Daily Archives: Οκτωβρίου 29, 2013

Η Μάχη του Πέτα (εξαιρετικο κειμενο, που αποδεικνύει πως ο ανιστόρητος λαος ειναι καταδικασμένος)

germanoi-prospauoyn-na-anevasoun-mixani

Μετά από το «πατριωτικό» ξέσπασμα του κ. Μπαλτάκου , ιδεολογικού καθοδηγητή του Μεγάρου, ήταν αναπόφευκτο να έρθουν στο νού μου κάποιες από τις ηρωϊκές στιγμές του ΄21 που έγιναν γνωστές , όχι δυστυχώς από τα σχολικά βιβλία, κάποια τέτοια γεγονότα αποκρύβονται επιμελώς, αλλά από προσωπικό διάβασμα και μελέτη.
Ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος λοιπόν, γνωστός ως «τεσσαρομάτης» αφού εξόντωσε τον ανθό της επανάστασης, φυλακίζοντας τον Κολοκοτρώνη, παραμερίζοντας τον Καραϊσκάκη, τον Πλαπούτα και πολλούς άλλους αγωνιστές, αποφάσισε να ορίσει εαυτόν αρχιστράτηγο και να ηγηθεί προσωπικά στην προσπάθεια απελευθέρωσης της Ηπείρου, για να συνδέσει το όνομά του με μια τεράστια νίκη.
Ορισε μάλιστα, μιας και ο ίδιος ήταν άκαπνος , γενικό διοικητή του στρατεύματος τον Γερμανό Νόρμαν ( ο Νόρμαν για να μην
υπάρξουν παρεξηγήσεις ήταν γνήσιος φιλέλληνας και αγωνιστής και δεν έχει καμμιά σχέση με τους σημερινούς γερμανούς σωτήρες)
Το αποτέλεσμα της μάχης είναι γνωστό. Πανωλεθρία!! Στην οποία μάλιστα εκτός από ελληνες αγωνιστές της ελευθερίας χάθηκε και ένας μεγάλος αριθμός φιλελλήνων από ολόκληρη την Ευρώπη.
Πριν την εκστρατεία, ο άρρωστος και απομονωμένος στο μοναστήρι του Προυσσού, Γεώργιος Καραϊσκάκης , μίλησε με αντιπροσωπεία ελλήνων αγωνιστών που τον επισκέφθηκαν για να του ζητήσουν να συμμετέχει στην εκστρατεία και τους απήυθυνε τα παρακάτω λόγια, τα οποία αφιερώνω στους φίλους μου «Μοϊκανούς» της πάλαι ποτέ Νέας Δημοκρατίας :
« Ποιά Κυβέρνησις, καπετάν Νότη; Το τζογλάνι του Ρειζ εφέντη, ο τεσσαρομάτης; Ποιοί τον έκαναν Κυβέρνηση; Εγω κι άλλοι δεν τον γωνρίζομεν! Ή σύναξεν δέκα ανόητους και τον υπέγραψαν διά της ιδιοτέλειάς των;
Ιδού ποιοι τον υπέγραψαν
Πρώτον εσύ όπου όλα τα πράγματα θέλεις να έρχονται με το ζουρνά
ο Σκαλτζάς όπυ δεν είναι άλλο παρά καμπάνα μπαγκ-μπαγκ,
ο Μακρής ο μακρολαίμης όπου το κεφάλι ηξούρει μόνο να ταράζει,
ο Μήντζιος ο Κοντογιάννης όπου αν ήταν γυναίκα δεν εχόρτανε με 80.000 φορές την ώρα,
ο ξυνόγαλος ο Γιώργος Τσιόγκας όπου στραβώνει τα χείλια του με το τζιμπούκι και δεν ηξεύρει τι του γίνεται και ο αδελφός μου ο Στουρνάρης ο ψεύτης .
Δεν τον υπέγραψε ο μπούντζος μου και να δω την εκστρατεία σας!»

Δυστυχώς ο γιός της καλογριάς, « ο μούλος» , « ο γύφτος» , δικαιωθηκε!

