πόλη, επαρχία, ή χώρα.

Κάθε πόλη διαθέτει παντοπωλεία, εστιατόρια, ινστιτούτα καλλονής, βενζινάδικα και κινηματογραφικές αίθουσες που εξυπηρετούν την τοπική κοινωνία. Οι οικονομολόγοι τις ονομάζουν «μη εμπορεύσιμες δραστηριότητες», γιατί ουδείς απομακρυσμένος καταναλωτής μπορεί να κάνει χρήση τους. Και αντιστοίχως, οι άνθρωποι της συγκεκριμένης πόλης επιθυμούν πρόσβαση σε υπηρεσίες και προϊόντα που κανείς τους δεν ξέρει να παράγει: τρόφιμα, αυτοκίνητα, βενζίνη, φάρμακα, τηλεοράσεις, ή ταινίες. Γι “αυτό πρέπει να τα εισάγουν από αλλού. Για να τα πληρώσουν, θα πρέπει να τους πουλήσουν δικής τους παραγωγής αγαθά (εμείς βέβαια επί δεκαετίες τα αγοράζαμε με δανεικά και είδαμε που φθάσαμε).

Έχει μεγάλη σημασία για το βιοτικό επίπεδο μιας περιοχής και τη βιωσιμότητα της να μπορεί να πουλάει αγαθά και υπηρεσίες. Χωρίς «ανταλλάξιμη» παραγωγή, αργά ή γρήγορα, θα καταρρεύσουν και οι μη εμπορεύσιμες δραστηριότητες: το παντοπωλείο, το φαρμακείο, ο κινηματογράφος, το βενζινάδικο. Βεβαίως η εξαγωγική δραστηριότητα, σε αντίθεση με τις μη εμπορεύσιμες δραστηριότητες, πρέπει να είναι καλή, για να πείσει τους εκτός συνόρων πελάτες – που έχουν άφθονες άλλες επιλογές – να αγοράσουν από τους τοπικούς παραγωγούς. Να έχουν ελκυστική αναλογία ποιότητας-κόστους. Είναι το κλειδί για να αντέξουν στον παγκοσμιοποιημένο ανταγωνισμό και αν το πετύχουν, η εισροή χρημάτων θα βοηθήσει στην άνοδο των μισθών και στην ευημερία της παραγωγού χώρας.

Όλοι έχουν να κερδίσουν από τη βελτίωση του εξαγωγικού τομέα της οικονομίας, επιμένει ο Hausmann. Οι ίδιες οι επιχειρήσεις θα καταβάλουν προσπάθεια να οξύνουν τις τεχνολογικές ικανότητες και την παραγωγικότητα τους υπό την απειλή της καινοτομίας και των νέων ανταγωνιστών. Και οι τοπικές κοινωνίες, για να επιβιώσουν και να ευημερήσουν, πρέπει να ρίξουν το βάρος σε εκείνες τις δραστηριότητες οι οποίες παράγουν αγαθά και υπηρεσίες που μπορούν να πωληθούν εκτός των ορίων τους.

Ο αρθρογράφος κλείνει την ανάλυση του με έναν παραλληλισμό. Οι μη εμπορεύσιμες δραστηριότητες μοιάζουν με το αθλητικό πρωτάθλημα: ανταγωνίζονται διαφορετικοί άνθρωποι, όπως οι διαφορετικές ομάδες. Ενώ στην περίπτωση των εμπορεύσιμων δραστηριοτήτων θα πρέπει να κινηθούμε όπως η εθνική ομάδα με στόχο να φέρει το κύπελλο.

image

Μαρία Χούκλη
Liberal.gr