Η σχολική ιστορία στον καιρό της κρίσης
Οι διαμάχες γύρω από τα ιστορικά εγχειρίδια εντάσσονται στους συμβολικούς πολέμους που ξεκίνησαν τη δεκαετία του 1990, ως αποτέλεσμα μιας νέας συνολικής επαναδιαπραγμάτευσης του εκπαιδευτικού προϊόντος σε παγκόσμια κλίμακα και της ανάγκης σύγκλισης των «εθνικών» ιστοριών με τα αιτήματα της οικουμενικής γνώσης.
Είναι μάλλον κοινότοπο να υπενθυμίσουμε πως ένα διδακτικό βιβλίο ιστορίας σπάνια γίνεται όχημα νεωτερικών ή εκσυγχρονιστικών αντιλήψεων. Παραμένει κατά βάση ένας de facto αγωγός μετάδοσης μιας κυρίαρχης «εθνικής» ιδεολογίας, των δομών σκέψης που κυριαρχούν στη μακρά διάρκεια, των δομών που γεννά η ανάγκη αποτελεσματικότερου κοινωνικού ελέγχου στους πολίτες μιας χώρας. Το μοιραίο αντικαθρέφτισμα της κυρίαρχης ιστορικής κουλτούρας στους αξιολογικούς κώδικες του παρελθόντος ανάγει τη συγγραφή νέων εγχειριδίων σε μείζον ιδεολογικό διακύβευμα, με αναπόφευκτους πολιτικούς κραδασμούς.
Όπως κάθε γραπτή πηγή, το σχολικό εγχειρίδιο ιστορίας αποτελεί μια ατελή αναπαράσταση του πραγματικού. Για να συμπληρωθεί το «πραγματικό» στο μυαλό ενός μαθητή –όπως και οποιουδήποτε διαβάζει ιστορικά κείμενα–, πρέπει να συμπληρωθεί με τη δική του εμπειρική ή ιδεολογική αντίληψη.2 Όταν στις μέρες μας προσδιορίζουμε τη φαντασία ως πρωταρχικό μέσο σύνθεσης του ορίζοντα παρόντος-παρελθόντος, πρέπει να παραδεχτούμε μια άβολη αλήθεια: σε έναν κόσμο ραγδαίου πολλαπλασιασμού των μορφών έκθεσης σε πλήθος πληροφοριών, το σχολείο αποτελεί μόνο μία (σε πολλές περιπτώσεις την τελευταία) από πολλές επιλογές διαμόρφωσης προσωπικής αντίληψης ενός μαθητή για τον κόσμο και την κοινωνία. Γνωρίζουμε εδώ και δεκαετίες πως «η ανάπτυξη της ιστορικής κατανόησης δεν ανάγεται αποκλειστικά στις διεργασίες της νοητικής και συναισθηματικής ωρίμανσης, αλλά συναρτάται με το φάσμα των εμπειριών και ειδικότερα με την ποσότητα, την ποιότητα και τον ρυθμό των ερεθισμάτων που δέχεται ο μαθητής».3
Η παιδαγωγική επιστήμη έχει καταλήξει πως στην ηλικία των 12 έχει ήδη συντελεστεί η διαδικασία μετάβασης ενός εγκεφάλου από την περιγραφική στην ερμηνευτική σκέψη. Ήδη στις τελευταίες τάξεις του δημοτικού σχολείου ο μαθητής δεν είναι παθητικός δέκτης μιας «κλειστής» και αδιαμφισβήτητης γνώσης. Είναι σε θέση να κατανοεί, να συμφωνεί, να αμφιβάλλει, να συγκρίνει, να αποκωδικοποιεί, να ψάχνει μόνος του την «αλήθεια» πληκτρολογώντας λέξεις-κλειδί στο Google και στη Wikipedia. Είναι ενεργά εμπλεκόμενος στη μαθησιακή διαδικασία, εντός και εκτός της σχολικής αίθουσας. Το διαδίκτυο, η τηλεόραση, οι εφημερίδες προσπορίζουν γνώσεις πολύ πιο άμεσες και πολύ πιο ελκυστικές από τη σχολική τάξη.
