Ο κόσμος συνωστίζονταν στην αποβάθρα περιμένοντας την άφιξη του συρμού για επιβίβαση…
Κάποιοι φαντάροι σε μίαν άκρη, σαν απόκληροι της κοινωνίας, περίμεναν και αυτοί το ίδιο τρένο να τους πάρει και να τους οδηγήσει στη μονάδα τους…
Κινητά στα χέρια και στ’ αυτιά, χαμογελαστά και σκυθρωπά πρόσωπα…
Τσιγάρα και ανυπομονησία…
Από τα μεγάφωνα του σταθμού αναγγέλθηκε η άφιξη της αμαξοστοιχίας…
Τελευταία ρουφηξιά στο τσιγάρο, τελευταίο φιλί στο μάγουλο, τελευταία ‘να προσέχεις και να μου τηλεφωνήσεις όταν φτάσεις’, ‘θα έρθω ξανά γρήγορα’ και ‘θα μου λείψεις’…
Ανέβηκε στο βαγόνι κρατώντας το κόκκινο σακ-βουαγιάζ στο χέρι…
Ήταν ελαφρύ, δεν είχε ιδιαίτερα ρούχα μέσα…
Πιο πολύ βάραιναν τα βιβλία παρά τα ρούχα…
Τώρα τελευταία, τον ενδιέφερε να ντύνει την ψυχή του παρά το σώμα του…
Έψαξε με τα μάτια του τη θέση, έβαλε το σακ-βουαγιάζ στο ράφι πάνω από τη θέση και κάθισε…
Κράτησε δύο βιβλία μαζί του, μικρά σε μέγεθος και όγκο…
‘Συμπυκνωμένες σκέψεις’ του άρεσε να τα λέει…
Ο κόσμος γύρω του σε αναμπουμπούλα μέχρι να τακτοποιηθεί στις θέσεις του…
Δίπλα του, κάθισε ένα παλικάρι, φοιτητής μάλλον, που πήγαινε στην πόλη του, στους δικούς του…
Ήξερε, εκ των προτέρων, ότι δεν θα ανταλλάξουν και ιδιαίτερες κουβέντες…
Ότι καλύτερο για να μείνει αναπόσπαστος στο διάβασμά του…
Άνοιξε το πρώτο βιβλίο…
Κάποια ευθυμογραφήματα, κάποια μικρά οδοιπορικά σε παλιές εποχές…
Του άρεσε το γράψιμο του συγκεκριμένου συγγραφέα και απορροφήθηκε…
Ο ελεγκτής πέρασε μετά από λίγο, έδωσε το εισιτήριό του και επέστρεψε στο διάβασμα…
Πιάστηκε ο λαιμός του και σήκωσε το κεφάλι του…
Εκείνη καθόταν απέναντί του και τον κοίταζε…
Θα ταξίδευε με την πεθερά της…
Θα έκανε την ανάγκη φιλοτιμία και θα ταξίδευε με την πεθερά της…
‘Αγάπη μου’ της είπε ο σύζυγος της ‘ξέρω ότι δεν είναι και το καλύτερό σου, αλλά πρέπει να πας εσύ με την μαμά. Εγώ θα έρθω αύριο. Σήμερα δεν μπορώ να φύγω από τη δουλειά. Και το ‘κρεβάτι’ της ξαδέρφης μου είναι σήμερα. Πρέπει, τουλάχιστον, ένας από τους δυό μας να είναι εκεί’…
Ξανθιά με μακριά μαλλιά, κρατούσε ακόμη τη σιλουέτα της πρώτης της νιότης…
Το ήξερε και το τόνιζε, διακριτικά βέβαια…
Από το ξεκίνημα της είχε κάνει εντύπωση αυτός ο άντρας που καθόταν δύο θέσεις παραπέρα…
Σαν να ήταν στον κόσμο του, παρέα με τα βιβλία του…
Τι να διαβάζει άραγε;;;
Πόσο καιρό είχε η ίδια να διαβάσει οτιδήποτε λογοτεχνικό…
Μόνο καμιά κυριακάτικη εφημερίδα και κάνα κουτσομπολίστικο περιοδικό, από αυτά που οι φίλες της και η πεθερά της αγόραζαν…
‘Κοιτάμε τους άλλους για να ξεχάσουμε τους εαυτούς μας’ είπε μεγαλόφωνα κάνοντας την πεθερά της να απορήσει…
‘Τι είπες;’ την ρώτησε…
‘Τίποτε μητέρα’ απάντησε εκείνη…
‘Κάτι άκουσα’…
‘Είπα φωναχτά μια σκέψη μου’ συνέχισε ‘μη δίνεται σημασία. Θέλετε να πιείτε κάτι ή να φάτε;’…
‘Όχι. Δεν θέλω τίποτε τώρα. Αργότερα ίσως’ ανταπάντησε η πεθερά και επέστρεψε στο περιοδικό της…
