Δεν έχει νόημα να μετανιώνεις διαρκώς, ή καλύτερα, η διαδικασία του να μετανιώνεις να σε θλίβει και να αναρωτιέσαι όσα έχασες διαλέγοντας κάτι από κάτι άλλο, να αναρωτιέσαι για όσα δεν έκανες σωστά, για όσα δεν έκανες για να πετύχεις το σωστό, για όσα δε μπόρεσες να αντιληφθείς εκείνη τη στιγμή κι ύστερα σου φαίνονται τόσο αυτονόητα ώστε να αισθάνεσαι ηλίθιος που δεν τα είδες.
Ηλίθιο είναι το να λες ότι δε μετανιώνεις για τίποτα,
ηλίθιο είναι και να μετανιώνεις διαρκώς.
Ηλίθιο είναι να νομίζεις ότι έχασες τον χρόνο σου ενώ θα μπορούσες να τον εκμεταλλευτείς καλύτερα. Δεν έχασες τον χρόνο σου. Η ζωή η ίδια είναι ένα χάσιμο χρόνου. Κάθε μέρα είναι μία μέρα λιγότερη, μία μέρα που χάνεις και δε θα τη ξαναβρείς.
Τίποτα καλύτερο δε θα μπορούσες να κάνεις από αυτά που έκανες,
αν το μπορούσες, δε θα ήσουν εσύ,
μα είμαστε καταδικασμένοι να είμαστε πάντοτε εμείς, έτσι θα κάνουμε τα λάθη και τα σωστά που είναι γραμμένα να κάνουμε, γραμμένα όχι από μία Μεταφυσική Μοίρα, γραμμένα από τις δυνατότητες του εαυτού μας, γιατί ο εαυτός μας είναι το Πεπρωμένο μας.
Υπάρχουν συγκυρίες, υπάρχουν ντετερμινισμοί, υπάρχουν καταστάσεις που θα μπορούσαμε να αποφύγουμε αν η βιολογία μας, η καταγωγή μας ήταν διαφορετικά, υπάρχει η άτυχη στιγμή που θα πέσεις στον ληστή σε ένα δρομάκι και θα σε σκοτώσει, υπάρχει η στιγμή που θα γνωρίσεις από το πουθενά κάποιον που θα ερωτευτείς και θα σε ερωτευτεί, υπάρχουν πράγματα που δε μπορούμε να ελέγξουμε, υπάρχουν πράγματα που μπορούμε,
υπάρχουν ικανότητες που δε μπορούμε να αποκτήσουμε, υπάρχουν ικανότητες/δεξιοτεχνίες που μπορούμε,
όλο αυτό είναι ένα κακοστημένο θέατρο, το Μεγάλο Αιρετικό Θέατρο, όπως το είχα ονομάσει σε ένα ποίημα της εφηβείας μου, μία Ισορροπία σε τεντωμένο σχοινί όπου ανά πάσα στιγμή μπορεί να γλυστρήσεις και να πέσεις, δε πέφτεις μόνο εσυ, οι ρυθμοί της ζωής που ξέρεις μπορεί να πέσουν, η κανονικότητα, οι κοινωνικές συμβάσεις, τα ιδανικά και οι αξίες, οι επιταγές και οι υποχρεώσεις σου, όλα αυτά που σου προσφέρουν ασφάλεια για να μπορεις να κάτσεις σε μία σπιθαμή εδάφους και να τα νοηματοδοτήσεις εκ του ασφαλούς,
κάθε τόσο το έδαφος τρέμει, η νοηματοδότηση φαινεται κάτι αδύνατον να πραγματοποιηθεί και οι άνθρωποι, που τόσο ανάγκη έχουν να νοηματοδοτούν, να συμβολοποιούν, τρέμουν μαζί με το έδαφος και η απόδοση νοήματος στον σεισμό είναι κάτι που αποτυγχάνει να επιτευχθεί.
Περισσότερο από ανθρώπινες ιδιότητες, υπάρχει αυτό που λέγεται αλληλεπίδραση,
είμαι καλός με αυτόν που βγάζει τον καλό μου εαυτό, θα είμαι κακός με τον αντίστοιχο, είμαι γλυκός, τρυφερός, δυναμικός ή αδρανής, άχρηστος κι ανίκανος ή με φόρα στη ζωή,
παίζει μεγάλο ρόλο αυτός που έχεις απέναντι, αυτός που συναναστρέφεσαι,
υπάρχουν απολύτως καλοί άνθρωποι, όπως απολύτως ανθρώπινα καρκινώματα που ήρθαν σε αυτή τη γη για να βλάψουν κάποιους άλλους
αλλά αυτοί είναι λίγοι.