Τα μετά από τη μάχη του Πέτα είναι γνωστά. Ούτε η ανεξαρτησία ούτε το κοινωνικό περιεχόμενο του ΄21 ολοκληρώθηκαν.
Η απόγνωση οδήγησε πολλούς στα βουνά. Ληστές για την επίσημη πολιτεία , λαϊκοί ήρωες για τον απλό λαό.
Ενα απόσπασμα από τα λόγια του «λήσταρχου» λαϊκου ήρωα του 1866 στη Φθιώτιδα , Μήτρου Λαφαζάνη , αρκεί:
« Κανείς από εμάς δεν εφόνευσε , ή επλήγωσε κανένα ασυνείδητο άνθρωπο.
Ενω εσείς σκοτώσατε τόσους ανθρώπους , εδυστυχήσατε τόσας οικογένειας και εφονεύσατε το έθνος με μεγάλα χρέη , τα οποία δεν θα ημπορέσσει να πληρώσει ποτέ.
Και όμως σεις κάθεστε σαν καλοί νοικοκυραίοι και απολαμβάνετε όλα τα αγαθα, ενω εμάς μας έφεραν στην ανάγκη να γίνωμεν ληστές, να τρέχωμεν τα βουνά για να γλυτώσωμεν την λαιμητόμον και να αποθάνωμεν ως άνδρες.»

Γιώτης Γουλινάς   olympiada

 

ΛΑΓΟΣ ΤΩΝ ΑΜΕΡΙΚΑΝΩΝ; Για ποιους καθαρίζει ο πληθωρικός πολιτικός με τους ισχυρούς φίλους;

germanoi-prospauoyn-na-anevasoun-mixani

Υπενθυμίζοντας απλά ότι κέντρο Υποκλοπών επί ελληνικού εδάφους δεν είχε στηθεί μόνο στην Αμερικανική Πρεσβεία στην Αθήνα, σας καλούμε να διαβάσετε το ενδιαφέρον κείμενο που ακολουθεί και αναρτήθηκε στην ιστοσελίδα του Μιχάλη Ιγνατίου.

Μπαράζ αντιδράσεων, εντός και εκτός συνόρων, προκαλούν οι δηλώσεις του Θεόδωρου Πάγκαλου ότι επί των ημερών του στο υπουργείο Εξωτερικών η ΕΥΠ παρακολουθούσε τους Αμερικανούς πρέσβεις στην Αθήνα και στην Άγκυρα μετέδωσε το Mega στο βραδυνό του δελτίο.

Με ανακοίνωσή του ο Σίμος Κεδίκογλου εξέφρασε τη δυσαρέσκεια της κυβέρνησης, ξεκαθαρίζοντας πως η ΕΥΠ λειτουργεί μέσα στα πλαίσια που ορίζει το Σύνταγμα σεβόμενη φίλους και συμμάχους, ενώ αιχμηρά πυρά εκτόξευσαν ΣΥΡΙΖΑ και Ανεξάρτητοι Έλληνες.

Οι δηλώσεις Πάγκαλου έγιναν την ώρα που το σκάνδαλο των παρακολουθήσεων από τις αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες και οι συνεχείς αποκαλύψεις -με τελευταίες αυτές του “Spiegel” για “κοριούς” στις πρεσβείες των ΗΠΑ σε 19 ευρωπαϊκές χώρες- συγκλονίζουν όλο τον κόσμο και φέρνουν την Ελλάδα σε δύσκολη θέση καθώς κινδυνεύει να βγει… απολογούμενη την ώρα που όλες οι χώρες ζητούν εξηγήσεις από τις ΗΠΑ.

Σύμφωνα με την ανταπόκριση του Μιχάλη Ιγνατίου, μάλιστα, η χώρα μας είναι ένα από τα πιο σημαντικά κέντρα παρακολούθησης και ανάλυσης πληροφοριών και συνομιλιών για όλη την Ευρώπη και όχι μόνο για την Ελλάδα, όπου φέρονται να παρακολουθούνται πολιτικοί, διπλωμάτες, επιχειρηματίες, στρατιωτικοί, δημοσιογράφοι, ενδεχομένως και χιλιάδες Έλληνες πολίτες.

