ΤΟ ΠΙΤΣΙΡΙΚΙ ΓΡΑΦΕΙ … Αν η ψευτιά δεν υπάρχει τρόπος να καταβληθεί ούτε από το χρόνο, τότε το παιχνίδι το έχασα.

10356329_10202057316063547_1667033842419717143_n

Δεν είναι παρά μια λάμψη πίσω απ” τα βουνά κει κατά το μέρος του πελάγου. Κάποτε πάλι ένας αέρας δυνατός
που άξαφνα σταματάει όξω απ” τα λιμάνια. Κι όσοι νογούν, το μάτι τους βουρκώνει.. Κανένας δεν ακούει, κανένας. Όλοι τους πάνε κρατώντας ένα εικόνισμα και πάνω του η φωτιά. Κι ούτε μια μέρα, μια στιγμή στον τόπο
αυτόν που να μη γίνεται άδικο και φονικό κανένα.  Είπα θα φύγω. Τώρα. Μ” ό,τι να” ναι: το σάκο μου τον ταξιδιωτικό
στον ώμο· στην τσέπη μου έναν Οδηγό·  τη φωτογραφική μου μηχανή στο χέρι. Βαθιά στο χώμα και βαθιά στο σώμα μου θα πάω να βρω ποιος είμαι. Τι δίνω, τι μου δίνουν, και περισσεύει το άδικο.. Μια μέρα τη ζωή που “χασα την ξαναβρήκα στα μάτια ενός νέου ερωτα που με κοίταζε μ” αφοσίωση. Κατάλαβα πως δεν είχα γεννηθεί στην τύχη. Βάλθηκα να σκαλίζω τις μέρες μου, να τις φέρνω άνω κάτω, να ψάχνω. Ζητούσα να παύσω την ύλη των αισθημάτων. Ν” αποκαταστήσω, από τις νύξεις που έβρισκα διάσπαρτες μέσα στον κόσμο αυτόν, μια αθωότητα τόσο ισχυρή που να ξεπλένει τα αίματα -το άδικο- και να εξαναγκάζει τους ανθρώπους να μου αρέσουν. Δύσκολο  αλλά πως να γίνει;  Κάποτε νιώθω να “μαι τόσοι πολλοί που χάνομαι. Θέλω να πραγματοποιηθώ έστω και στο μάκρος μιας ηλικίας που να ξεπερνά τη δική μου.  Το χρόνο ξορκίζεις, γίνεσαι συλλέκτης του καιρού του. Ενός καιρού που φεύγει. Το χρόνο ξορκίζεις.  Σκύβεις πάνω στους καρπούς, στα φύλλα σκύβεις, τα κλωνάρια μαζεύεις, κοντά σου τα φέρνεις, απομεινάρια ενός ακόμα καλοκαιριού που φεύγει με ταχύτητα μεγίστη, κλωνάρια ρίγανης και δεντρολίβανο ακριβό,  τα βιβλία ανοίγεις και τα βάζεις, να σημαδεύουν τις σελίδες, να σημαδεύουν τις στιγμές, όχι πια σελιδοδείκτες, μόνο κλωνάρια απ” όπου σε βρίσκουν τα βουνά, κι ούτε λουλούδια πια, μόνο κλαδιά. Οι εποχές να έρχονται και να φεύγουν, μέσα τους να στροβιλιζόμαστε, στα έπιπλα της μέρας τη ζωή ν” αφήνουμε, τ” αγγίζουμε, τα προσπερνάμε, σημάδια αφήνουμε και ένα σώμα, χνάρι για όταν δεν θα υπάρχει πια. Υπάρχουμε κι όταν πια δεν υπάρχουμε, υπάρχουμε κι όταν έχουμε ήδη φύγει. Το λάδι εδώ πως καίγεται και ζήσε το ταξίδι… Αν η ψευτιά δεν υπάρχει τρόπος να καταβληθεί ούτε από το χρόνο, τότε το παιχνίδι το έχασα…  ΕΛΥΤΗΣ

εγραψε το πιτσιρικι