Κατα κανόνα, παίρνεις σε μεγάλο ποσοστό αυτό που δίνεις, ή τουλάχιστον παίρνεις το απόλυτο που θα μπορούσες να πάρεις βάσει της αλληλεπίδρασης αυτής. Δε γίνεται να αγαπηθείς από όλους, να σε ερωτευθουν, συμπαθήσουν, εκτιμήσουν όλοι.. Αν όμως τους δώσεις, θα πάρεις το απόλυτο που μπορείς να πάρεις.
Μπορείς να το δώσεις, μπορείς κι όχι. Μπορείς να συμβιβαστείς με τα μέτρια από τον φόβο της αυριανής απογοήτευσης, ή μπορει να πας για τα πολλά υπερνικώντας αυτόν τον φόβο και το άδειασμα που θα συνεπιφέρει η απογοήτευση.
Κάνε ό,τι θέλεις, άλλωστε η απογοήτευση πάντα θα εμφανιστεί. Ειμαστε καταδικασμένοι να απογοητεύουμε τις προσδοκίες των άλλων,
όσο περισσότερο μας φορτώνουν με προσδοκίες, τόσο πιθανότερο είναι να συμβεί αυτό.
Ο ασφαλέστερος τρόπος να απογοητευτείς από κάποιον είναι να επενδύσεις ένα σωρό προσδοκίες σε αυτόν, καθιστώντας έτσι την αυριανή απογοήτευση μία αυτοεκπληρούμενη προφητεία: Δε φταίει αυτός για την απογοήτευση σου.
Φταις εσύ που ξέχασες ότι είναι άνθρωπος με σάρκα κι οστά.
Φταις εσύ που πίστεψες ότι υπάρχει οποιοσδήποτε που θα μπορέσει να γεμίσει συνολικά τα κενά σου..Κάποια από αυτά μπορεί. Συνολικά, όχι. Τα κενά σου δε γεμίζουν, είναι αστείο να σκέφτεσαι ότι μπορεί να υπάρχει άνθρωπος χωρίς κενά,
όσο θα είμαστε άνθρωποι, ένα κομμάτι μας θα παραμένει άδειο, δίχως να μπορέσει να επικαλυφθεί από καμιά αγάπη, από κανένα πάθος, από καμιά σεξουαλική στάση, από κανένα υλικό αγαθό, από καμιά κοινωνική καταξίωση, από κανένα τραγούδι, από καμιά κατάχρηση.
Είμαστε άνθρωποι και πάντα θα έχουμε κενά και πάντα θα προσπαθούμε να τα καλύπτουμε και πάντα θα συνειδητοποιούμε ότι δεν καλύπτονται
κι αυτό είναι η ζωή,
ένα συνονθύλευμα στιγμών ευτυχίας και δυστυχίας και αδιαφορίας και κενού, μία αλληλοδιαδοχή προσωρινών επιτυχιών και προσωρινών δυστυχιών και συνειδητοποίησης σφαλμάτων και τελικής συνειδητοποίησης ότι δεν ήταν σφάλματα αλλά Αναπόφευκτο,
μία γροθιά στο μαχαίρι και το αίμα σου να στάζει, καλά έκανες και την έριξες γιατί το αίμα πρέπει να ανανεώνεται,
ένας χορός πάνω σε σπασμένα γυαλιά, πάλι ματώνεις όμως κατάφερες να χορέψεις κι όποιοι δε μπόρεσαν να χορέψουν, κοιτούν τους χορευτές με δέος και ζήλεια,
“ενας χορός με πόδια ματωμένα που κοιτάς τον ουρανό και νιώθεις ότι λίγο ακόμα και θα τον αγγίξεις γιατί ακόμα και η βαρύτητα νικιέται προσωρινά από την Αγάπη,
αυτός ο χορός δεν είναι ποτέ χαμένος χρόνος, αλλά και χαμένος χρόνος να είναι, παραμένει χρόνος που ξοδεύτηκε και χάθηκε χορεύοντας,
είσαι ανίκητος όχι όταν δε μπορείς να νικηθείς -γιατί πάντα θα νικιέσαι-
είσαι ανίκητος όταν ξέρεις πως θα νικηθείς και παρόλα αυτά χορεύεις λες και ποτέ δε θα νικηθείς. Ανίκητος αυτός που ξέρει ότι θα νικηθεί κι εξακουθεί να χορεύει, αλάνθαστος αυτός που θα αγκαλιάσει τα λάθη του και θα προσπαθήσει όσο ζει να τα επαναλαμβάνει όσο δυνατόν λιγότερο, γεμάτος αυτός που θα προσπαθεί να γδέρνεται από τα κενά του όσο δυνατόν λιγότερο, παθιασμένος αυτός που θα προσπαθήσει να ζει με τα πάθη του και να αναλώνεται όσο δυνατόν λιγότερο από αυτά.