Είναι χαρακτηριστικό, όπως μεταδίδει ο Μιχάλης Ιγνατίου, ότι οι Αμερικανοί δείχνουν να βάζουν στην… ίδια ζυγαριά τη δική τους κατασκοπευτική δραστηριότητα με τα… αστεία του κ. Πάγκαλου, αφού όταν ερωτώνται για τις παρακολουθήσεις παραπέμπουν στην ελληνική κυβέρνηση για τις λεπτομέρειες των προγραμμάτων των μυστικών της υπηρεσιών.

Στο ερώτημα για το δημοσίευμα του “Spiegel”, αξιωματούχος του State Department αρνήθηκε κάθε σχόλιο για τις δραστηριότητες των μυστικών υπηρεσιών στην Ελλάδα, λέγοντας ότι τέτοια θέματα δεν συζητώνται δημόσια, αλλά είπε ότι ξεκίνησε η επιθεώρηση των προγραμμάτων παρακολούθησης.

Την ίδια ώρα, τα όσα είπε ο Θεόδωρος Πάγκαλος κάνουν το γύρο του κόσμου με τηλεγραφήματα των ειδησεογραφικών πρακτορείων και αναφορές σε αμερικανικά αλλά και τουρκικά μέσα.

Με τηλεγράφημά του, το Assosiated Press μεταδίδει ότι ο πρώην υπουργός Εξωτερικών της Ελλάδας αποκαλύπτει ότι κατασκόπευε τις τηλεφωνικές συνομιλίες των Αμερικανών πρεσβευτών σε Αθήνα και Άγκυρα. Τον Θεόδωρο Πάγκαλο σπεύδουν να σχολιάσουν και οι Τούρκοι.

Η εφημερίδα “Hurriyet” γράφει πως σύμφωνα με αυτά που λέει ο Έλληνας πρώην υπουργός Εξωτερικων οι Αμερικανοί δεν ήταν οι μόνοι που “κρυφάκουγαν” ξένους διπλωμάτες.

Επίσης, η αμερικανική εφημερίδα “Washington Post” αναφέρεται στις αποκαλύψεις Πάγκαλου και σημειώνει πως δεν έδωσε συγκεκριμένο χρονικό διάστημα για αυτές τις υποκλοπές Aμερικανών πρεσβευτών, αλλά επισημαίνει ότι σύμφωνα με τα λεγόμενά του ο πρώην υπουργός Eξωτερικών δεν έμαθε τίποτα αξιοσημείωτο από αυτές.

http://mignatiou.com/?p=14993#ixzz2j8qyhh79 … http://kourdistoportocali.com

Μια νύχτα στο Μαραί

germanoi-prospauoyn-na-anevasoun-mixani

Διήγημα

Το όνομα της περιοχής, μου είπε η κολλητή μου, σημαίνει βάλτος. Εδώ πρωτοχτίστηκε το Παρίσι. Είναι κι ένα παλιό σπίτι, το πιο παλιό σπίτι της πρωτεύουσας – έμενε εκεί κάποιος αλχημιστής. Το λένε βάλτο, γιατί παλιά, στην αρχαιότητα, το Παρίσι ήταν νησάκι, Λουτετία το λέγανε, το θυμάμαι αμυδρά και σε κάποια περιπέτεια του Αστερίξ.

Μ’ αρέσει εδώ στον βάλτο. Η πόλη του Φωτός είναι πολύ μεγάλη για τα γούστα μου, πρώτη φορά, κι ομολογώ ότι τρόμαξα. Πολλά αγάλματα, πολύ χρυσάφι, πολλή παλιατζούρα. Λίγο τρομαχτικό, να ζεις σ’ ένα τέτοιο ζωντανό μουσείο. Αλλά εδώ είναι ωραία, πιο μικρό κι ανθρώπινο, οι δρόμοι πιο φιλικοί στον χρήστη. Αν και παλιό, το Μαραί έχει κάτι το απίστευτα νέο στην ανάσα του – πολλή πιτσιρικαρία, όλων των ειδών και των χρωμάτων. Η κολλητή μου λέει ότι εδώ είναι το παρισινό ροζ χωριό. Ευνόητο το γιατί κι εγώ αν ήμουν αδελφή εδώ θα ήθελα να μένω.