Κοίταξε έξω από το παράθυρο…
Η νύχτα έπαιρνε να πέφτει…
Ξαναγύρισε το βλέμμα της στον νεαρό…
Τι να διαβάζει άραγε;;;
‘Όμορφη γυναίκα. Μητέρα της είναι αυτή δίπλα της; Δεν της μοιάζει καθόλου. Μάλλον πεθερά, αν κρίνω από την έκφραση του προσώπου της. Και η βέρα, σημάδι κατατεθέν’…
Ξαναγύρισε στο βιβλίο του…
Δεν διάβασε πολύ…
Ξανασήκωσε τα μάτια του και κοίταξε προς το μέρος της…
Την είδε να κοιτάει έξω από το παράθυρο και το πρόσωπό της να μελαγχολεί…
Επέστρεψε στο βιβλίο του…
Τα μάτια στο βιβλίο, το μυαλό στα μάτια της…
Διέταξε τα μάτια του να οργώσουν τις σειρές του βιβλίου και την απόσταση ανάμεσα στα καθίσματα μέχρι τα μάτια της…
Ολόκληρο διάδρομο έφτιαξαν…
Όποτε τον κοιτούσε, τα κατέβαζε βίαια στο βιβλίο…
Τα ξανανέβαζε για να δει ότι τα δικά της ήταν εκεί…
Και ξανά πίσω…
‘Με κοιτάζει’ σκέφτηκε και κοκκίνισε…
‘Ωχ, θα με δει και τι θα κάνω;’…
‘Κοκκίνισε. Δεν το πιστεύω. Υπάρχουν γυναίκες που κοκκινίζουν ακόμη;’…
Πήρε το περιοδικό από την πεθερά της, που στο μεταξύ είχε κοιμηθεί…
Προσποιήθηκε πως διάβαζε…
Κλεφτές οι ματιές της, τρελός ρυθμός στην καρδιά της…
Έπιασε την βέρα με τις άκρες των δακτύλων της και την γύρισε γύρω-γύρω στο δάχτυλο που την φορούσε για να την νοιώσει…
‘Που με έστειλες, μου λες;’ απεύθυνε νοητά την ερώτηση στον άντρα της…
‘Που είσαι τώρα, μου λες;’ δεύτερη ερώτηση…
‘Φαντάσου, τι άγχος έχει για να παίζει με την βέρα της έτσι. Ξέρουμε κοπέλα μου ότι είσαι παντρεμένη. Δεν χρειάζεται να μας το θυμίζεις κάθε λίγο και λιγάκι’…
‘Ακόμη κοιτάει. Ακόμη. Είμαι καλή;’ σκέφτηκε και έβγαλε το καθρεφτάκι της από την τσάντα της…
Η πεθερά της κοιμόταν τον ύπνο του δικαίου…
Μακάριοι οι εν αγνοία…
Έφτιαξε το κραγιόν της, χτένισε με τα χέρια της τα μαλλιά της…
Έκλεισε το καθρεφτάκι και στύλωσε τα μάτια της επάνω του…
Τα δικά του ήταν εκεί…
Έφυγαν άραγε καθόλου;;;
‘Φτιάχνεται κιόλας’ σκέφτηκε…
‘Τι να κάνω; Ο χώρος και ο χρόνος περιορισμένος. Τι να κάνω;’…
‘Γιατί δεν κάνει κάτι;’ σκέφτηκε και αμέσως ‘Τι λέω η τρελή Θεέ μου, παντρεμένη γυναίκα’…
Γύρισε στο περιοδικό με κόκκινα μάγουλα…
‘Πρέπει να έχει 40 πυρετό έτσι όπως είναι κόκκινα τα μάγουλά της’…
‘Δεν πρέπει να την ταλαιπωρώ άλλο’…
Σηκώθηκε, άφησε τα βιβλία του στο κάθισμα, πήρε το κινητό του και κατευθύνθηκε προς την θέση της…
Φτάνοντας κοντά, κοντοστάθηκε και της ένευσε να τον ακολουθήσει…
Τον είδε να σηκώνεται…
Την πλησίαζε…
‘Τι κάνει ο παλαβός;’ σκέφτηκε και έμεινε ακίνητη περιμένοντας την εξέλιξη…
Στο νεύμα του δεν απάντησε…
Αυτός, συνέχισε για το κυλικείο του τρένου…
Την περίμενε εκεί μέχρι το τέλος της διαδρομής…
Δεν φάνηκε…
Επέστρεψε να πάρει τα πράγματά του…
Δεν την είδε πουθενά…
Το βράδυ, έπεσε να κοιμηθεί…
Συνήθιζε να διαβάζει πριν κοιμηθεί…
Άνοιξε το βιβλίο που διάβαζε μέσα στο τρένο…
Στη σελίδα που είχε βάλει τον σελιδοδείκτη, βρήκε γραμμένο:
‘Σ’ ευχαριστώ που για λίγο με έκανες και ένοιωσα ξανά γυναίκα’…
εγραψε το πιτσιρικι