ΚΕΡΙΑ ΚΑΒΑΦΗΣ
Του μέλλοντος η μέρες στέκοντ’ εμπροστά μας
σα μια σειρά κεράκια αναμένα —
χρυσά, ζεστά, και ζωηρά κεράκια.
Η περασμένες μέρες πίσω μένουν,
μια θλιβερή γραμμή κεριών σβυσμένων·
τα πιο κοντά βγάζουν καπνόν ακόμη,
κρύα κεριά, λυωμένα, και κυρτά.
Δεν θέλω να τα βλέπω· με λυπεί η μορφή των,
και με λυπεί το πρώτο φως των να θυμούμαι.
Εμπρός κυττάζω τ’ αναμένα μου κεριά.
Δεν θέλω να γυρίσω να μη διω και φρίξω
τι γρήγορα που η σκοτεινή γραμμή μακραίνει,
τι γρήγορα που τα σβυστά κεριά πληθαίνουν.
Γρήγορα μακραίνει η σκοτεινή γραμμή, γρήγορα πληθαίνουν τα σβηστά κεριά.
Προσπαθούμε να νικήσουμε τη θνητότητα, να παγώσουμε τον χρόνο μέσω των ερωτων μας, μέσα από την απόκτηση παιδιών, μέσα από τη πάλη για αναρρίχηση στην κοινωνία, μέσα από τη προσπάθεια να γίνουμε αποδεκτοι, μιμούμαστε από μικρά παιδιά τον Αλλον,
πρώτα τους γονείς, ύστερα τους δασκάλους, ύστερα τα επιβαλλόμενα πρότυπα.
Μιμούμαστε για να γίνουμε αποδεκτοί, κάνουμε σωμα μας τα ξένα λόγια, επιθυμούμε ό,τι ο άλλος επιθυμεί, επιθυμούμε να μας επιθυμεί ο άλλος. Επιθυμούμε και η επιθυμία είναι μία διαρκής έλλειψη όπως έλεγε ο Λακάν, γιατί επιθυμούμε πάντα αυτό που δεν έχουμε.
Και διαρκώς επιθυμούμε και διαρκώς αιτούμαστε αγάπη,
από το κλάμα ως μωρα στη μαμά για να μας ξεσκατίσει-που είναι πάντα κι αίτημα αγάπης-
μέχρι το ερωτικό κάλεσμα όταν γινόμαστε παγώνια και δείχνουμε στον Αλλον τα πλουμιστά και πολύχρωμα φτερά μας.
Προσπαθουμε να παγωσουμε τον χρόνο με ασχολίες και χόμπυ και κουτσομπολιά και ποδόσφαιρο, προσπαθουμε να παγωσουμε τον χρόνο για να νιώσουμε ασφαλείς,
γινόμαστε ψυχαναγκαστικοί στη μεγάλη μας ψευδάισθηση ότι μπορούμε να ελέγξουμε τα πράγματα,
και η σκοτεινή γραμμή όλο πληθαίνει, και τη κοιτάμε παρακαλώντας τον Θεό για λίγο χρόνο ακόμα, και νομίζουμε ότι ψάχνουμε την εσωτερική μας φωνή και την εσωτερική αλήθεια γιατί δε μπορεί να ήμασταν εμείς που κάναμε αυτά τα σφάλματα, κάποιος άλλος ήταν,
η κακιά στιγμή, λίγο χρόνο δώσε μου για να ξαναγίνω εγώ.
Δεν ήσουν κι ούτε θα γίνεις «εγώ».