Πολλά μαγαζάκια, πολλά καφέ, πολλά μπαράκια, κι οι άνθρωποι απίστευτα φιλικοί. Εγώ, για να είμαι ειλικρινής, τις φοβόμουνα πάντα τις αδελφές, νόμιζα ότι σαν γυναίκα θα ήταν φυσιολογικό να με μισούν και να μ’ ανταγωνίζονται. Μαλακία μου, αλλά κάπως έτσι μου καλούπωσαν το μυαλό γονείς, σχολείο και γνωστοί. Δεν είμαι και κανά τέρας μόρφωσης, κι όλα αυτά με τα ίσα δικαιώματα και τους γάμους και τις παρελάσεις με αγριεύαν λίγο – σκέψου να γίνονταν χύμα τα πράγματα και να μου πιάναν τον κώλο στο δρόμο οι λεσβίες. Τρόμος. Αλλά εδώ πέρα κούλαρα.

Σταμάτησα μετά τη δεύτερη μέρα να κοιτάω τ’ αγοράκια που πιάνονταν χέρι-χέρι στον δρόμο, τα κοριτσάκια που φιλιόντουσαν με γλώσσα. Επιπλέον, κανείς δε μου την έπεφτε. Ίσα-ίσα – το αδελφάτο του Μαραί μου φέρθηκε με το γάντι. Ποτέ δεν είχα ξαναδεί τόσο ευγενικούς υπαλλήλους σε μαγαζιά, τόσο καλοαναθρεμμένα γκαρσόνια. Επειδή έχω δουλέψει κι εγώ κάμποσα καλοκαίρια γκαρσόνα στην Αντίπαρο, ένιωσα μια σαν ντροπή που με είχαν με το σεις και με το σας, κι ας μη μιλάω γρι γαλλικά – εγώ σε σύγκριση μαζί τους ήμουνα μεγάλη γαϊδούρα με τους πελάτες. Μέχρι κι η φουρνάρισσα που ’χει μαγαζί κάτω απ’ το ξενοδοχείο μας, μια νταλίκα τριαξονική, μαλάκα, που τη βλέπεις και σκιάζεσαι, είναι το άκρον άωτον της ευγένειας΄ μάλιστα σήμερα, που μ’ έβλεπε για πέμπτη μέρα σερί, με κέρασε κι ένα τρίτο κρουασάν τζάμπα. Πού τέτοια στην Ελλάδα.

Ευτυχώς η κολλητή μου είναι σαν τα μούτρα μου – αλλιώς τι κολλητές θα ’μασταν; – και δε γουστάρει τώρα να τραβιέται σε μουσεία κι εκκλησίες και τέτοια. Την πρώτη μέρα μόνο πήραμε ένα λεωφορείο που περνάει απ’ όλα τα αξιοθέατα του Παρισιού, βγάλαμε και κάτι φωτό να μη λέμε ότι δεν τα είδαμε, κι απ’ τη δεύτερη μέρα την πέφτουμε συνέχεια στο Μαραί και σαπίζουμε. Πρωινό καφεδάκι, ντερλίκωμα, αραλίκι, καμιά βόλτα στα μαγαζιά (έχει γαμάτα ρουχαλάκια το μέρος, κι όχι μόνο φίρμες να μην πλησιάζονται), μετά μπεκρούλιασμα μεσημεριανό… Τέλειο είναι αυτό, ρε πούστη, με τους Γάλλους, που πλακώνονται στα κρασιά ντάλα μεσημέρι. Μετά πάμε και ρίχνουμε κανάν ύπνο μεσημεριανό να στρώσουμε, και στα καπάκια δεύτερο καφέ, φαΐ, και μετά αρχίζει το ξενύχτι. Εγώ να πω την αλήθεια φοβόμουνα μήπως οι άνθρωποι, Ευρωπαίοι και καλά, ήταν κρυόκωλοι, και πέφταν για ύπνο απ’ τις οχτώ. Μου ’χε πει κι η ξαδέρφη μου που σπούδασε Λονδίνο ότι τα βράδια κοιμόταν με τις κότες κι είχα ψιλο-ξενερώσει. Αλλά το Παρίσι είναι άλλη φάση. Δηλαδή δεν ξέρω για την πόλη γενικά τι γίνεται, γιατί σου λέω δεν ξεμυτίζουμε και καθόλου, αλλά στο Μαραί, μαλάκα, δε βάζουν κώλο κάτω, μέχρι τις πέντε το πρωί γυρνάμε, κάθε βράδυ πίτα. Γαμάτα.

