Monthly Archives: Μαΐου 2014

ΤΟ ΠΙΤΣΙΡΙΚΙ ΓΡΑΦΕΙ … έζησε λαθραία και διάλεξε να πληγωθεί

είμαι στην οδό Θεσσαλονίκης . Αθήνα . άραγε να είναι ευτυχισμένοι σε αυτά τα σπίτια οι άνθρωποι;
πάντα θέλω να γυρνάω πίσω σε αναμνήσεις.δεν προχωράς. φαντάσου να μουν στην οδό Αθήνας στην Θεσσαλονίκη! Πως δεν προχωράω, δεν βλέπεις που έφτασα! όχι με το μυαλό. με τα πόδια; με τη ζωή.την αγαπώ την Αθήνα. Μεγαλώνω μαζί της. Γράφει στο δέρμα μου, αλλά η πρώτη μου ρυτίδα, σε Κείνη δε θα φαίνεται.με ένα στυλό και μια εφημερίδα, γράφω στο κείμενο. μήπως εννοείς ΤΟ κείμενο; όχι,εννοώ στο κείμενο.και αυτό που γράφεις, τι είναι; αποσιωπητικά …η αλήθεια είναι, ότι απέφευγε να βάζει τελείες. προτιμούσε τα αποσιωπητικά…αυτές τις τρεις τελίτσες μαζί…δεν της άρεσε να βάζει τέλος. της φαινόταν άχαρο ωμό απότομο. μακάρι να μπορούσε να μην βάζει καθόλου σημεία στίξης. ας έβρισκε ο καθείς μόνος του και όπως του άρεσε που θα έβαζε τον τόνο του, πως θα χρωμάτιζε τις λέξεις και που θα έπαιρνε την ανάσα του. ποια ήταν εκείνη που θα επέβαλε το κείμενο; αφού με την ανάγνωση θα γράφονταν ξανά χιλιάδες νέα κείμενα…έτσι προτιμούσε να βάζει τις τελείες στη μέση της πρότασης και να αρχίζει με μικρό την επόμενη λέξη… άνοιξε το πακέτο με τα πουράκια… ήθελε τα πράγματα να τα νιώθει απαλά μέσα της…και η τελεία για εκείνη ήταν κάτι βίαιο, δεν χωρούσε αμφιβολία για αυτό…έκανε το πουράκι της αργά και το άφηνε να καπνίζει και εκείνο. δεν είχε εξάρτηση από τον καπνό. περισσότερο της άρεσε η κίνηση η αίσθηση και η γεύση. ήταν αποφόρτιση για εκείνη. το χρειαζόταν μετά την άχρηστη τελεία που αναγκάστηκε να βάλει…έβλεπε τα ποδήλατα μπροστά της να περνούν το ένα μετά το άλλο και θυμήθηκε την παλιά της αγάπη…σ’ αυτό το σημείο είναι που μουτζούρωσε άτακτα την τελεία και έγραψε τρία αποσιωπητικά. αγχώθηκε εκεί και κάπνισε σαν φουγάρο το μισοτελειωμένο πουράκι της. αυτή τη φορά το τρένο που πέρασε διέκοψε βίαια την ησυχία της και την έκανε να πεταχτεί απότομα από το παγκάκι. μάζεψε τα πράγματά της, τα στρίμωξε όπως όπως στη μεγάλη λουλουδάτη τσάντα της, άρπαξε τον καφέ που της χύθηκε στα ακροδάχτυλα και έφυγε τρέχοντας…μα καλά που πας έτσι; ξέχασες το κείμενό σου. κράτα το. διόρθωσε τα λάθη και βάλε και την τελεία φώναζε, καθώς απομακρυνόταν από την βομβαρδισμένη με αποσιωπητικά περιοχή. κρατούσε μόνο τον χυμένο καφέ και το σβησμένο πουράκι της. Στον σταθμό, μπήκε σε λάθος βαγόνι δίχως να διαλέξει. Έγραψε «Β» αντί για «Μπ» και τελικά έζησε λαθραία και διάλεξε να πληγωθεί χωρίς επιλογή. πολύ βιαστική και πληγωμένη ιστορία. πρέπει να σε κλείσω τώρα. αντίο. τα λέμε…Βρίσκομαι στο Μεταξουργείο. Φευγαλέα σκέφτομαι να πάρω το τρένο και να φτάσω στον προορισμό μου, για ένα τόσο δα ταξίδι. μη μου στερήσεις το ταξίδι, ακούς…ποτέ. άραγε μπορούμε να ξαναερωτευτούμε; αν πάψουμε να είμαστε ερωτευμένοι.  ο θάνατος απλώνει τα φτερά του κάθε φορά που φεύγεις μακριά γιατί δεν πίστεψες λίγο και μένα; τόσο όσο σε πίστεψα και εγώ.  Περπατώ και πέφτω πάνω σε μια στοίβα-όνειρα-σκουπίδια. Διάφορα πανομοιότυπα ίχνη που βρωμάνε στάχτη και παρελθόν. Ένας ρακοσυλλέκτης με κοιτά επίμονα που δυσανασχετώ στον οικείο δικό του χώρο. Τον φωνάζω να με βοηθήσει, αυτός θα ξέρει σίγουρα πώς να με βγάλει από τον σωρό που μπέρδεψε τα βήματά μου, και πιάνουμε την κουβέντα.  πως είναι η ζωή στους δρόμους; αλήτικη. σ’αρέσει; μ’αρέσει. γιατί μαζεύεις σκουπίδια; γιατί μ’ αρέσει να ζω σε αναμνήσεις. μου ζήτησε ένα ρόφημα. Του άφησα τον καφέ που δεν πρόφτασα να πιω.κι εγώ τι θες να σου χαρίσω;  Σκέφτηκα λίγο…βασικά, θέλω να κάνεις κάτι για μένα. μπορώ; νομίζω πως ναι… θέλω να βάλεις την τελεία σε αυτό το  κείμενο. αστείο μου φαίνεται. Αλλά κάτι θα ξέρεις εσύ. Φαίνεσαι έξυπνη και διαβασμένη.  ο άντρας πήρε το στυλό που του έδωσε εκείνη και πήγε να σχηματίσει την τελεία. μάταια…προς έκπληξη και των δύο, το στυλό δεν είχε μελάνι. Απογοητευμένη η γυναίκα, του άρπαξε το στυλό από τα χέρια. Προσπάθησε και εκείνη να γράψει, πιέζοντας και γδέρνοντας το χαρτί…αλλά τίποτα δεν άλλαξε. Στο άτυχο κείμενο, στο τέλος της πρότασης, έμειναν μουτζουρωμένα τα αποσιωπητικά…