Δικαίωση της αυταρχικής διακυβέρνησης Μεταξά
Στο θέμα μας: Το νέο εκπαιδευτικό βιβλίο της ΣΤ΄ Δημοτικού Ιστορία του νεότερου και σύγχρονου κόσμου (συγγραφική ομάδα: Ιωάννης Κολιόπουλος, Αθανάσιος Καλλιανιώτης, Ιάκωβος Μιχαηλίδης, Χαράλαμπος Μηναόγλου) έχει συγκεντρώσει το τελευταίο διάστημα –δικαιολογημένα– έντονες αντιδράσεις και κριτικές, φτάνοντας μέχρι επερώτηση στο κοινοβούλιο από βουλευτές του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. Το βιβλίο ανήκει στο πρότυπο της «εθνοκεντρικής-εθνικιστικής ιστορίας», μιας ολόκληρης σχολής η οποία βασίζεται στην ανάγκη να διδαχθούν οι μαθητές τη μεγάλη αφήγηση, τα γεγονότα, τις χρονολογίες και τα πρόσωπα, παραμένοντας πιστή στην υποχρέωση του σχολείου να διαμορφώνει «εθνική» συνείδηση. Το νέο εγχειρίδιο ιστορίας είναι μια εμπλουτισμένη εκδοχή αυτού του μοντέλου με βάση το οποίο διαπαιδαγωγήθηκαν γενιές επί γενεών Ελλήνων μαθητών. Το βιβλίο, υποτίθεται, διατρέχει –σύμφωνα με τον ξεκάθαρα ψευδεπίγραφο τίτλο του– την παγκόσμια ιστορία από τα τέλη του 15ου αιώνα έως τις μέρες μας, στην πραγματικότητα πρόκειται για ένα καθαρόαιμο κήρυγμα πατριδογνωσίας που αντλεί από τις πιο απαρχαιωμένες μεθόδους καλλιέργειας «εθνικής συνείδησης». Το 1/3 της έκτασης (75 από τις 224 σελίδες) είναι αφιερωμένο στην Ελληνική Επανάσταση, κατατετμημένη σε πλήθος υποκεφαλαίων για τον Μάρκο Μπότσαρη, τον Κανάρη, την εκστρατεία του Δράμαλη, τον Ιμπραήμ, τις πολιορκίες του Μεσολογγίου (χωριστά) κ.λπ. κ.λπ. Ο ελληνικός 19ος αιώνας –χρονικός πυρήνας της νεότερης ιστορίας– καλύπτει μόλις 13 (sic) σελίδες στις οποίες οι μεγάλες διαδικασίες οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης είναι αισθητά απούσες, οι αγροτικές μεταρρυθμίσεις στριμώχνονται σε μόλις 10 γραμμές και πάντοτε στο ταπεινό περιθώριο που αφήνουν οι μεγάλες αλυτρωτικές επαναστάσεις και η σταδιακή συνοριακή επέκταση. Με τρόπο ομαλό, ακολουθεί το συνηθισμένο πανόραμα εθνικών αγώνων και άφθαστων πολεμικών ηρωισμών σε Μακεδονικό Αγώνα, Βαλκανικούς Πολέμους, Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και Μικρά Ασία, και τελικά προσγειωνόμαστε στη Δικτατορία του Ιωάννη Μεταξά, το ένα από τα πιο αμφιλεγόμενα σημεία του βιβλίου.