Ενα συνονθύλευμα επιδράσεων κι επιρροών και κενού που δε γεμίζει κι αλλεπάλληλων κραυγών «ΟΧΙ, ΔΕΝ ΗΜΟΥΝ ΕΓΩ ΑΥΤΟΣ», ναι, εσύ ήσουν,
εσύ, κομμάτι του πατέρα, της μητερας, των συμμαθητών, της τηλεόρασης, των αναγνωσμάτων και του διπλανού σου.
Κάνε με αγάπη ό,τι κάνεις, και τα λάθη σου θα είναι σωστά. Μη ξεγελιέσαι, θα παραμένουν λάθη. Μην απογοητεύεσαι, τελικά είναι σωστά.
Μην προσπαθείς να αποκωδικοποιήσεις και να καταρρίψεις την μεγάλη αυτή αντιφαση,
η ίδια η ανθρωπινη ζωή είναι μία πελώρια και ανεπίλυτη αντίφαση, ένας ωκεανός που θα πνίγεσαι κάθε μέρα όμως αυτό δε σημαίνει ότι θα πάψεις να ψάχνεις για σχεδίες. Ένα μόνο φιλί μπορεί να γίνει η σχεδία σου για μέρες, μία μόνο αγκαλιά μπορει να γίνει η σχεδία σου για μέρες, ένα χάδι, μία λέξη, ένα παρηγορητικό χτυπημα από κάποιον που δε ξέρεις καλά. Φαντάσου αν αυτά είναι σχεδίες, φαντάσου τί είναι η Αγαπη. Πολυτελές υπερωκεάνιο που θα σε κάνει να διαπλεύσεις τη φορτούνα για χρόνια, μέχρι η φορτούνα να νικηθεί από τα κύματα του χρόνου.
Θα νικηθεί. Δε γίνεται αλλιώς.
Αλλά όπως είπαμε, είσαι ανίκητος όταν ξέρεις πως θα νικηθείς και παρόλα αυτά χορεύεις λες και ποτέ δε θα νικηθείς. Και είναι η Αγαπη που ανασταινει Τιτανικούς και τους ξαναβγάζει στην επιφάνεια της θαλάσσης, σκουριασμένους, φαγωμένους και ταλαιπωρημένους, όμως πάντα νικητές.
Δε φταις εσύ. Δε φταίει εκείνη/εκείνος.
Δεν ηττήθηκες, μολονότι δε νίκησες.
Αιώνια αν επέστρεφες, τα ίδια θα έκανες.
Αιώνια να επιστρέφεις και να κάνεις τα ίδια.
Γονάτισε μπροστά στο σφάλμα σου, περιέθαλψε το, το ίδιο και με τα σφάλματα των άλλων. Είναι σφάλματα όπως εσύ, άνθρωποι όπως εσύ. Είναι ευθραυστοι όπως εσύ, μοιραζεστε την ίδια αδυναμία, γεννηθήκατε από την ίδια Μήτρα, θα λυγίσετε από τον ίδιο πόνο.
Συγχώρεσε τον Αλλον, για να συγχωρέσεις τον εαυτό σου. Καμία Λύτρωση δεν υπάρχει δίχως αυτό. Συγχωρεσε τον ωσπου να πιστεψεις σχεδόν ότι δεν υπάρχει τίποτα για να συγχωρέσεις, γιατί ειμαστε θνητοί με ατέλειες κι είναι αστείο να συγχωρεις κάποιον επειδή είναι άνθρωπος. ¨Συγχώρεσε» τον λοιπόν, και το σκοτάδι των σβησμένων κεριών που πληθαίνουν δε θα σου φαίνεται θλιβερό.
Θα σου φαίνεται χρόνος που ξοδεύτηκε σωστά.
Μη παγώνεις τον χρόνο γιατί έτσι παγώνεις εσύ και παυεις να απολαμβάνεις το παραμικρό.
Απόλαυσε τον χαμένο σου χρόνο, τα λάθη σου, τη θάλασσα όταν είναι ήρεμη.
Απόλαυσε τη ζωή που χάνεται άδοξα, γρήγορα και βιαστικά.
Απόλαυσε την Αγάπη, μη τη πνίγεις, μη την υπερφορτώνεις, μη τη σπαταλάς.
Ό,τι σε έκανε έστω ένα λεπτό ευτυχισμένο, τίμησε το για πάντα.
Κι επειδή το βαρύναμε το κλίμα, ας το ελαφρύνουμε λίγο γιατί χαθήκαμε!
by Mαν.Αρκάς