εγραψε το πιτσιρικι

ΤΟ ΠΙΤΣΙΡΙΚΙ ΓΡΑΦΕΙ … Ξημερώνει

Την Κυριακη οι Έλληνες πολίτες ετοιμάζονται για την πιο καθοριστική ψηφοφορία της μεταπολίτευσης.. Η Κυριακή είναι η μέρα που τον πρώτο και τελευταίο λόγο έχουν οι πολίτες-για την ακρίβεια κρίνεται  η δική τους νοημοσύνη και τα δικά τους αντανακλαστικά. Κατά την άποψή μου αύριο κρίνεται η ωριμότητα του λαού μιας χώρας η οποία βρίσκεται στο έλεος των συμμοριών. Μοιρασμένη ανάμεσα στην ντόπια και ξένη Μαφία..Όταν τσαλαπατά κανείς τον φράχτη που κάποιοι δόλιοι, ύπουλα και καταχθόνια, του έστησαν και περνά πέρα, τότε είναι ελεύθερος.
οταν πουλιέσαι σοφιστικά και δικολαβικά στους ισχυρούς της ημέρας – ορθότερα μάλλον της νύχτας – τότε δεν εισαι ελληνας.. Μαυρο κατα των κοτζαμπάσηδων και των βαρόνων. «Να βρω τα σκαλοπάτια που παν στη Λευτεριά», όπως ειπε και ο ήρωας Ευαγόρας Παλληκαρίδης. Διαθέτουν οι πολίτες τα αντανακλαστικά να αλλάξουν την ζωή τους με την ψήφο τους. Είναι έτοιμοι οι Έλληνες να κάνουν αύριο τον πλανήτη ολόκληρο να παραμιλά… Όταν φοβεροί οικονομικο-πολιτικοί σεισμοί θα ρημάζουνε το παν. και οι καταστροφές θα είναι κατάδηλες και σαρωτικές, τότε, εκείνα τα μίσθαρνα και προστηθέντα όργανα δεν θα έχουν ούτε αφεντικά να τα προστατεύσουν ούτε θα βρίσκουν τρύπα να κρυφτούν από τη λαϊκή οργή..Μία φορά μετά από δύο ακόμη χρόνια κόλασης έχουμε την ευκαιρία να πούμε ένα όχι στην διαρκή εξαπάτηση από ένα σύστημα εξουσίας που κυβερνά, παρέα με συγκεκριμένες επιχειρηματικές συμμορίες, έχουν μετατρέψει την χώρα σε Κολομβία με οικονομία Αργεντινής…Ένα σκασμό λεφτά έχουν μοιράσει οι συμμορίες στα σεσημασμένα ΜΜΕ…Σε εταιρείες, κατά προτίμηση διαφημιστικές, αεριτζίδικες, offshore και ΜΚΟ, καθώς και των διευθυντικών τραπεζιτικών στελεχών, που δίνουν δάνεια στους δικούς τους, σε εαυτούς και αλλήλους ή των golden boys και των κολλεγιοσπουδαγμένων παιδιών τα οποία συγκροτούν τους νεωτερικούς «γενίτσαρους» μιας μυστήριας οργάνωσης και ανθελληνικής ελίτας, που άλλοτε αναπολεί το κυβερνητικό ιδεώδες του Οθωμανισμού και άλλοτε του Ευρωπαϊκού προτεσταντικού τραπεζιτισμού). Καημένη Ελλάδα…Κλείσε τα μάτια τώρα που ο χορος αρχίζει να τελειώνει. Άσε να αστράψει το μαχαίρι που χρόνια έχεις κρυφά τυλιγμένο στο πανί μιας γυναίκας που σε αυτό τύλιγε το ζυμωμένο με τα χέρια της ψωμί να πάρεις για το δρόμο. Σε λίγο θα μπουν στο χωριό. Σε λίγο θα αρχίσουν να ξηλώνουν τις φλέβες σου. Θυμήσου τι είσαι… Ξημερώνει…