Λίγοι επισήμαναν πως δεν αφιερώνεται ειδικό κεφάλαιο στην 4η Αυγούστου (ούτε το καθεστώς ονοματίζεται ως τέτοιο), οι συγγραφείς εντάσσουν την περίοδο 1936-1940 στην ενότητα που λέγεται «Μεσοπόλεμος». Η λέξη δικτατορία πράγματι αναφέρεται ρητά και μάλιστα εξηγείται στο γλωσσάρι που υπάρχει στο κάτω μέρος κάθε σελίδας ως «Πολίτευμα όπου η εξουσία ασκείται απολυταρχικά από ένα πρόσωπο ή ομάδα ατόμων που έχουν επικρατήσει με τη βία». Επιλογή σκόπιμη, που εξισορροπεί αφενός την έλλειψη εξηγήσεων γύρω από το είδος και τις μορφές της βίας που άσκησε ο Μεταξάς, αφετέρου την εντύπωση που αφήνει η –εξαιρετικά ενδιαφέρουσα– επισήμανση στην προτελευταία παράγραφο πως «στη χώρα επικρατούσε κοινωνική αναταραχή που εκφραζόταν με πορείες, διαδηλώσεις και απεργίες» (σ. 201). Για ένα βιβλίο που αγνοεί με επιδεικτικό τρόπο τον όρο κοινωνία, μοιάζει συγκινητικό το ενδιαφέρον να διαλευκανθούν οι ειδικές «κοινωνικές» συνθήκες κάτω από τις οποίες ανήλθε στην εξουσία ο Μεταξάς. Ούτε το χρονικό σημείο ούτε οι λέξεις είναι τυχαίες. Τα κοινωνικά φαινόμενα (τα οποία πράγματι κατέληξαν στη Δικτατορία του Μεταξά), σε μια από τις αδιαμφισβήτητες τομές της νεότερης ελληνικής ιστορίας, λειτουργούν εδώ ως τσιμέντο ταχείας πήξεως στα κενά που αρχίζει να εμφανίζει το εθνοπρεπές σχήμα της συνέχειας.
Σαλπάροντας από το 1923, μεθοριακό σύνορο της περιοχής των άσπιλων και αμόλυντων εθνικών αγώνων, με προορισμό τα ναρκοπέδια της συλλογικής μνήμης που λέγονται «Μεσοπόλεμος» και «Δεκαετία 1940-1950», το όχημα της εθνικής υπερηφάνειας αρχίζει να μένει από καύσιμα. Στο δύσβατο για τη σχολική ιστορία έδαφος που σχηματίζουν οι προσχώσεις μεγάλων οικονομικών και κοινωνικών αλλαγών, το παραδοσιακό αφηγηματικό κομπολόι συντεθειμένο από εθνικούς ήρωες, πολεμικές δάφνες και φωτισμένους ηγέτες καταλήγει διάτρητο και ελλειμματικό. Εξαντλώντας τα όριά του, το αφήγημα καταστρατηγεί αναγκαστικά τη θεμελιώδη τομή παρόν/παρελθόν και επιστρατεύει νοηματικά σχήματα της επικαιρότητας: οι «πορείες», οι «απεργίες» και οι «διαδηλώσεις» δεν είναι έννοιες κλεισμένες στο χθες, είναι λέξεις επικίνδυνα οικείες σε ένα δωδεκάχρονο Ελληνόπουλο εν έτει 2013 και η χρήση τους –σκόπιμα– δεν ερμηνεύει την επικράτηση της αυταρχικής διακυβέρνησης του Μεταξά. Τη δικαιώνει αναδρομικά και διαχρονικά. Να θεωρήσουμε τον συνδυασμό της μικρής φωτογραφίας του δικτάτορα με την ίδιου μεγέθους φωτογραφία του πατέρα της αβασίλευτης δημοκρατίας Αλέξανδρου Παπαναστασίου στο χρονολόγιο της σελίδας 203, ως εικονιστική αντιπαραβολή των δύο «ακραίων» πολιτικών μορφών πολιτικής που συγκρούστηκαν στον Μεσοπόλεμο; Και αν ναι, πρόκειται για εικαστική ιστοριογραφική καινοτομία ή για έμμεση νομιμοποίηση του φασισμού ως μια «πολιτικής» επιλογής ανάμεσα σε πολλές;
Πουθενά η λέξη αντάρτης ή αντάρτικο
