ΤΟ ΠΙΤΣΙΡΙΚΙ ΓΡΑΦΕΙ … πριγκιπέσα μου…

Έξω φυσάει αέρας κι όμως μέσα μου μέσα σ’ αυτό το σπίτι πριγκηπέσα μου,
το φως σου και το φως χορεύουν γύρω μας απίστευτος ο κόσμος κι ο χαρακτήρας μας’… ‘Πες τα ρε Σωκράτη’ φωνάζω και κατεβάζω την τελευταία γουλιά από την σκέτη βότκα που υπάρχει στο ποτήρι μου. Σκέτη. Χωρίς λεμόνι, χωρίς παγάκια. Απλά παγωμένη. ‘Ταιριάζουμε’ σκέφτηκα και ξαναγέμισα το ποτήρι. Εκείνη. Στην σκέψη, στο μυαλό. Μέσα, έξω, παντού. Αντέχεται; Μπα, δεν νομίζω. ‘Θέλω να μ’ αγαπάς τόσο όσο να είσαι κοντά μου’ της λέω πάντα. Και αυτή συμφωνεί. ‘Δεν θα ξανακάνω το λάθος να δοθώ και να μην κρατήσω κάτι για μένα’. Τότε συμφωνώ και ‘γώ.
Ένα παιχνίδι συμφωνιών. Ένα ‘συμβόλαιο’ που γράφεται και σβήνεται καθημερινά. Που κάθε λέξη του περιλαμβάνει πολύ σκέψη. Και θα γράφεται μέχρι να ‘πέσουν’ και οι τελικές υπογραφές. Και από τα δύο μέρη. Και για τα δύο μέρη. Ζαλίζομαι. Μιλάει το ποτό. Ή μιλάω εγώ; Αδιευκρίνιστο. Δεν το αποχωρίζομαι. Συνεχίζω ακάθεκτος. Φαντάζομαι συνομιλίες. Φαντάζομαι χάδια. Φαντάζομαι εσένα. Μεθάω μάλλον. Σηκώνομαι. Παραπατώ. Παίρνω στροφές γύρω από τον εαυτό μου. Χορεύω ένα ζεϊμπέκικο σε ρυθμό δικό μου. Ακούω τον χτύπο της καρδιάς μου και τραγουδάω. Όμορφα είναι. Θα ήθελα να μηδένιζα το κοντέρ της ζωής μου και να ξεκίναγα από την αρχή. Να σε έβρισκα νωρίτερα. Σε χρόνια καθαρά, σε χρόνια απερπάτητα και ανέμελα. Όπως σου ταιριάζει. Όπως μας ταιριάζει. ‘Μου αξίζεις και σου αξίζω’ μου λες. Να ένας ακόμη όρος του συμβολαίου μας. ‘Αμοιβαία συναίσθηση της αξίας του έτερου διέπει τον καθένα από τους συμβαλλομένους’ θα γράφει. Μ’ αρέσει η έκφραση. Πίνω ακόμη μια γουλιά για χάρη της. Αδειάζει ένα ακόμη ποτήρι. Πέφτω στον καναπέ. Παραδίδω το κορμί μου επάνω του. Με σηκώνει. Με αντέχει. Δεν παραπονιέται. Επιτελεί την δουλειά του με ευσυνειδησία και αγόγγυστα. Τον παραδέχομαι. Λίγα πράγματα στην ζωή μου, συμπεριλαμβανομένου και του εαυτού μου, λειτουργούν γύρω μου με ευσυνειδησία και αγόγγυστα. Ευκαιρία για μία γουλιά ακόμη. Κοιτάω το ταβάνι του δωματίου. Λαμπυρίζει παράξενα στις αναλαμπές φωτός των κεριών που καίνε γύρω. Παράξενες εικόνες, παράξενες σκιές. Και ούτε μία γνωστή, ούτε μία δικιά μου. Ξένες σκιές στο ταβάνι μου. Λες και ζουν άλλες ψυχές μέσα στο χώρο μου. Αφήνω το ποτό στο τραπεζάκι και παραπατώντας πηγαίνω να ρίξω λίγο νερό στο πρόσωπό μου. Φαίνεται με βάρυναν οι ψυχές που αντίκρισα στο ταβάνι της ζωής μου και δεν το άντεξα. Το νερό με έβγαλε από τις αλλότριες ψυχές και με επανέφερε σε σένα. Θυμήθηκα την χθεσινοβραδινή μας συζήτηση. ‘Θέλω να μ’ αγαπάς, να με λατρεύεις, να μου συγχωρείς τα πάντα, να μου δικαιολογείς τα πάντα, να με δέχεσαι όπως είμαι, να με ανέχεσαι, να με έχεις, να μην με έχεις, να με παρηγορείς, να με προσέχεις. Ζητάω πολλά;’ με ρώτησες με φόβο. ‘Ζητάς να είμαι Θεός ή η μάνα σου; Μόνο αυτοί οι δύο μπορούν να κάνουν αυτά που λες’ σου επέστρεψα την ερώτηση. ‘Ζητάω να θέλεις και να μπορείς’ μου απάντησες, οδηγώντας με εκ του ασφαλούς σε θετική απάντηση. ‘Και θέλω και μπορώ’ χωρίς δεύτερη σκέψη αποκρίθηκα και σε επιβεβαίωσα. Γέλασες και με φίλησες. Απλά. Γυναικεία. Ερωτικά…Θυμήθηκα τα υγρά σου χείλη. Και έκλεισα τα μάτια μου με την σκέψη σου…

εγραψε το πιτσιρικι