Α ρε Μάνα…Πόσο μου λείπεις..

blog

Αφήνω τους τίτλους να γυρεύουνε αλλού προσκυνητές κι αρχίζω κουβέντα δίχως τσιγγουνέματα. Μαζί με σιωπές δηλαδή. Για κείνο το αψύ βλέμμα της μάνας που ’πεφτε πιο βαρύ κι απ’ τη βέργα, γυαλόχαρτο καλύτερα θα ’ταν, ξυσμένο λιόκλαδο, βουτηγμένο στη παρασκιά. «Ο,τι και να συνέβαινε, γυρνώντας σπίτι θα τις έτρωγα», ακούω τον Χρήστο. «Παιδί δίχως λερωμένα ρούχα, γίνεται; Παιχνίδι ατσαλάκωτο, πως; Κι αν ήμουν καθαρός πάλι λόγος θα υπήρχε για δυο-τρεις στον πισινό. Χαμένος. Ούτως ή άλλως. Μια φορά είπα να της πάω μαχαιρίδες να τη γλυκάνω. Τις έκοψα με φροντίδα, προσεκτικά, να ’ναι ολόδροσες με μακρύ κοτσάνι. Ποιος είδε το Θεό… Ανταριασμένη ξεσήκωσε τη γειτονιά απ’ τις φωνές. Σε ποιο περβόλι μπήκες, ποιον κήπο αχρήστεψες και τέτοια. Πάλι ξύλο. Που πήγα λουλούδια της έμορφης κυράς μου. Κι ας μπλάβισα στο τέλος». Στραγγίζω λέξεις και συλλογιέμαι κείνες τις μανάδες που διπλογαζώνανε τα συναισθήματα σα να ΄τανε στριφώματα σε μακριές, μαύρες φούστες• κρίμα μεγάλο να φανούν και να προδώσουν τον ποδόγυρο..Κι ερχότανε τη νύχτα στα κλεφτά, με βλέμμα πέλαγο δίχως θυμό, μονάχα θάλασσα να τρέχει και ρίχνανε ένα χάδι θεόξερο, ένα μόνο και κάνανε τον ύπνο μήτρα ξανά. Σκοτεινή, ζεστή και μαλακή αγκάλη. Θάνατος ίδιος. Τέτοια λύτρωση.
Σήμερα θα μαζευτεί ο κόσμος που μελετά τη φύση τ’ ανθρώπου και τις συμπεριφορές και τα λοιπά και θα μιλήσει για κακοποίηση. Και θα ‘χει δίκιο, όσο να πεις. Μέλι και γάλα και καρφιά από πάνω γατζωμένα με δύναμη. Ποιος δεν πόνεσε, όσο αγιόκλημα κι αν του ανέμισαν μετά οι καιροί. Κι όποιος πει πως όσοι φάγαμε ξύλο δεν πάθαμε τίποτα, ας μη το πάει παρακάτω. Δεν καλοκάθονται οι χαρές έτσι εύκολα πάνω στο τραπέζι, εκτός κι αν τις ζορίσεις. Σάμπως ξέρανε κι άλλους τρόπους, θα μου πεις. Παραμερίζει η καρδιά για να φτωχύνουν τ’ άσχημα, τι άλλο. Απενοχοποίηση θα πούνε πάλι οι μελετητές. Στάζουν αίματα τα χρόνια ώρες-ώρες σα χώμα κόκκινο που το σκάβεις, το σκάβεις και δε λέει να πρασινίσει. Μόνο πετιέται στα ρούχα σου και τα λερώνει να ’χει λόγο η μάνα, να ΄χεις κι εσύ να τη θυμάσαι. Μ’ ένα μαντήλι λυτό -και λιτό κιόλας-, να γλεντά η γύμνια του λαιμού, θυμάμαι μια μάνα που ξεχνούσε πότε-πότε να σκεπάζει τις προσδοκίες μου. Τις λαχτάρες μου, πες. Και στεκότανε δίπλα γλυκαμένη. Μ’ εκείνη την αγάπη την άμετρη.
Και τώρα να της πω, δε θυμάται. Τα καλά πιο πολύ. Τρέχει για δικαιολογίες για τ’ άσχημα «οι άλλες εποχές, οι αγράμματοι άνθρωποι»… Λες κι οι γραμματιζούμενοι ξέχειλες γυροφέρνουν τις ευαισθησίες. Αμ δε…Μανιασμένη η ψυχή ζητά απόκριση φορές-φορές. Ίσα για να σπονδυλώσει όλες τις άνευρες φωνές της καθημερινότητας, να τις κάνει μιλιές ανάκατες σε σύναξη χαράς. Πιάνεται απ’ όπου…
Βροχή αξόδευτη σήμερα. Στις λάσπες μέσα..Βρέχονται και τα νησιά, αμ δε βρέχονται;
Χειμώνας καιρός, χειμώνας κόσμος. Τι με κοιτάς;
Άνθρωπος είμαι. Με λασπωμένα ρούχα, ωραία. Ένα βλέμμα, μια αγκαλιά, μπορείς; Δανεική, εντάξει. Ξένη. Του νερού. Που τρέχει και ξεπλένει…
Α ρε Μάνα…Πόσο μου λείπεις..

εγραψε το πιτσιρικι

°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°
ΤΟ ΠΙΤΣΙΡΙΚΙ ΕΙΝΑΙ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΟ ΚΑΙ ΒΑΣΙΖΕΤΑΙ ΜΟΝΟ ΣΤΟΥΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΕΣ ΤΟΥ. ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΤΕ ΤΙΣ ΔΙΑΦΗΜΙΣΕΙΣ ΤΗΣ GOOGLE ΠΑΤΩΝΤΑΣ ΠΑΝΩ ΣΤΙΣ ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΕΣ ΕΙΚΟΝΕΣ. ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ
°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°