Φτάνουμε στην παραδοσιακά συγκρουσιακή ενότητα Αλβανικό Έπος-Γερμανική Επίθεση-Κατοχή και Αντίσταση-Εμφύλιος. Το κεφάλαιο 9 επιγράφεται «Μια δεκαετία αγώνων και θυσιών για την ελευθερία» και φιλοδοξεί να χωρέσει σε μία μόνο σελίδα την Κατοχή, την Αντίσταση και τον Εμφύλιο Πόλεμο. Η δεκαετία 1940-1950 είναι μια περίοδος ασύγκριτη με οποιαδήποτε άλλη στη νεότερη ελληνική ιστορία, σε ό,τι αφορά επιστημονικές έρευνες, βιβλιογραφικό όγκο, ακαδημαϊκές διαμάχες και δημόσιες αντιπαραθέσεις. Είναι μια μεγάλη δεξαμενή ιστορικών προβληματισμών και συλλογικής μνήμης η οποία τα τελευταία χρόνια διαχέεται ορμητικά στην ελληνική επικαιρότητα τροφοδοτώντας έντονα τον Τύπο, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, τη συνθηματολογία των κομμάτων, τα τηλεοπτικά πάνελ, τα γκράφιτι στους δρόμους της Αθήνας, την προπαγάνδα της Χρυσής Αυγής (και στα σχολεία), συγκρουσιακές συζητήσεις παππούδων, γονέων και γειτόνων κ.ο.κ. Παρ’ όλα αυτά, δεν υπάρχει στην εγκύκλιο παιδεία των Ελλήνων μαθητών. Λάμπει διά της απουσίας της από τη σχολική ύλη όλων των βαθμίδων με αποτέλεσμα ακόμα και φοιτητές της Φιλοσοφικής να δυσκολεύονται να προσδιορίσουν τι ακριβώς έγινε στην Ελλάδα ανάμεσα στο 1941 και το 1949, μονολογώντας και στον εαυτό τους «μα δεν ήταν στην ύλη αυτά!».
Το βιβλίο δεν υπερασπίζεται τον μαθητή απέναντι στην άγνοια, τη σύγχυση και την ιστορική αμετροέπεια στην οποία είναι με ποικίλους τρόπους εκτεθειμένος. Στο βιβλίο, η Αντίσταση εξαντλείται στα τέσσερα εδάφη ελάχιστης κοινής αποδοχής: Μανώλης Γλέζος, Απόστολος Σάντας, Γοργοπόταμος και γερμανικά αντίποινα. Μετά βίας 13 γραμμές κειμένου. Τέλος! Πουθενά μια τάξη μεγέθους. Πουθενά δεν αναφέρεται πως στην Κατοχή χάθηκαν 150.000 Έλληνες –εκ των οποίων οι μισοί ήταν Εβραίοι που χάθηκαν στα γερμανικά στρατόπεδα–, ενώ μαθαίνουμε πως η μεγαλύτερη αντιστασιακή οργάνωση και ταυτόχρονα ένα από τα μεγαλύτερα πολιτικά και κοινωνικά κινήματα της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας, το Ε.Α.Μ., ήταν δημιούργημα της «ηθικής και υλικής υποστήριξης της Βρετανίας» (σ. 213)! Πουθενά οι λέξεις αντάρτης ή αντάρτικο (ούτε και φωτογραφίες ανταρτών), πουθενά εικόνες Ελλήνων αντιστασιακών. Ο μαθητής της ΣΤ΄ Δημοτικού, έξοχα ενημερωμένος στο τέλος της χρονιάς για όλες τις μάχες της Ελληνικής Επανάστασης και άσος στο who is who των αγωνιστών του ’21, δεν θα συναντήσει πουθενά στο βιβλίο πρόσωπα αντίστοιχων αγωνιστών της Κατοχής. Το, κατά τα άλλα πλούσιο σε εικονογράφηση και προσωπογραφίες, βιβλίο δεν παραθέτει κανένα πορτρέτο από την Αντίσταση. Ο Άρης Βελουχιώτης, ο Ναπολέων Ζέρβας, ο Δημήτριος Ψαρρός, η Λέλα Καραγιάννη, ο Ιωάννης Τσιγάντες, ο Κώστας Περρίκος και τόσοι άλλοι επώνυμοι πρωταγωνιστές θυσιάζονται ομαδικά στην απρόσωπη, απολίτικη και ανώδυνη –αγγλιστί: dumb, deaf and blind– εκδοχή του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα (Ειρωνεία της (σχολικής) ιστορίας: στη σελίδα 217 τα παιδιά ερωτώνται ποια υπήρξε η έκταση της Αντίστασης των Ελλήνων κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου!).
