Το κορίτσι με τα εβένινα πόδια

nd
“Ολη μέρα ψάχνω μες στα σκουπίδια τα όνειρά μου, τις ελπίδες, αυτά που ήλπιζα μια μέρα να αποκτήσω στην καρδιά μου και όλα τα άλλα, όσα είχα και μου τα πήρανε, μέσα από τα χέρια…γιατί λέει τα χάλασα, τα σκόρπισα, τα ξόδεψα λέει, μαζί με αυτούς που τα πήραν από μένα. Έτσι λένε.Και σήμερα, κάθομαι μουτρωμένος εδώ, ανάμεσα σε σακούλες, κατσαρίδες και αρουραίους, μασουλώντας ένα ξερό κομμάτι ψωμί…Κάτι σάπιο γυαλίζει σε μια γωνία…Πάω κοντά και βλέπω το κορίτσι με τα εβένινα πόδια να με κοιτάζει τρομαγμένο.Του χαμογελώ αλλά ακούω τον νταβατζή που χτυπά απειλητικά ένα σίδερο στο κάγκελο μπροστά του και φεύγω…Το κορίτσι με τα εβένινα πόδια χάνεται μέσα στη φθαρμένη πόρτα με το λαμπιόνι. Πελάτης. Κάτι σάπιο γυαλίζει στη γωνία. Ίσως και να τρώγεται, βλέπω δύο κουρελήδες που παλεύουν ποιος θα το φτάσει πρώτος. Κοιτάζω αλλού και κάνω ότι χτυπά το από καιρό χαλασμένο και ανενεργό κινητό μου. Μπαίνω στο πρώτο βρωμερό λεωφορείο και μαζεύομαι σε μια γωνιά. Ο οδηγός γελάει. Δεν πάει λέει. Εδώ είναι το τέρμα. Για όλους και για όλα. Έχει σηκωθεί και με πλησιάζει. Ουρλιάζω: τα μάτια του είναι δυο τρύπες. Το κεφάλι του κατρακυλάει στα πόδια μου, το σώμα του διαλύεται. Κλοτσάω τη σακούλα που ακουμπά το πόδι μου και γεμίζει ο τόπος σκουλήκια. Τρέχω τρομαγμένος. Έχει βραδυάσει. Γυρνώ και ξαναγυρνώ στα ίδια σημεία. Όλη η πόλη ένα ίδιο σημείο: γεμάτο σκουπίδια, κουρελήδες. Και σακούλες, κατσαρίδες και αρουραίοι… Τρέχω τρομαγμένος.  Μα είναι βράδυ και γυρνώ και ξαναγυρνώ στα ίδια σημεία. Κάτι σκούρο γυαλίζει σε μια γωνία. Δεν πρέπει να τρώγεται, κανείς δεν παλεύει να το φτάσει πρώτος. Δεν μπορώ, όμως, να κοιτάξω αλλού και το πλησιάζω. Μόλις το αντικρύζω νοιώθω την καρδιά μου να σπάει σε χίλια κομμάτια: κάτι εβένινα πόδια ξεπροβάλλουν κάτω από ένα σωρό σκουπίδια. Θέλω να σηκώσω τις σακούλες, να βεβαιωθώ, αλλά ακούω τον νταβατζή που χτυπά απειλητικά το ματωμένο σίδερο σε ένα κάγκελο και το βάζω στα πόδια…
εγραψε το πιτσιρικι