Και δοκιμάζω και καινούρια πράματα, που αυτή είναι όλη η υπόθεση άμα πας εξωτερικό, να δοκιμάζεις. Ιδίως με το φαΐ. Την πρώτη μέρα είχαμε πάει σ’ ένα εστιατόριο εδώ κοντά, τα μπιστρό που λένε, κι είχα παραγγείλει τσάτρα-πάτρα ένα κρεατικό, μπριζόλα τώρα, φιλέτο, δεν είχα καταλάβει, και περνάει ένα τέταρτο και μου φέρνει ο σερβιτόρος ένα πράμα να κολυμπάει στο αίμα, το ’δα κι έπαθα ζημιά. Ήταν κι ευγενέστατο το παιδάκι (και κουκλί, αν και κουνιστό), με βλέπει που ’χα φάει φρίκη και με ρωτάει άμα θέλω να τ’ αλλάξω, αλλά εγώ ντράπηκα κι είπα όχι. Και κόβω μια μπουκιά κι είναι τώρα, μαλάκα, το κρέας το άψητο λουκούμι, να τρώει η μάνα και του παιδιού να μη δίνει, το ’σκισα μιλάμε το φιλετάκι. Και κάθε μέρα τώρα τέτοιο τρώω, ωμό. Αφού και στην Ελλάδα άμα γυρίσουμε, θα βάζω τη μάνα μου να μου το φτιάχνει με το αίμα.

Αλλά το πιο γαμάτο απ’ όλα εδώ είναι το χυμαδιό με το τσιγάρο και το κάπνισμα. Έτσι που ’χει φρίξει το σύμπαν, κι άκουγα που Ιταλία κι Αμερική πια σου γαμάνε τη μάνα έτσι και πας ν’ ανάψεις σε μαγαζί, φοβόμουν ότι και στο Παρίσι θα τρώγαμε πόρτα που καπνίζουμε εγώ κι η κολλητή μου. Ναι, καλά… Μιλάμε εδώ ο κόσμος είναι σαν παλαβός, δε βλέπεις άνθρωπο άκαπνο, όλοι με το τσιγάρο στο στόμα είναι. Και στα μαγαζιά, και στα ρουχάδικα, μέχρι στο βιβλιοπωλείο που μπήκαμε επειδή η κολλητή μου είδε κάτι πόστερ για πούστηδες με γυμνούς, μέχρι κι εκεί μέσα άναψα και δε μου την είπε κανείς. Κι είναι ιδίως ένα γωνιακό καφέ, καμιά εκατοστή μέτρα απ’ το ξενοδοχείο, που πάμε και την πέφτουμε, το οποίο όχι μόνο είναι τίγκα στην τσιγαρίλα αφού καπνίζει το σύμπαν, αλλά έχουνε και μια μεγάλη ταμπέλα στην πόρτα που λέει: «Επιτρέπεται η είσοδος και σε μη καπνιστές». Μαλάκα, το ’δαμε και μείναμε – πολύ γέλιο τα άτομα. Κι επειδή είναι και κοντά εκεί τραβιόμαστε συνέχεια, πρωί-μεσημέρι-βράδυ, τους κάναμε πλούσιους.

