Χτες το πρωί ξεκόλλησε το χερούλι απ’ το μπρίκι της κουζίνας μου. Ούτε χρόνος δεν πέρασε από τότε που τ’ αγόρασα. Το είχα πετύχει σ’ ένα απ’ τα καλά τα μαγαζιά της αγοράς και το απέκτησα χωρίς δεύτερη σκέψη. Μου θύμιζε το μπακιρένιο μπρίκι του παππού μου. Τον καμαρώνω σαν τώρα να το κρατά απ’ το χερούλι του, το ντυμένο με ξύλινη επένδυση για να μη σε καίει το μέταλλο, και να σερβίρει τελετουργικά τον καφέ του στο φλιτζάνι. Πιτσιρικάς χαιρόμουνα να τον χαζεύω τον καφέ να σιγοψήνεται στο τζάκι και να φουσκώνει αργά το καϊμάκι του, πλημμυρίζοντας το σπίτι με την ευωδιά του, μα κι έτοιμος να ξεχειλίσει με την παραμικρή ολιγωρία.
Ακόμα κρέμεται σ’ ένα καρφί πάνω απ’ το τζάκι στο χωριό το μπρίκι του παππού, αλώβητο παρά τα γερατειά του. Αντίθετα με το δικό μου, που βρίσκεται εδώ και λίγη ώρα στην αγκαλιά ενός κάδου ανακύκλωσης. Κάποτε αγόραζες ένα μπρίκι και δεν σε απασχολούσε έκτοτε το ζήτημα. Το είχες για μια ζωή και το κληροδοτούσες και στα εγγόνια σου που λέει ο λόγος. Και συνέβαινε το ίδιο μ’ ένα σωρό πράγματα: αυτοκίνητα, ηλεκτρικές συσκευές, εργαλεία, οικιακό εξοπλισμό, υφάσματα και άλλα πολλά. Η μέριμνα του κατασκευαστή ήταν να το φτιάξει όσο πιο γερό γίνεται, για να κρατήσει. Εκεί στηρίζονταν η φήμη κι οι πωλήσεις του.
Ωσπου, κάποιος «μεγάλος» σκέφτηκε πως αν πρόκειται τα εμπορεύματά του να κρατάν για δυο ζωές και να μη φθείρονται, κάποια στιγμή, όταν θα τ’ αποκτούσαν όλοι, ξαφνικά δεν θα είχε κοινό για να τα πουλήσει. Κι η λύση βρέθηκε: έπρεπε τα πράγματα να χαλάνε, για να ξαναπουληθεί το ίδιο αντικείμενο για πολλοστή φορά. Και το σκεπτικό προχώρησε ακόμα παραπέρα απ’ το να καλυφθεί απλώς η ίδια ανάγκη πολλαπλές φορές. Για να πάνε καλύτερα οι πωλήσεις και τα κέρδη, έπρεπε να εφευρεθούν ανάγκες. Κι έτσι, από το μπρίκι πήγαμε στην πολυκαφετιέρα και μετά στη διανομή έτοιμου στιγμιαίου καφέ κατ’ οίκον. Το μπρίκι από μόνο του δεν κάλυπτε τις απαιτήσεις του καφέ του συρμού.
Περάσαμε στην εποχή του αναλώσιμου, όπου τίποτα δεν κρατάει πια για πάντα.
Καινούργιο μπρίκι κάθε χρόνο, καινούργιο αμάξι κάθε πενταετία, κινητό τηλέφωνο κάθε εξάμηνο, ρούχα και μπιχλιμπίδια κατά πώς προστάζει η μόδα κι άλλα απίθανα πράγματα που μέχρι πολύ πρόσφατα ο άνθρωπος ούτε θα μπορούσε να διανοηθεί ότι του είναι απαραίτητα. Τάμπλετ, ψηφιακές φωτογραφικές μηχανές, ασύρματες κι ενσύρματες συσκευές κάθε είδους, απίθανες ουσίες και βοτάνια με θεραπευτικές ιδιότητες, αλάτι Ιμαλαΐων, ακατέργαστη ζάχαρη από τον Αμαζόνιο, τσάι μάτε, αβοκάντο και κινόα κι άλλα ακατάληπτα και παρανοϊκά παρουσιάζονται σαν απαραίτητα είδη καθημερινής χρήσης.
Οσο για τους πόρους του πλανήτη που δεν είναι ανεξάντλητοι και κατασπαταλώνται, την αλλαγή στο περιβάλλον εξαιτίας της αχαλίνωτης κι ατέρμονης κατανάλωσης και τις απάνθρωπες συνθήκες στα όρια της σκλαβιάς όσων εργάζονται για να παραχθούν τα παραπάνω; Αναλώσιμα κι αυτά στους τίτλους των ειδήσεων που περνάνε γρήγορα με μικροσκοπικά γράμματα στο κάτω μέρος της οθόνης.
Αλίμονο, στην εποχή του αναλώσιμου κατάντησαν αναλώσιμες ακόμα κι οι ανθρώπινες σχέσεις κάθε είδους, από εργασιακές μέχρι φιλικές ή αισθηματικές. Τίποτα σταθερό και παγιωμένο. Ολα εφήμερα και περιστασιακά. Αναλώσιμες –ποιος θα το πίστευε- οι ιδέες, οι σκέψεις κι οι απόψεις, εμπορεύματα προς αγορά ή πώληση. Μα και οι ιδεολογίες, ή, καλύτερα, τα ιδεολογήματα. Βρίθει από τέτοια προπετάσματα καπνού και προπαρασκευασμένα υποκατάστατα η εποχή. Κυνικά αναλώσιμη κι η ανθρώπινη ζωή, στατιστικά μετρήσιμη μονάχα, ως καταναλωτική αξία, ως αριθμός.
Τραγικά αναλώσιμη εντέλει η ίδια η εποχή, που ανακυκλώνει τον κακό της εαυτό κληροδοτώντας το τίποτα κι αποθεώνοντας το κενό, πνιγμένη μέσα στα σκουπίδια που παράγει και που κατακλύζουν τις ψυχές και τα μυαλά των ανθρώπων.
http://www.efsyn.gr/arthro/mpakirenio-mpriki-toy-pappoy
Συντάκτης: Λευτέρης Κουγιουμουτζής
by Αμετανόητος