Ο Εμφύλιος Πόλεμος ξορκίζεται λυρικά και μεταφυσικά ως «αδελφοκτονία» και μία εκτός τόπου και χρόνου αναφορά στο «Κ.Κ.Ε.» στο γλωσσάρι που επεξηγεί (από το πουθενά) τον όρο «Δημοκρατικός Στρατός» δεν αρκεί να σώσει ούτε τα προσχήματα. Οι προσεκτικοί θα παρατηρήσουν επίσης πως στη σελίδα 212 ένας ολοσέλιδος Γεώργιος Παπανδρέου υψώνει τη σημαία στην Ακρόπολη στις 18 Οκτωβρίου 1944. Είναι μια εμβληματική φωτογραφία, η οποία επισφραγίζει την υπόρρητη ιδεολογική ταυτότητα του βιβλίου. Πρόκειται για την «επίσημη» εκδοχή της ιστορικής πραγματικότητας, όπως κατασκευάστηκε και μας κληροδοτήθηκε από τους νικητές του Εμφυλίου και τους πολιτικούς τους επιγόνους: η σημαία του Παπανδρέου είναι το νήμα που κόπηκε κάπου στα χιονισμένα βουνά της Αλβανίας, και ξαναπιάστηκε από τους επαγγελματίες πολιτικούς, περίπου τις μέρες που έφευγαν οι Γερμανοί. Όσα διεμείφθησαν από το 1941 έως το 1945 και αργότερα, ανάμεσα στο 1946 και το 1949, δεν ήταν η αποφασιστική στιγμή για το κοινωνικό και πολιτικό μέλλον της χώρας αλλά ένα ατύχημα, μια εμπλοκή της ιστορίας. Έπειτα, έζησαν όλοι καλά κι εμείς καλύτερα. Αυτή είναι η αυτοεικόνα της Ελληνικής Δημοκρατίας για την πρόσφατη ιστορία και με αυτή διαπαιδαγωγείται η νέα γενιά των πολιτών της.
Ιδεολογικοποίηση ιστορικών γεγονότων
Όσοι χρεώνουν στο βιβλίο της ΣΤ΄ Δημοτικού παιδαγωγική ανεπάρκεια είναι εκτός θέματος. Οι συντάκτες του βιβλίου επιχειρούν συνειδητά να ιδεολογικοποιήσουν ευαίσθητα ιστορικά γεγονότα και φαινόμενα, συμπλέκοντας τα κβάντα ιστορικής γνώσης που προσφέρονται στους αυριανούς πολίτες με μια κυρίαρχη πολιτική ατζέντα. Είναι το χειρότερο είδος κομματικού παρεμβατισμού με ανυπολόγιστες συνέπειες σε μια κοινωνία πολωμένη, διχασμένη, η οποία βυθίζεται καθημερινά σε σύγχυση.
Ας προτρέξουμε το βασικό μας συμπέρασμα. Η περίοδος της οικονομικής κρίσης και των ραγδαίων πολιτικών ανακατατάξεων τις οποίες βιώνουμε, είναι ταυτόχρονα –για να δανειστούμε μια προσφιλή έκφραση του Πιερ Νορά– εποχή έκρηξης και κατακερματισμού της ιστορίας. Όταν αντιμετωπίζεις ένα ζοφερό μέλλον ζώντας σε ένα οδυνηρό παρόν, το παρελθόν μετατρέπεται σε ιδεατό πλαίσιο ασφάλειας και μοιραία εξιδανικεύεται. Το ζοφερό αυτό μέλλον είναι, είτε θέλουμε είτε όχι, το έδαφος όπου θα καρπίσει η εκπαίδευση της σημερινής νεολαίας. Οι πληροφορίες, οι εντυπώσεις και τα ερεθίσματα που αποκομίζει ο μαθητής για την ιστορία της χώρας του τελειώνοντας το δημοτικό δεν θα υποστασιοποιηθούν στο παρόν της εκμάθησης αλλά στο μέλλον μιας ενδεχόμενης έκφρασης ή αξιοποίησής τους. Θα κρυσταλλωθούν αργά και σταδιακά σε ιζήματα γνώσης λανθάνοντας ως σταθερές –μικρές ή μεγάλες– στη νοητική του συγκρότηση, μέχρι να εκβάλουν σε πολιτικές και κοινωνικές αντιλήψεις μιας ολοκληρωμένης προσωπικότητας, έχοντας διανύσει μια δαιδαλώδη διαδρομή μέσα από προσωπικά διαβάσματα, αναζητήσεις, απωθήσεις, ανακλήσεις, αδράνειες και την άδηλη ενημέρωση των Μ.Μ.Ε. και του Τύπου. Η ποιότητα της σχολικής διδασκαλίας της ιστορίας δεν κρίνεται ποτέ την ώρα του μαθήματος. Κρίνεται πάντοτε αναδρομικά, γι’ αυτό και την επικαλούμαστε καθυστερημένα. Συνήθως χρόνια αργότερα, μαζί με το σοκ των στατιστικών, πως στον 21ο αιώνα, οι πολιτικά σκεπτόμενοι και ευαίσθητοι πολίτες αυτής της χώρας παραμένουν ένα λιλιπούτειο νησάκι στο κέντρο μιας ρηχής εθνικοπατριωτικής λιμνοθάλασσας.