Για να λέω όμως και του στραβού το δίκιο, σ’ αυτό το μέρος δεν πάμε μόνο επειδή μας αφήνουν να καπνίζουμε – σ’ όλα η ίδια φάση ισχύει. Άλλος είναι ο λόγος. Είναι που λες στο μαγαζί γενικός δερβέναγας ένας τύπος, που σκάει μύτη κάθε πρωί και τη στήνει κοντά στο μπαρ, και πιάνει κουβέντα με τους πελάτες, έρχεται και σε ρωτάει π.χ. άμα είναι όλα καλά, κι έχει και λακριντί με τους σερβιτόρους και τσεκάρει το ταμείο, τέτοια φάση. Τώρα δικό του είναι το μαγαζί, μάνατζερ είναι, θα σε γελάσω. Αλλά είναι μιλάμε το παιδί και γαμώ τα τυπάκια, μπισκοτολούκουμο, που τον είδαμε πρώτη μέρα με την κολλητή και φάγαμε ήττα. Κοντέψαμε να τσακωθούμε ποια τον είδε πρώτη, τέτοιο γκομενάκι ο τύπος. Μελαμψός, κοντούλης σχετικά αλλά με το νεύρο, ξες, κι όχι φουσκωτός απ’ τα γυμναστήρια όπως ο κόσμος ο πολύς που συχνάζει εδώ. Με κάτι ματάρες γαλάζιες να σε κοιτάει και να παθαίνεις πλάκα. Και κάθε μέρα έρχεται σε κάποια φάση απ’ το τραπέζι μας, έχει κόψει φαίνεται ο άνθρωπος ότι αφήνουμε παρά, και μας ρωτάει πώς περνάμε, πώς μας φαίνεται το Παρίσι, τέτοια. Τα λέει κι αγγλικά και καταλαβαίνουμε κομμάτι, κι είναι, μαλάκα, καύλα ν’ ακούς τώρα το τυπάκι που ’ναι θεός πώς το μιλάει το αγγλικό με γαλλική προφορά. Καπνίζει κι αυτός συνέχεια, Ζιτάν, αυτά τα άφιλτρα τα στούκας που κάνεις ένα και παθαίνεις αμυγδαλές, φοράει και κάτι μαύρα πουκάμισα στενά – γάμα τα, κόλαση το παιδί. Μόνο που εντάξει, παρ’ όλο που ξελιγωνόμαστε, δεν είναι τώρα να του την πέσεις στο άσχετο, όχι τίποτα άλλο, αλλά είναι και ψιλο-πουστράδικο το μαγαζί. Κι οι σερβιτόροι όλοι αδελφές, κι η πελατεία γενικά σχετική, όχι ότι τρέχει τίποτα, βλέπεις και στρέιτ ζευγαράκια, και γκόμενες, να, εμείς πώς πάμε, αλλά τώρα και το παλικάρι ο μάνατζερ σαν να κουνιέται λίγο, μάλλον σχετικό θα ’ναι κι αυτό. Οπότε δε λέει, και να εκτεθείς στον ξένο άνθρωπο τώρα και να σου βγει στο τέλος συκιά, μεγάλη ξενέρα. Καλύτερα σκέτο μπανιστήρι.
Έτσι έλεγα, δηλαδή. Μέχρι απόψε. Τι φάση κι αυτή, μαλάκα, το σκέφτομαι και δεν το πιστεύω. Σαν όνειρο. Είναι τώρα εδώ στη Γαλλία μια μυστήρια κατάσταση με τα τσιγάρα. Γιατί απ’ τη μια καπνίζει το σύμπαν, αλλά απ’ την άλλη δε βρίσκεις παντού τσιγάρα, όπως στην Ελλάδα. Τα περίπτερα π.χ., που πουλάνε εφημερίδες, περιοδικά και τέτοια, δεν έχουν. Τσιγάρα βρίσκεις μόνο σε κάτι μαγαζάκια που τα λένε ταμπά, που ’χουν φαίνεται ειδική άδεια, κι είναι το μισό συνήθως μπαράκι ή καφέ, κι έχει έναν πάγκο με ταμείο που πας κι αγοράζεις. Και το βράδυ άμα κλείσουν τα μαγαζιά είναι γάμησέ τα κατάσταση, πρέπει να περπατήσεις κάνα-δυο χιλιόμετρα μέχρι να βρεις διανυκτερεύον να βολευτείς. Κι εμείς οι μαλακισμένες βλέπεις όταν ήμασταν στ’ αεροδρόμιο μας έπιασαν οι σφιχτοχεριές και δεν είχαμε πάρει καμιά κούτα παραπάνω, και στην τρίτη μέρα πάνω ξεμείναμε. Πίκρα… κι είναι και δύο ευρώ ακριβότερα τα πούστικα και δεν καπνίζονται, άλλα καπνά θα ’χουν φαίνεται, στο πρώτο πακέτο μας έπιασε ένας βήχας, μας γάμησε. Αλλά και τι να κάνεις.

