Στα πατώματα σιωπηλών θαλασσών

wpid-wp-1459342383239.jpeg

Ήμασταν είκοσι άνθρωποι στη βάρκα. Περισσότερες γυναίκες. Και παιδιά. Μόνο ένα φορούσε σωσίβιο. Οι άλλες μανάδες το κοιτούσαν με φθόνο. Ο ουρανός βαρύς, είχε πέσει στα κεφάλια μας. Κι η θάλασσα.
Πρώτη φορά έβλεπα θάλασσα από κοντά. Νόμιζα ότι ήταν όμορφη, όπως στην τηλεόραση, στις φωτογραφίες, με πράσινα νερά κι αμμουδιές ροζ, από σπασμένο κοχύλι. Αλλά εκείνη ήταν τερατώδης. Πιο τρομαχτική απ’ τον πόλεμο ή μπορεί ίδια τρομαχτική, σαν να ‘ταν αδελφή του.

Δυο άντρες έκαναν κουπί. Ιδρωμένοι και βρεγμένοι, δεν ξέρω τι περισσότερο, απ’ έξω ή από μέσα; Και δάκρυα. Δάκρυα ανάκατα με νερό.
Ένα κορίτσι κρατούσε την κούκλα του, μια γοργόνα. Την έσφιγγε μ’ όλη του τη δύναμη. Μια γυναίκα είχε πιάσει το σταυρό της και προσευχόταν.

Οι ακτές της Αφρικής δεν φαίνονταν ούτε και της Κρήτης πίσω μας. Μόνο ο ουρανός που μας πλάκωνε κι εκείνη η τερατώδης θάλασσα.
Πουθενά γη. Πουθενά γοργόνες.

~~

Τα κύματα χτυπούσαν τη βάρκα, σαν να μας χαστούκιζαν. Ξανά και ξανά. Κι όταν η θάλασσα για λίγο ηρεμούσε, τότε μας κούφαινε ο σκοτεινός βυθός κι η απειλή του, η σκέψη ότι εκεί κάτω δεν υπάρχει καμία ελπίδα, καμία μελωδία, κανένα τραγούδι δεν ακούγεται στο βυθό. Ούτε φωνή.

Με τρόμαζε ο ήχος απ’ τις καρδιές. Μπορούσα να τις ακούσω, ν’ ακούσω τους χτύπους, έτσι όπως είχαν πρησθεί στην αγωνία. Μια βάρκα γεμάτη καρδιές έτοιμες να σκάσουν.
Αλλά πιο πολύ με τρόμαζε μη γίνει και σταματήσω να τις ακούω, τις καρδιές, τους χτύπους, είτε γιατί δε θα ζω να τους ακούω είτε γιατί δεν θα χτυπούν πια.

~~

Αλάτι. Απ’ την αρχή μύριζα το αλάτι. Δεν είχε ίδια μυρωδιά μ’ εκείνο που βάζαμε στο φαγητό. Εκείνο, δεν ξέρω, δεν θυμάμαι πια, εκείνο μπορεί να μη μυρίζει καν, δεν θυμάμαι πια. Αυτό ήταν διαφορετικό. Είχε ποτίσει η θάλασσα με φόβο και πνιγμένους και τ’ αλάτι μύριζε έτσι, φόβο και θάνατο. Τα παιδιά έκλειναν τη μύτη τους.

Όσο νύχτωνε δεν έμενε τίποτα μέσα μου απ’ τις ελπίδες της μέρας. Ευχές και προσευχές, να φανεί μια παραλία και να κατέβω, να πιάσω τη γη να τη μυρίσω, να μυρίσω την άμμο. Και να μπορώ να υποσχεθώ στη γοργόνα ότι δεν θα φτάσει στη μύτη της άλλη φωτιά, άλλο μπαρούτι και θάνατος και φόβος, άλλο τσιμέντο απ’ τα τείχη που χτίζουν για να μας πνίξουν.

~~

Ήπια τις τελευταίες γουλιές απ’ το νερό μου. Τόσες ώρες, μήπως και μέρες, μέσα στην αλμύρα, και μου φάνηκε το πιο νερό που είχα πιει ποτέ. Νόστιμον ύδωρ. Το νερό της επιστροφής. Πού; Στη ζωή, κάπου, κάπου όπου θα είχαμε μία, έστω μια ελπίδα ή μισή.

Κοίταξα μια μωρομάνα δίπλα μου κι οραματίστηκα τη στιγμή που θα ξανάβρισκε τον άντρα της, πέρα στις χώρες του νότου. “Έχεις μια γεύση τρικυμίας στα χείλη”, της είπα, κι εκείνη κοκκίνησε.

~~

Αυτές ήταν οι τελευταίες σκέψεις που έκανα, οι τελευταίες λέξεις που είπα, έχεις μια γεύση τρικυμίας στα χείλη.
Η θάλασσα φούσκωσε απ’ τη μια στιγμή στην άλλη και χωρίς να το καταλάβω βρέθηκα να κρατάω το χέρι της μάνας με την τρικυμία στα χείλη. Εκείνη, βουτηγμένη η μισή στη θάλασσα κι η άλλη μισή στο σκοτάδι, έψαχνε το μωρό της που είχε χαθεί στα κύματα.

Με κοίταξε για λίγο ικετευτικά, ύστερα αποδέχτηκε τη μοίρα της, κι άφησε το χέρι της να γλιστρήσει απ’ το δικό μου.

image

http://sanejoker.info/2016/03/boat.html