Δεν σε φοβάμαι. Με την Ελλάδα εγώ ξυπνάω και κοιμάμαι

wpid-wp-1437076558227.jpeg

Τον τελευταίο καιρό η Ελλάδα δέχεται πισώπλατες μαχαιριές αλλά και κτυπήματα κάτω από τη μέση.

Πολλοί την κτυπούν γιατί ζηλεύουν τη δόξα της. Άλλοι, γιατί θέλουν να την καθυποτάξουν με σκοπό να κερδοσκοπήσουν από την ασύλληπτη ακτινοβολία του πολιτισμού της.

Οι… εξυπνότεροι της παρέας υποδύονται ότι την αγαπούν για να απομυζήσουν τον ορυκτό και υποθαλάσσιο πλούτο της. Υπάρχουν και οι εγχώριοι «πατριώτες» που ενώ την εξευτέλισαν με τις απάτριδες πολιτικές τους πρακτικές, επιχειρούν απεγνωσμένα να εκμεταλλευτούν τον αβάσταχτο σημερινό της πόνο για να επιπλεύσουν κομματικά.

Στο ευρωπαϊκό βάθος του ελληνικού ανοικτού ορίζοντα, φαντάζουν και οι ερωτοτροπούντες με τις σπάνιες ομορφιές της ευλογημένης ελληνικής γης, την οποία θέλουν για την ευζωία των ακατέργαστων πολιτών τους.

Αναπόσπαστος κρίκος στη θαυματουργή ελληνική αλυσίδα που επί αιώνες κρατιέται άθραυστη είναι η Κυπρίδα Αφροδίτη, η οποία αναδυόμενη από τους αφρούς της θαλασσοφίλητης Πάφου εκπέμπει το κάλλος της μέχρι την πανώρια κοπελιά την Κρήτη και απεκεί στις νύφες του Ιονίου, στον Έβρο και στα Αιγιοπελαγίτικα νησιά που χαϊδεύουν τις αλησμόνητες Μικρασιάτικες πατρίδες. Ο ομφάλιος λώρος καλά κρατεί.

Η Ελλάδα είναι λέξη ζώσα, είναι έννοια άπειρης πνευματικής δύναμης και κανείς δεν μπορεί ή καλύτερα δεν τολμά να την αμφισβητήσει, γιατί αν το επιχειρήσει θα καταχωνιαστεί ο ίδιος. Κάποιοι αφελείς που επιχείρησαν κατά καιρούς να την βιάσουν το μετάνιωσαν πικρά.

Όσοι λοιπόν σήμερα, υμέτεροι και ημέτεροι, ημεδαποί και αλλοδαποί, πράσινοι ή βένετοι, αριστεροί ή δεξιοί ή κεντρώοι φωσφορίζοντες ή μη, προσπαθούν με τον ένα ή άλλο τρόπο να την ξεφτιλίσουν ή να την ταπεινώσουν θα το μετανιώσουν πικρά ή αλλιώς θα καταραστούν την ώρα που συνέλαβαν την ιδέα να αντιπαραταχθούν με το φως, προτάσσοντας ως όπλο τους το σκότος.

Δε σε φοβάμαι, λοιπόν, ασπρομαλλούσα πριγκηπέσσα Κριστίν, θρέμμα του αιμοσταγούς ΔΝΤ, ούτε εσένα «αγέρωχε» Γερούμ, υποτακτικέ της ασύδοτης ευρωπλουτοκρατίας. Δεν σε φοβάμαι Αγκελική με τη γιγαντιαία σου μορφή, γιατί στο ενεργητικό σου διαθέτεις μόνον υψικάμινους πυρίκαυστων πτωμάτων.

Δε σε φοβάμαι κι ας μου λες, κρατάω μαχαίρι, έχω στα στήθια μου τους στίχους του Σεφέρη, έχω του Γκάτσου την Αμοργό, έχω τον Κάλβο, τον Σολωμό.

Δε σε φοβάμαι κι ας μου λες, φύγε απ’ τη μέση, έχω ένα δέντρο στην Επίδαυρο φυτέψει, έχω την Ολυμπία κι ένα βωμό, έχω το λόγο μου τον τραγικό.

Δε σε φοβάμαι.

Γιατί ο ομφάλιος λώρος καλά κρατεί.

Αντέχει αιώνες τώρα στις αμμουδιές του Ελύτη τον πόνο του Ρίτσου, προτάσσει αενάως το Στοχασμό του Σεφέρη στο Χρυσοπράσινο Φύλλο, να παράγει αδιάκοπα τη δημιουργικότητα του Μίκη, τον ερωτισμό του Χατζιδάκι, τη διαμαρτυρία του Σαββόπουλου, τις μαχαιριές του Μόντη, το λυρισμό του Πασιαρδή, τα οράματα του Τεύκρου Ανθία, την πατριωτική νότα του Θεοδόση Πιερίδη.

Δε σε φοβάμαι γιατί από τον Μαχαιρά αναπηδάει η Λευτεριά που φτερουγίζοντας πάνω στου Τζύκκου τα Βουνά ακτινοβολεί στον Μυθικό Όλυμπο και φωτίζει την οικουμένη.

Δε σε φοβάμαι, γιατί ανατράφηκα Ελληνικά, πόνεσα Ελληνικά, μέθυσα Ελληνικά με το άρωμα του ούζου, της ζιβανίας και της τσικουδιάς.

Δε σε φοβάμαι γιατί ενεργώ κι ελπίζω Ελληνικά με πρότυπό μου τις ρήσεις του Σωκράτη, του Περικλή, του Πλάτωνα, του Αριστοτέλη και των άλλων αρίστων.

Δε σε φοβάμαι γιατί έκανα κτήμα μου τον Αλεξανδρινό λόγο, κάθε καλός ξένος είναι και Έλληνας, κάθε κακός Έλληνας είναι χειρότερος από βάρβαρος.

Δε σε φοβάμαι, γιατί με την Ελλάδα εγώ ξυπνάω και κοιμάμαι.