Και χθες το βράδυ που λες, μπεκρουλιάζαμε πάλι μέχρι τις τέσσερις κι είχε τελειώσει το πακέτο μου, κι η κολλητή κάπου άφησε το δικό της και δεν το ’βρισκε, κι επειδή τώρα δε γίνεται να σηκωθείς το πρωί με την ντάγκλα και να μην έχεις τσιγάρο να κάνεις με τον καφέ σου, το ρίξαμε κορώνα-γράμματα κι έπεσε σε μένα να τρέχω νυχτιάτικα να ψάχνω για ταμπά. Ήμουνα και μες στη σούρα, γάμησέ με, είχε βγάλει και κρύο, κι άντε τώρα να βρεις ποιο ταμπά είναι ανοιχτό τέσσερις το πρωί άμα δεν μπορείς να συνεννοηθείς και με τους περαστικούς.

Περνάω ένα μουσείο μυστήριο με κάτι πολύχρωμους σωλήνες απ’ έξω, σαν πλεϊμομπίλ, χώνομαι σε κάτι πεζόδρομους, ευτυχώς είχα και το κινητό, άμα χαθώ να πάρω την κολλητή να δει τον χάρτη, να μου πει πώς να γυρίσω. Και για καλή μου τύχη, βλέπω σ’ ένα σοκάκι ένα γυράδικο ανοιχτό – έχουν και στο Παρίσι σουβλάκια, αλλά αλλιώτικα – κι απέναντι ακριβώς ένα τσούρμο νοματαίοι που περιμέναν στη σειρά. Άμα βλέπεις τώρα νυχτιάτικα ουρά εδώ πέρα, σίγουρα για τσιγάρα είναι. Τρέχω κι εγώ, χώνομαι στο τσούρμο, και να ’χω χαρμανιάσει απ’ τη μια, μισή ώρα χωρίς τσιγάρο, κι απ’ την άλλη να ’χει ένα πουτσόκρυο, που τουρτούριζα. Χτυπάγανε τα δόντια μου. Είναι τώρα που λες ένας τύπος μπροστά μου μ’ ένα μακρύ μαύρο παλτό, που περιμένει να μπει κι αυτός και καπνίζει, και μιλάμε να ’χω φάει φρίκη, ήθελα να του κλέψω το παλτό και τα τσιγάρα, είχα λαλήσει. Οπότε λέω, δε γαμιέται, η μισή ντροπή δική του, και του χτυπάω τον ώμο, να του κλέψω κανά τσιγαράκι έστω, μπας και ζεστοκοπηθώ. Και γυρνάει, μαλάκα, κι είναι ο τύπος απ’ το καφέ, και να δεις που με θυμήθηκε. Κι άκου να δεις τώρα ο άνθρωπος, όχι μόνο μου δίνει τσιγάρο, αλλά βλέπει κιόλας που είμαι με το τιραντάκι και ξεπαγιάζω, και βγάζει και μου δίνει το παλτό του. Εγώ είχα μείνει, μιλάμε, τέτοιο πράμα δε μου ’χε ξανατύχει, αφού στην αρχή πήγα να πω όχι, αλλά ο τύπος ιππότης κανονικός, μου το φόρεσε με το ζόρι, και μου σκάει κι ένα χαμόγελο που λιώσανε τα γόνατά μου. Όχι, για να μάθω η μαλακισμένη να λέω άλλη φορά για αδελφές, τύφλα να ’χουν οι στρέιτ στην Αθήνα, που δε σου δίνουν όχι παλτό άμα σε δουν να κρυώνεις, ούτε καπότα μεταχειρισμένη. Μπαίνουμε με τα πολλά μέσα, παίρνουμε τα τσιγάρα μας, αλλά εγώ ένιωθα άσχημα τώρα με τον ξένο άνθρωπο, να γυρίζει μες στη νύχτα με το πουκαμισάκι επειδή εγώ η χαζή δεν είχα πάρει μια ζακέτα. Του το λέω, λοιπόν, καθώς βγαίνουμε, και μου λέει – απ’ όσο κατάλαβα, γιατί και τ’ αγγλικά μου μη φανταστείς, του κώλου είναι – μου λέει λοιπόν να μη στεναχωριέμαι, θα πάμε μαζί παρεούλα μέχρι το μαγαζί του, και του το δίνω εκεί. Λέω κι εγώ γιατί όχι, είναι κι από ’κει μισό λεπτό δρόμος το ξενοδοχείο, δε θα χαθώ κιόλας.

