Για την πουτανα τη ζωή που με χρεώσανε..

13254375_1040890119332875_5712864984627581240_n


Έζησα μακριά από το σπίτι μου για αρκετά χρόνια. Μάλλον για πολλά. Μέτρησαν διπλά μέσα μου. Και όταν λέω »σπίτι μου» εννοώ εκεί που μπορούσα να ξαποστάσω και να υπάρχω χωρίς εξηγήσεις. Στο σπίτι μου. Αυστηρά και απόλυτα. Κοιμόμουν και ξυπνούσα σε ένα τόπο που εύκολα μεταλλασσόταν από ζεστό σε παγερό, από ανοιξιάτικο σε βαρυχειμωνιά.
Που για να ανταπεξέλθω στις συνθήκες, άλλοτε ντυνόμουν ένα βαρύ πανωφόρι κι άλλοτε χρωματιστά μπλουζάκια που σε κάθε τίναγμά τους χάιδευαν το πρόσωπο δροσερά.
Μέχρι να έρθει ο βαρύς χειμώνας ξανά να με ξαφνιάσει, να με βρει χωρίς εφόδια να ψάχνω το πανωφόρι που κάπου στο πατάρι είχα καταχωνιάσει να μην το βλέπω. Και το φορούσα ξανά, ακόμα κι όταν αυτό ξεθώριασε και φθάρηκε από τη χρήση και τα χρόνια.

Ξέπλυνα πολλά δάκρυα προσμονής και ταραχής τις νύχτες μέσα σ” εκείνη την απόκοσμη σιωπή, από εκείνες τις σιωπές που μόνο σε τόπο με πολύ κόσμο μπορείς να συναντήσεις. Έμαθα να κρατώ και να φανερώνω. Να μιλώ και να σιωπώ.
Να κοιτάζω βλέποντας πίσω από τις σκιές και να κλείνω τα μάτια όταν το φως ήταν εξαιρετικά ζημιογόνο, προϊόν από λάμπες κατώτερης ενεργειακής κλάσης.
Κρατούσα ζεστά μέσα μου το σπίτι μου. Εκείνη τη γωνιά του κόσμου που ήταν δική μου, όχι κτητικά αλλά αγαπητικά. Που με είχε ανάγκη αδιαπραγμάτευτη όσο το είχα και εγώ. Που για εκείνο ήμουν πάντα μοναδικός και αναντικατάστατος. Πέρασαν τα χρόνια και ο κόσμος γινόταν επικίνδυνα μικρός μέσα στην απεραντοσύνη του. Και ο χρόνος γινόταν στενός, εγκλωβισμένος ανάμεσα σε μονάχα δυο τικ τακ ενός ρολογιού. Τώρα πια είμαι στο σπίτι μου. Με ένα τρόπο μυστικό και περίπλοκο με υποδέχτηκε και με αγκάλιασε από την πρώτη στιγμή. Δεν το κατάλαβα αμέσως, ακόμα είναι στιγμές που δεν το καταλαβαίνω. Κρατάω ακόμα το φθαρμένο πανωφόρι στο χέρι, μήπως και… Παρότι χειμώνιασε, φλερτάρω τα χρωματιστά, τα ξεχασμένα στον πάτο της βαλίτσας, εκείνη τη βαλίτσα που ακόμα αδειάζω κι ακόμα κάτι μένει μέσα ξεχασμένο, έτσι από καπρίτσιο για να ανοιγοκλείνει και ησυχία να μην έχει.
Κάνουμε πόλεμο και ειρήνη με το σπίτι μου.
Στις εποχές ανακωχής, παίρνω ανάσα και αφουγκράζομαι. Τους θορύβους του, τις μυρωδιές του. Είναι οι δικοί μου θόρυβοι και οι δικές μυρωδιές. Είναι βράδια που μου αρκεί να το αφήνω να με περικλείει, να με αγκαλιάζει, το έχω ανάγκη. Είναι μεσημέρια που μου αρκεί να ρίχνω κλεφτές ματιές έξω από την μπαλκονόπορτα και πραγματικά να μη με αφορά τι γίνεται πέρα από εμένα.
Είναι πρωινά που μου αρκεί να ανοίξω το ντουλάπι να βγάλω το μπρίκι του καφέ. Κι αυτό να είναι το πρωινό μου. Το ντουλαπάκι που κρατάει μέσα του το πολυχρησιμοποιημένο μπρίκι του εσπρέσο, με εκείνο το γνώριμο τσιριχτό ήχο του όταν ξεβιδώνει. Να ανοίγω την ντουλάπα και να μυρίζω του σπιτιού τη μυρωδιά, με τα ρούχα απλωμένα μέσα, όχι φιλοξενούμενα και που δε θα ξεσηκωθούν πάλι, παρά μόνο για δικές της καρδιάς διαδρομές. Να κοιτάζω τριγύρω ξανά και ξανά, να βεβαιωθώ ότι είμαι εδώ και εδώ θα παραμείνω. Να βεβαιωθώ ότι δε θα πληγώσω ξανά τη ζωή μου με δρόμους και επιστροφές και αναχωρήσεις κυκλικές.
Ο θόρυβος της πόλης, τα φώτα της, η ομορφιά της. Τα κρατώ σε απόσταση. Χρειάζομαι ένα τρυφερό βαλσάκι με το σπίτι μου.
Να επανασυνδεθούμε, να με κλείσει στη ζεστή αγκαλιά του και να με νανουρίσει τρυφερά, να με φιλέψει τα καλούδια του και η μουσική να είναι ακόμα εκεί. Να είμαι πιο κοντά, να ρίχνω μια κλεφτή ματιά στη μάνα, τη μόνη κι έρημη που άντεξε τη μοναξιά σαν το στρατιώτη που σφίγγει τα δόντια και προχωράει.
Είμαι ευγνώμων για όλα, τα καλά και δύσκολα, τα λιγότερο καλά και λιγότερο ή περισσότερο δύσκολα. Για όλα. Μα πιότερο για τη βαθιά ανάσα μου που με έφερε ως εδώ.
Ευχαριστώ και ευγνωμονώ. Το Θεό και την Αγάπη…

εγραψε το πιτσιρικι

°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°
ΤΟ ΠΙΤΣΙΡΙΚΙ ΕΙΝΑΙ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΟ ΚΑΙ ΒΑΣΙΖΕΤΑΙ ΜΟΝΟ ΣΤΟΥΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΕΣ ΤΟΥ. ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΤΕ ΤΙΣ ΔΙΑΦΗΜΙΣΕΙΣ ΤΗΣ GOOGLE ΠΑΤΩΝΤΑΣ ΠΑΝΩ ΣΤΙΣ ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΕΣ ΕΙΚΟΝΕΣ. ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ
°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°