Το ζεϊμπέκικο που έφαγε τη ζωή του Κοεμτζή

wpid-wp-1474653873801.jpeg

«Ονομάζομαι Νικόλαος Κοεμτζής ή Κουγιουμτζής. Γεννήθηκα στο Αιγίνιο Κατερίνης στις 17 Ιανουαρίου, μετά τα μεσάνυχτα. Οι γονείς μου είναι Βουλγαροπρόσφυγες. Αγρότες. Γράμματα δεν μπόρεσα να μάθω, δεν με αφήσανε οι καταστάσεις της κατοχής και ο εμφύλιος πόλεμος. Ο κυριότερος παράγοντας για την αμάθειά μου ήτανε η φτώχεια, γιατί από μικρός έπεσα στα δύσκολα διάβατα μονοπάτια και τα διαμερίσματά της. Πολλά υπέφερα μέχρι που έφτασα στη θέση αυτή…».

Γράφει ο ίδιος ο Κοεμτζής στο βιβλίο του Το Μακρύ Ζεμπέκικο, που το πουλούσε στο δρόμο για να ζήσει. Μια φορά, έξω από τα δικαστήρια στην Ευελπίδων, πήρα δύο βιβλία του, ένα για μένα, το άλλο να το δώσω στον Ηλία Μπαζίνα. Έβαλα στην τσέπη του Κοεμτζή ένα χαρτονόμισμα και μου χαμογέλασε σα μικρό παιδί. «Σήμερα θα φάω…» μου είπε. Το πήρα στην πλάκα. Μετά από έξι χρόνια πέθανε από ασιτία, σα σήμερα 23 Σεπτεμβρίου 2011.

Απόκριες 1973, Φεβρουάριος, μόλις βγήκε από τη φυλακή για μικροκλοπές ο 35χρομος Νίκος Κοεμτζής. Με παρέα πάει στη «Νεράιδα της Αθήνας», σκυλάδικο στα Σεπόλια, πρώτο
όνομα ο Καρουσάκης.

-Σήκω, ρε, Δήμο, να χορέψεις για πάρτη μου, προτρέπει τον μικρό του αδελφό ο Νίκος.

Παραγγελιά στην ορχήστρα. Τις «Βεργούλες». Τα δυο σου χέρια πήρανε, βεργούλες και με δείρανε. Βαρύ πράμα. Ζεϊμπέκικο. Δυο μπάτσοι ανεβαίνουν στην πίστα, θέλουν να χορέψουν κι αυτοί. Μα, υπάρχει παραγγελιά! Που σημαίνει ότι ένας σέρνει τα πόδια του. Κανένας άλλος. Ο Δήμος παρενοχλείται, δεν τον «σέβονται», δεν τον αφήνουν να βγάλει μόνος του τις ζεϊμπεκιές του. Ο Νίκος Κοεμτζής βγάζει τη φαλτσέτα.

Το φονικό που έγινε θρύλος. Έσφαξε τους δύο αστυνομικούς, 28 και 31 χρονών, κι έναν 34χρονο φανοποιό. Τραυμάτισε και επτά. Τρεις εις θάνατο η καταδίκη. Έμεινε 23 χρόνια στη φυλακή. Επανέρχομαι στο βιβλίο του:

«Ο πατέρας μου έτυχε να είναι γνήσιος πατριώτης και φανατικός υποστηρικτής της λευτεριάς και της δημοκρατίας. Με το που πάτησαν τη χώρα μας οι Ιταλοφασίστες και οι κατακτητές Γερμανοί, βγήκε αντάρτης στο βουνό, στο λαϊκό στρατό ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, πολέμησε τον κατακτητή και τον ντόπιο συνεργάτη των Γερμανών. Τραυματίστηκε βαριά στο τέλος του πολέμου. Το 1946 με τον Εμφύλιο κυνηγήθηκε, ξυλοκοπήθηκε και φυλακίστηκε…».

Γνώρισα τον Νίκο Κοεμτζή μέσω του Γιώργου Λιάνη, του δημοσιογράφου και αργότερα υπουργού. Αυτοί οι δύο, Κοεμτζής και Λιάνης, είχαν πάει κάπου τη σχέση τους. Όταν άκουσα ότι πέθαινε ο Κοεμτζής, βρήκα σ” ένα ράφι το βιβλίο του και διάβασα την αφιέρωση που είχε γράψει για μένα.

