ΤΟ ΠΙΤΣΙΡΙΚΙ ΓΡΑΦΕΙ .. Για ένα λάκκο νερό γίνονται οι φόνοι ..

Η νοσταλγία με ρωτά, ποιός είμαι -; Είμαι το ανήσυχο, βαθύ, μακρινό μυστικό της, το ανυπότακτό της,το λαθραιο της, η σιγή της. Με γαλήνη και με πόνο έχω σκεπάσει το παρελθόν μου, Κι αφήνω την καρδιά μου να ντυθεί στα πουπουλα με αμφιβολία. Περίμενα με βλέμμα σκυμμένο και ασάλευτο στο σημείο μηδέν.. Στο σημείο που δεν γνωριζες και να που το έμαθες.. Στο θέαμα των ξωτικων βυθισμένος, που το βερνίκι των καιρών με ρώτησε.. τίνος είμαι; ποιός είμαι; Το μπερδεμένο μου πνεύμα, που οι καιροί εξορίζουν, Του μοιάζω.. πουθενά ομωs δεν βρίσκομαι.. Ασταμάτητα και ακουραστος προχωράω, Και ακούραστα τραβάω παντού από κείθε.. Κι όταν στη στροφή φθάνω, Κοντά μοιάζει
το τέλος τής βαριάς αυτής μοίρας μου.. Αδύνατον να φωνάξω.. Έτσι προσταζουν οι καιροί.. Γιατί άραγε; Πάλι από την αρχή λοιπόν: Της μοιάζω – ένας γίγαντας – και πετώ μέσ’ απ’ τους καιρούς.. Βαδιζω μέσα στους καπνούς, Τους χαρίζω, ολα τα καλα μου, τους χαρίζω την ανάσταση,. Δημιουργώντας το παρελθόν κι ας είναι τόσο απόμακρο. Από γλυκιά ελπίδα τροφής μαγεμένης ελευθερίαs θα επιστρέφω να την κηδέψω.. Να φτιάξω για μένα ένα νέο χθές, Που το πρωί του θα κουδουνίσει ελεύθερη πατρίδα.. Ο εαυτός ρωτά, ποιός είμαι; Του μοιάζω και ακέφαλος κοιτώ το σκοτάδι αυτού του κόσμου.. Τίποτα δεν ευτύχησα απ’ όσα η ειρήνη μού προσφέρει Κι αυτό που επιθυμώ στο σκοτάδι ψάχνω να το βρω, και Μετατοπίζεται απ’ την αυταπάτη. Σταθερά πιστεύω πως πλησιάζει, Κι όμως όταν θελήσω στο άσυλό της να καταφύγω…

έγραψε το πιτσιρικι