Η ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗ ΣΧΕΣΗ ΜΑΝΑΣ ΚΑΙ ΚΟΡΗΣ Παραισθησιογόνο πρωινό Σεπτέμβρη στα Εξάρχεια. Χωρίς φως, χωρίς φασαρία, χωρίς κόσμο, χωρίς φωνές. Χωμένη σ’ ένα καταγώγιο, αφημένη…
στο απόλυτο σκοτάδι, παραδομένη σε μνήμες μιας αμφίδρομα επαναστατικής και συνάμα εξαρτημένης ζωής που ξύπνησε βίαια η είδηση ότι η κόρη της Κατερίνας Γώγου, η Μυρτώ, δεν μένει πια εδώ. Βρέθηκε, λέει, νεκρή κάπου στο Μενίδι. Κι από εκεί στον ουρανό, δίπλα στη γυναίκα που δεν κατάφερε να ξεπεράσει ποτέ. Την Κατερίνα της, τη μόνο δική της Κατερίνα. Και ίσως σ’ αυτή τους τη συνάντηση να ήταν η πρώτη φορά που η Μυρτώ κατάφερε να τη φωνάξει «μαμά». Οι φίλοι γύρω μου δεν μιλούν. Μόνο θυμούνται. Πως είναι «μαύρα πουλιά, σύρματα τεντωμένα». Οι φίλοι γύρω μου δεν μιλούν. Μόνο θυμούνται. Τη μεγάλη Κατερίνα να κρατά από το χέρι τη μικρή Μυρτώ «που δεν είχε φουστάνια, ούτε κούκλες» κι ύστερα πάλι τις δυο τους, «φιγούρες τραγικές, να σέρνει η μία το χέρι της άλλης στην Πατησίων για να σταθούν όρθιες». Οι φίλοι γύρω μου δεν μιλούν. Μόνο συλλαβίζουν στίχους της Κατερίνας: «Μονάχα σας παρακαλώ μη μας κουτσομπολεύετε. Κι αφήστε τη δική μου τη Μυρτώ ήσυχη. Ετσι γεννήθηκε. Λυπημένη…».
Το πεντάχρονο κορίτσι με τη δακρυσμένη ψυχή και τη «χρυσή φλέβα»
Λυπημένη γεννήθηκε και η Κατερίνα το καλοκαίρι του 1940. Κατοχή, εμφύλιος, φτώχεια, χωρισμός, μια δακρυσμένη ψυχή και μια «χρυσή φλέβα» να χτυπά πεισματικά στο χέρι, μέχρι να ενηλικιωθεί και να σπάσει από την ανάγκη της να περιγράψει όλο το μαύρο αυτού που λέγεται ζωή. Η μητέρα της, αποστασιοποιημένη, ο πατέρας της, τυραννικός, τα παιδικά της χρόνια, σκοτεινή παρένθεση που ποτέ δεν κατάφερε να φωτίσει. «Με φώναζε ο πατέρας στο καφενείο και μου ’λεγε απειλητικά: Φύγε κι έλα πίσω σε μια ώρα να σε δείρω. Κι έφευγα. Κι έτρεμα. Και παρακαλούσα τον Θεό να περάσει γρήγορα εκείνη η μία ώρα. Τυραννιόμουν σαν μικρός Χριστός κι έλεγα: Πότε θα ’ρθει η ώρα να με δείρει, να λυτρωθώ!
