Ένα μπουκέτο αμάραντα…

7433

«Βλέπεις αυτό το λουλούδι; Τα μαλλιά σου έχουν το χρυσαφί του χρώμα, το σώμα σου μοιάζει με τον μίσχο του και το δέρμα σου είναι απαλό σαν τα πέταλά του. Η ομορφιά σου θα διατηρηθεί έτσι για πάντα». Με αυτά τα κόλπα ξελόγιασε ο Πάρης την ωραία Ελένη και κατεύνασε την ζήλια της για την θεά Αφροδίτη.

Το λουλούδι λοιπόν αυτό κατάφερε να νικήσει την ομορφιά της θεάς του έρωτα.

Γι’ αυτό και κατάφερε να νικήσει και τον χρόνο και έμεινε εκεί, αγέρωχο, να συμβολίζει την αιώνια αγάπη, αυτή που δεν πεθαίνει ποτέ, που δεν ξεφτίζει με τον χρόνο, δεν κομματιάζεται και η ομορφιά της ξεπερνά όλες τις άλλες, τις εφήμερες, τις δήθεν, που προσπαθούν μάταια να ξεγελάσουν το θύμα πως κρατάνε για πάντα.

Υπάρχει ένα τραπέζι που κάθε πρωί φιλοξενούσε ένα μάτσο από δαύτα. Ένα μπουκέτο από λίγα άνθη, δεμένο άγαρμπα με σχοινί, χωρίς κορδέλες, κάρτες και φανφάρες. Για πενήντα χρόνια ένα μπουκέτο, διαφορετικό κάθε πρωί, κι ας κρατάνε για πάντα. Κάθε επόμενο πρωί το διαδεχόταν ένα άλλο. Ακούραστη η αγάπη του, ατελείωτη, αγέραστη. Μεγάλωναν και μεγάλωνε μαζί τους…

Ένα μπουκέτο αμάραντα και ένας ελληνικός καφές, ψημένος με υπομονή και μεράκι, ήταν για πενήντα χρόνια απόδειξη αγάπης και αφοσίωσης από εκείνον. Κανείς δεν καταλάβαινε την αγάπη της για τα αμάραντα. Εξάλλου υπάρχουν τόσα πολλά λουλούδια, πιο εντυπωσιακά, πιο μυρωδάτα, πιο ιδιαίτερα. Όμως την καρδιά της την γέμιζαν αμάραντα.

«Γιατί γιαγιά δε βάζουμε τριαντάφυλλα; Τα βαρέθηκα αυτά, έχεις τόσο όμορφα τριαντάφυλλα στον κήπο.» Συχνή ερώτηση, σχεδόν καθημερινή και η απάντηση πάντα η ίδια.

«Γιατί αυτά είναι δώρο αγάπης».

Τότε δεν καταλάβαινε το πιτσιρίκι και κάθε μέρα προσπαθούσε να μαντέψει πως βρίσκονται εκεί τα λουλούδια, όσο πρωί κι αν ξυπνήσει και πως γίνεται να μη μαραίνονται ποτέ. Και οι ερωτήσεις έπεφταν βροχή. Ποιος τα φέρνει και από που, μόνο στο βουνό τα είχε δει σε μια εκδρομή με τον παππού. Αλλά ποιος να” χε το κουράγιο να ανεβαίνει στο βουνό κάθε πρωί και κυρίως πως δεν τον ενοχλούν αυτά τον παππού, που έχει αλλεργία στη γύρη;
Το παιδικό μυαλουδάκι χρειάστηκε αρκετά χρόνια μέχρι να βρει τις απαντήσεις που έψαχνε.

Μέχρι που μια μέρα, τα αμάραντα σταμάτησαν να ομορφαίνουν το σαλόνι της γιαγιάς, γιατί δεν υπήρχε πια κανένας να τα μαζέψει και να φτιάξει τον καφέ, αυτόν τον μερακλίδικο. Το βάζο έμεινε άδειο και η καρδιά της έμεινε γεμάτη αμάραντα. Αμάραντα και αγάπη, ατελείωτη.

Αν μου πει κάποιος ότι οι αγάπες έρχονται και φεύγουν, ότι σβήνουν και χάνονται, θα του κάνω δώρο ένα μπουκέτο αμάραντα, να τον συντροφεύει για πάντα. Να το κοιτάει κάθε μέρα και να αναρωτιέται γιατί δε μαραζώνουν.
Γιατί εγώ γνώρισα μια, που μου απέδειξε πως η αληθινή αγάπη, αυτή που σε κάνει να ζεις και ν’ αναπνέεις για τον άλλον, είναι για πάντα.

°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°
ΤΟ ΠΙΤΣΙΡΙΚΙ ΕΙΝΑΙ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΟ ΚΑΙ ΒΑΣΙΖΕΤΑΙ ΜΟΝΟ ΣΤΟΥΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΕΣ ΤΟΥ. ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΤΕ ΤΙΣ ΔΙΑΦΗΜΙΣΕΙΣ ΤΗΣ GOOGLE ΠΑΤΩΝΤΑΣ ΠΑΝΩ ΣΤΙΣ ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΕΣ ΕΙΚΟΝΕΣ. ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ
°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°