Τα Κύθηρα ποτέ δε θα τα βρούμε

7449

Πήγαινε εκεί τα καλοκαίρια. Χρειάστηκε βέβαια να ατυχήσει πρώτα, για να γίνει θαμώνας τους. Ένα βιβλιαράκι με όλες τις λουτροπόλεις της χώρας στα χέρια ήταν αρκετό, ό,τι είχε ανάγκη, για να βρίσκει κάθε καλοκαίρι και μια νέα εστία σωματικής ίασης. Για τα υπόλοιπα ψυχικά είχε εφεύρει τις δικές της δικλείδες ασφαλείας.

Κάθε φορά που επέστρεφε από μια λουτρόπολη, ήταν φορτωμένη εφήμερα αναμνηστικά. Οι παραδόσεις στις λουτροπόλεις μοιάζουν. Ερχόταν με σοδειά παξιμάδια, λουκουμάκια και κουραμπιέδες. Αναμνηστικά για όλες τις ώρες. Παξιμάδια το πρωί με το τσάι, λουκουμάκια για τον καφέ, στις επισκέψεις άνοιγε του κουτί με τους κουραμπιέδες.
Από τη μια ήθελε να είχε φτιάξει εκείνη τους κουραμπιέδες, να δείχνει στους επισκέπτες την προκοπή και τη νοικοκυροσύνη της. Γόνος επίσης νοικοκυρεμένης οικογένειας, που έχει αφήσει ιστορία για την κουζίνα και την πάστρα της, δεν ήθελε να φαίνεται αυτή πως είναι του σογιού η ακαμάτρα. Όμως, μετά από εκείνο το ατύχημα -στο οποίο έχασε τη μισή της ζωή- δεν ήθελε να κάνει τίποτα. Όλα άλλαξαν ως διά λυτρωτικής μαγείας.

Καταρχάς κλονίστηκε η μνήμη της ή μάλλον βρήκε την πρόφαση για να αποκτήσει επιλεκτική μνήμη. Όταν τα πράγματα έπαυαν να δημιουργούν εμπνευσμένες στιγμές, ανακοίνωνε: «Το ατύχημα!» και όλα έπαιρναν ένα χάπι εντ, συνήθως υπέρ της. Αυτός ήταν και ο σκοπός της, άλλωστε. Όταν η επικοινωνία στερούνταν φαντασίας, μ’ ένα «δεν θυμάμαι» έδινε τέλος σε κάθε ερώτηση, περιέργεια, απορία.

Όλοι σέβονταν το ατύχημα και τους παθόντες. Εκείνη το έβλεπε σαν ευλογία. Σαν το εισιτήριο προς την ελευθερία. Γι’ αυτό κι έλεγε πως σε αυτό το ατύχημα έχασε τη μισή της ζωή. Εννοούσε τον παλιό της εαυτό, τον συμβατικό, τον στεγνό, τον α-φάνταστο. Αυτόν που δεν μυρίζει μοσχοσάπουνο, ούτε αστράφτει σαν γλυσόπετρα. Εννοούσε αυτόν που σερνόταν από πίσω της σαν παλιό πανωφόρι, βαρύ κι ασήκωτο, κληρονομιά πεθαμένου συγγενή. Αυτόν ξεφορτώθηκε με το ατύχημα.
Όμως είχε και μια πραγματική απώλεια, όπως αυτή νιώθει τις απώλειες. Έχασε τον άνθρωπο, που είχε αποφασίσει να λησμονήσει κάθε τι συνηθισμένο. Έχασε τον άνθρωπο, που είχε κυνηγήσει τις θηλιές που κάνουν τα κλινοσκεπάσματα. Έχασε τον άνθρωπο που έδωσε μια τσιμπιά στην καρδιά της και την έκανε πυροτέχνημα.

Το ατύχημα ήταν δυστύχημα, αλλά κανείς δεν προτιμά να χρησιμοποιεί συχνά λέξεις με την ατυχία του δυσ- για πρώτο συνθετικό. Τη θεωρούν δυσοίωνη αυτήν την αναφορά.
Ήταν αυτή και ο άνθρωπος, μέρα, χαρά Θεού, και παρά τη φρονιμάδα τους, μια φιάλη υγραερίου τίναξε τη ζωή τους στον αέρα, μαζί με έναν τοίχο και κάτι οικοσυσκευές. Ο άνθρωπος χάθηκε στη στιγμή κι όλα ξεψύχησαν κι έγιναν πάλι συνηθισμένα. Μαζί του χάθηκε και η μισή της ζωή και η μνήμη έγινε επιλεκτική, για να μη τη ρωτάνε τα ίδια και τα ίδια.
Κι έτσι τα καλοκαίρια περιόδευε στις λουτροπόλεις, γυρεύοντας ίαση για την τσιμπιά κι έναν ουρανό για το πυροτέχνημα.

°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°
ΤΟ ΠΙΤΣΙΡΙΚΙ ΕΙΝΑΙ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΟ ΚΑΙ ΒΑΣΙΖΕΤΑΙ ΜΟΝΟ ΣΤΟΥΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΕΣ ΤΟΥ. ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΤΕ ΤΙΣ ΔΙΑΦΗΜΙΣΕΙΣ ΤΗΣ GOOGLE ΠΑΤΩΝΤΑΣ ΠΑΝΩ ΣΤΙΣ ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΕΣ ΕΙΚΟΝΕΣ. ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ
°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°