Ο Νίκος Κοεμτζής μετά την αποφυλάκισή του ήταν ο ορισμός του θριάμβου της Δικαιοσύνης. Ένας φονιάς που έγινε αρνί. Ροχάλα στη μάπα να του έριχνες, καρπαζιά στο σβέρκο, μπινελίκι να τον ξεφτύλιζες, έτσι χωρίς λόγο, αυτός θα έκανε σα να μη συμβαίνει τίποτα. Καμία αντίδραση. Άλλον Κοεμτζή γνώρισε η Δικαιοσύνη, άλλον παρέδωσε στην κοινωνία.

Δεν έχω κουβέντα, καλή, κακή, για τον Νίκο Κοεμτζή. Κουβέντα ηρωική, πένθιμη. Ένας άνθρωπος έζησε, ένας άνθρωπος πέθανε. Αυτός ήταν. Γέννημα της φύσης, και της ανθρώπινης μαγειρικής. Αυτός ήταν. Ο δολοφόνος. Ο εξαγνισμένος. Ο καταραμένος.

Ο Γιώργος Λιάνης γράφει στον πρόλογο του βιβλίου Το Μακρύ Ζεϊμπέκικο.

«Δεν ξέρω τι συνέβη και, όταν κατέβηκα τέσσερα σκαλιά κάτω από την κόλαση στις φυλακές της Κέρκυρας, αντικρύζοντας το πρόσωπο του Νίκου Κοεμτζή, παρά το αρχικό εύλογο ρίγος, αισθάνθηκα αμέσως ένα αίσθημα σεβασμού κι αγάπης, που κρατάει κοντά είκοσι χρόνια.

Είμαστε «λογοτιμήτες» οι δυο μας. Δώσαμε νοερό όρκο να μην απογοητεύουμε ο ένας τον άλλο. Εγώ να κάνω το καθετί στη ζωή μου για τα δικαιώματα των κρατουμένων, κι αυτός
να μην απογοητεύσει όλους εμάς που πιστέψαμε στην ηθική του προσωπικότητα.

Ο Κοεμτζής γερνούσε στις φυλακές μέσα σε μία απέραντη νιότη.

Έχω παρακολουθήσει όλο το χρονικό στο οδοιπορικό μαρτυρίου και θανάτου, που ήταν το πέρασμά του από Αλικαρνασσό, στην Κέρκυρα, τη Λάρισα, τον Κορυδαλλό και την Πάτρα.

Λίγοι σ” αυτή τη ζωή τράβηξαν όσο αυτός. Αλλά και κανένας σ” αυτή τη χώρα δεν έκανε βαρύτερο έγκλημα από το δικό του. Τότε γιατί του πλέκουμε ένα στεφάνι αθωότητας;

Γιατί ο Κοεμτζής όλη του τη ζωή ήταν ένας κυνηγημένος και αδικημένος άνθρωπος.

Η ζωή του δεν πρέπει να κριθεί με τα συνηθισμένα μέτρα ηθικής, αλλά πρέπει να φωταγωγηθεί το παρελθόν του, κυρίως τα παιδικά του χρόνια, να ακουστούν οι μελαγχολικοί
ήχοι της εφηβείας του έτσι ώστε να μείνει απ” αυτόν μέχρι την συντέλεια του θεσμού των ποινικών, η κραυγή που άκουσα μέσα στο κελί του στην Κέρκυρα.

«Αγαπούσα τους ανθρώπους – κάποτε μου έγινε αφάνταστα δύσκολο να τους αγαπώ…από τότες που χτύπαγαν τον πατέρα μου, από μικρό παιδί απόκτησα ένα μίσος κατά της
αστυνομίας. Την αστυνομία την εννοούσα σαν κράτος της Δεξιάς και την μισούσα. Την μισούσα και την σιχαινόμουνα όσο τίποτα στον κόσμο. Δεν έκλεψα ή δεν αδίκησα ποτέ μου
έναν φτωχό ή έναν ιδεολόγο ή ένα ρέστο. Είχα αδυναμία στους αστυνομικούς! Όταν σε προδίδουν οι άνθρωποι αγαπάς αόριστα τον κόσμο. Είναι λιγότερο βασανιστικό αυτό».

Πιστεύω ότι αυτό το βιβλίο είναι σπάνιο, γιατί οι εξομολογήσεις του Κοεμτζή βγαίνουν από το φαράγγι της ψυχής του, σαν ολοκάθαρα κοιτάσματα από άγνωστα ορυκτά.

Μη λησμονείτε ότι αυτός ο άνθρωπος προσπαθούσε να περιγράψει τη ζωή του πίσω από το αγγελτήριο του θανάτου του. Για μένα το μάθημα που πήρα από τον Νίκο Κοεμτζή είναι:
Πρέπει να ενώσεις τον εαυτό σου με τους κατάδικους, και να ενωθούν οι κατάδικοι ξανά με τον κόσμο».


Πηγή