εγραψε το πιτσιρικι

ΤΟ ΠΙΤΣΙΡΙΚΙ ΓΡΑΦΕΙ …Καλή Λευτεριά ελληνες

Κτύπαγαν οι πόρτες όχι για χαρά..Μεσάνυχτα βροντούσαν στα παράθυρα μου οι λυκοι.
Να φύγεις μακριά μου ελεγαν και ουρλιαζαν. και πόναγες πικρά να αφήσεις την ψυχή σου κομματιασμένη και ότι δημιούργησες να το πάρουν οι αλλοι..σου λέγαν να φύγεις
σαν τον κλέφτη..Τον ήλιο σημάδι το πρωί θα βαλω και θα φυγω. θα φυγω μακρια..
Αυτη τη νύχτα το φεγγάρι έφεγγε με περισσή επιμονή μέσα από τα παραθυρόφυλλα του δωματίου μου, τόση επιμονή που κατάφερε να με αποσπάσει από τους εφιάλτες μου… Ξύπνησα, λοιπόν, σαστισμένος, και αναρωτήθηκα ποιες μυστηριώδεις νεράιδες της σελήνης είχαν αποφασίσει να πιάσουν κουβέντα πάλι πάνω από το σπίτι μου…Σου έχει τύχει ποτέ να κοιτάς τη θάλασσα και να σκέφτεσαι πόσο θα ‘θελες να φύγεις; Να ξεφύγεις; Να τ’ αφήσεις όλα πίσω και να πάς στην άλλη άκρη του κόσμου, αναζητώντας… Αναζητώντας τι; Μια καλύτερη τύχη… Λες κι η θεά τύχη είναι πιο ευνοική πέρα από τον ωκεανό…  Λες κι ο ωκεανός είναι αυτός που με τα πελώρια του κύμματα πλημμυρίζει τη ζωή σου με δάκρυα, ανικανοποίητες φιλοδοξίες και συσσωρευμένες απογοητεύσεις.. Ταξιδεύοντας θα χρειαστεί να ξεπεράσεις εμπόδια. Να παλέψεις με κύκλωπες, να κολυμπήσεις σαν ναυαγός σε φουρτουνιασμένες θάλασσες, Θα κουραστείς, θα λυγίσεις θα πέσεις, θα σηκωθείς, μπορει να θες να φτασεις στον ηλιο και να καις τις φτερουγες σου.. ομως ποτε δεν επαψα να πιστευω πως μια μερα θα το κανω..Μια πτώση σε αργή κίνηση θα ειναι. Πρέπει όμως ν`αποφασίσω τι πρέπει να κάνω… γιατί έρχεται κάποτε η στιγμή που πρέπει να τραβήξεις την πρίζα..ετσι γεννηθηκα και ετσι θελω να πεθανω..Μ αυτό το συναίσθημα ξύπνησα το πρωί.. Κουράστηκα να μετρώ αποτυχίες, Βρίσκομαι σε μια κατάσταση απόλυτης ανασφάλειας.. O,τι θα εχω αφησει εκει πισω θα ειναι μια βρωμικη σκια..Και μέσα σ’ όλα αυτά, σε κυριεύει ο φόβος… Ο φόβος ότι θα μείνεις για πάντα εδώ…
Δεν θα κρυφτώ, με λόγια για να διώξω μια φοβία,, Εγκλωβισμένος στη φυλακή των ανεκπλήρωτων σου πόθων, στις ιαχές και στους πολέμους των σωμάτων, στις διαδρομές των αρωμάτων και στ’ αγκάθια, μέσα στο χρώμα των χαμένων παραδείσων…

εγραψε το πιτσιρικι