Ακόμα κι οι λιγότερο σχετικοί με την ακαδημαϊκή ή τη δημόσια εκδοχή της ιστορίας (ας μείνουμε πιστοί στην παραδοσιακή αντίστιξη) αντιλαμβάνονται πως ο εξακολουθητικός φαντασιακός ανασχηματισμός του ιστορικού παρελθόντος –τον οποίο περιγράψαμε πιο πάνω– δεν είναι ένας απλός δυσλειτουργικός εκπαιδευτικός μηχανισμός, αλλά ο βασικότερος παράγοντας ισχυροποίησης της συντηρητικής σκέψης στη χώρα.4 Εδώ και λίγα χρόνια, ο εθνοκεντρισμός που καλλιεργεί μονοπωλιακά το χωράφι της ελληνικής πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης, δεν γεννά πλέον χαριτωμένα μαργαριτάρια και σολοικισμούς αλλά αφιονισμένους συνωμοσιολόγους, παγιδευμένους σε σχηματικές ερμηνείες, με ένστικτα αντικοινοβουλευτικά και αντιστάσεις μειωμένες μπρος στη γοητεία του πολιτικού μηδενισμού.
Η ιστορία –της σχολικής συμπεριλαμβανομένης– αξίζει να βρίσκεται σε ανώτερο επίπεδο, σε σχέση με τις άλλες ιστορικές, παραϊστορικές και ψευδοϊστορικές αφηγήσεις που κατακλύζουν τον δημόσιο λόγο στο σήμερα. Ο παρεμβατικός ρόλος του ιστορικού αποκτά νόημα, μορφή και περιεχόμενο. Κανείς (μας) δεν μπορεί να διανοηθεί πως οι ιστορικές (μας) έρευνες θα συνεχίσουν να εξαντλούνται σε διατριβές, σεμινάρια, συμπόσια και workshops κεκλεισμένων των θυρών. Αυτό εδώ το κείμενο επικοινωνεί με εκατοντάδες άλλα, τα οποία γράφονται τον τελευταίο καιρό από ιστορικούς και τα οποία δεν αφορούν ακαδημαϊκές υποχρεώσεις ή επιστημονικές αναζητήσεις, αλλά συμπυκνώνουν αγωνίες για την τύχη όσων μάθαμε και εκτιμήσαμε στα πανεπιστημιακά έδρανα, και ηλεκτρίζουν ακόμα τα μυαλά, τα χέρια και τα πληκτρολόγιά μας. Τέτοια κείμενα πιθανόν επιβεβαιώνουν πως η ιστορία αφορά άμεσα και έντονα όλη την ελληνική κοινωνία, γεννώντας σεισμικές αλλαγές μπροστά στις οποίες κανείς μας δεν έχει ούτε το δικαίωμα ούτε την πολυτέλεια να κλείνει τα μάτια….
Αναδημοσίευση από το Εκτός Γραμμής .. Του Ιάσονα Χανδρινού .. http://parallhlografos.wordpress.com/