Κόντευε πέντε όταν φτάσαμε στο μπαράκι, κι είχε αδειάσει. Τα τραπεζάκια τα ’χαν βάλει όλα μέσα, μόνο ένα τυπάκι νέγρος ήταν, που έκλεινε ταμείο. Μπαίνω μέσα, ωραία ζέστη έκανε, κι ο γαλανομάτης πάει και του λέει του τυπά κάτι κι αυτός φεύγει. Και κλείνει και την πόρτα. Κι έχουμε μείνει τώρα, μαλάκα, εγώ κι αυτός μόνοι μας μες στο μαγαζί το άδειο, κι εγώ απ’ τη μια να ’χω πάθει την πλάκα μου, χτύπαγε η καρδιά μου λες κι ήμουν δεκάξι χρονώ, απ’ την άλλη είχα ψιλοχεστεί κιόλας, γιατί δεν ξες ποτέ, κοντός-κοντός, αλλά είχε κάτι μπράτσα μέσα απ’ το πουκάμισο, που λέω, θες να γίνει καμιά στραβή και να ψαχνόμαστε;
Αλλά ο τύπος δεν ήταν ιππότης μόνο με τα παλτά. Γιατί μόλις καθόμαστε σ’ ένα τραπεζάκι και μου βάζει ένα σφηνάκι βότκα να ζεστοκοπηθώ, μου πιάνει το χέρι και μου το φιλάει. Μα την Παναγία. Που δε μου ’χει φιλήσει γκόμενος το χέρι ποτέ. Τα ’χασα. Και σκύβει ο τύπος και με φιλάει και στον αγκώνα, και στο μπράτσο, και στον ώμο, και στον λαιμό, εγώ τώρα να ’χω κλείσει τα μάτια κι από μέσα να ’μαι έτοιμη να την κάνω, και να μη στα πολυλογώ βρισκόμαστε ξαφνικά οι καλοί σου ξημερώματα στο πάτωμα του μαγαζιού, να γλωσσοφιλιόμαστε κι εγώ από πάνω του να του ξεκουμπώνω το πουκάμισο. Ούτε η πόρτα δεν ήξερα αν ήταν κλειδωμένη, αλλά δε μ’ ένοιαζε κιόλας, είχα χάσει την μπάλα.

Γι’ αυτό δεν πρέπει να λες μεγάλη κουβέντα. Δεν έμαθα ποτέ αν ο τύπος το πάει το γράμμα, κι ούτε μ’ ενδιαφέρει να σου πω. Εγώ ξέρω ότι αυτό το ταξίδι δε θα το ξεχάσω ποτέ. Φεύγοντας του ’κλεψα και το πακέτο με τα άφιλτρα, και κάνω πότε-πότε κανένα και τον σκέφτομαι, έτσι γυμνό από κάτω μου, να με κοιτάει και τα μάτια του να ’ναι μπλε σαν το πακέτο. Και θέλω να ξαναπάω στο Παρίσι να τον βρω.
Του χρωστάω ένα τσιγάρο, για το μετά..   http://www.protagon.gr