Στο τέλος αποζητούσα την τιμωρία ως λύτρωση…» είχε εξομολογηθεί, παραπαίοντας από τη χρήση ουσιών, σε μία από τις σπάνιες συνεντεύξεις της δύο χρόνια πριν τον θάνατό της. Πίσω από την κλειστή πόρτα του παιδικού της δωματίου είναι μόνη, με μοναδική επισκέπτρια μια φανταστική φίλη που της επιτρέπει, χωρίς ενστάσεις, ξύλο και φωνές, να ξεβάφει από τα χείλη της τη λύπη και να «μακιγιάρει» χαμόγελα και χαρά. Η πεντάχρονη Κατερίνα είναι θεατρίνα και κατ’ επέκταση ελεύθερη να τρυπώνει έστω και για λίγο ως άλλη Αλίκη σε χώρες όπου συμβαίνουν θαύματα. Κάθε φορά που ανεβαίνει στο σανίδι του θεάτρου συμμετέχοντας σε παιδικές παραστάσεις, οι μεγάλοι την αποκαλούν παιδί-θαύμα, οι ειδικοί υποκλίνονται στο ταλέντο της και ο αυστηρός πατέρας πείθεται ότι το «θεατριλίκι» είναι για την «μπέμπα» μονόδρομος. Στον μονόδρομο αυτό βάζει στην άκρη τον δεσποτικό ψυχισμό του και, παρότι δεν έχει να φάει, βοηθάει την Κατερίνα να γραφτεί στη σχολή θεάτρου του Τάκη Μουζανίδη, μία από τις καλύτερες της εποχής
Ο πατέρας της Μυρτώς, Παύλος Τάσιος. Ενας από τους μεγαλύτερους σκηνοθέτες της Μεταπολίτευσης και δημιουργός της «Παραγγελιάς»
Το πηγαίο ταλέντο της γίνεται πολύ σύντομα αντιληπτό σε σημαντικούς θεατρικούς συγγραφείς, παραγωγούς και σκηνοθέτες, με την είσοδό της στη μεγάλη οθόνη, κυρίως σε ταινίες της Φίνος Φιλμς, να της χαρίζει αναγνωρισιμότητα, χρήματα και τα πρώτα της δειλά χαμόγελα. Στην ταινία «Το ξύλο βγήκε από τον Παράδεισο» είναι «η Λαζάρου που πρόσεχε την Πολυχρονοπούλου, που πρόσεχε την Ξανθοπούλου που μίλαγε με τη Γιαδικιάρογλου», στο «Μια τρελή-τρελή οικογένεια» είναι η αεικίνητη αδελφή της Καρέζη που χορεύει ασταμάτητα στο πλευρό του Τζανετάκου, στο «Η δε γυνή να φοβήται τον άνδρα» είναι η τσαχπίνα υπηρέτρια της Ελενίτσας. Πάντα δευτεραγωνίστρια, πάντα παραγκωνισμένη, πάντα υπερήφανα ανίκανη να χωθεί σε κλίκες ή να διεκδικήσει «καλά συμβόλαια» που θα της εξασφαλίσουν πρώτους ρόλους και καλά λεφτά. Ενα «δουλικό» που μέσα του βράζει η ανάγκη να μεταμορφωθεί σε ελεύθερη γυναίκα, μια «υπηρέτρια» που στην πραγματική της ζωή μισεί όσο τίποτε άλλο τα αφεντικά, μια «υποτακτική» που την αλήθεια της δεν κατάφερε να την υποτάξει τίποτα και κανείς…
Η «κλέφτρα» του Παύλου Τάσιου
Αρχές δεκαετίας του ’60. Η «μπέμπα» βρίσκεται σε πρόβα για τα γυρίσματα της ταινίας «Η ψεύτρα» του Γιάννη Δαλιανίδη, έναν ρόλο που καταφέρνει να πάρει παρά τις ενστάσεις της πρωταγωνίστριας Αλίκης στην οποία η Κατερίνα «δεν αρέσει καθόλου». Είναι εκείνη την ημέρα, σ’ εκείνο το γύρισμα, που η «μπέμπα» συναντά τον μεγάλο έρωτα της ζωής της, μετέπειτα σύζυγό της και πατέρα της μονάκριβης κόρης της, Μυρτώς. Μια συνάντηση ζωής που η ίδια περιγράφει χρόνια αργότερα στην έκδοση «Με λένε Οδύσσεια» που κυκλοφόρησε το 2002:
«Ο αγαπημένος, ο φίλος, ο σύντροφος, ο άνδρας μου, ο πατέρας της Μυρτώς… ο Παύλος Τάσιος… Ημουν στο καμαρίνι όπου ήμασταν συγκεντρωμένες αρκετές. Ηρθε λοιπόν ο βοηθός του Δαλιανίδη να με φωνάξει. Τον φωνάζανε Παυλάκη, ήταν ένας πιτσιρικάς και μικροκαμωμένος. Δεν ξέρω, αυτό το “Παυλάκης” που άκουγα μου τη βάραγε άσχημα. Αρχή έρωτα; Δεν ξέρω. Κολλήσαμε χωρίς να το πάρουμε είδηση και φιλιόμαστε ώρα, αλλά δεν μας ένοιαζε που μας περίμεναν. ΕΡΩΤΑΣ. Είχε πολύ ευγενική φυσιογνωμία κι εμένα μου άρεσε εκτός από τον Τζέιμς Ντιν κι ο Μοντγκόμερι Κλιφτ. Ο Παύλος μού έμοιαζε κάπου σαν συμπεριφορά στον Ντιν, στο χάσιμο στον Κλιφτ. Είχα σοκαριστεί από τη δουλειά που έριχνε. Δούλευε από τα χαράματα, ερχόταν αργά τη νύχτα, ήμαστε ερωτευμένοι, Δεν κοιμόμαστε…
Η Κατερίνα Γώγου
Η Μυρτώ Τάσιου
Χαράματα, δουλειά πάλι. Μου ’λεγε πως δούλευε λαμόγια, έκανε δηλαδή πως ψωνίζει γραβάτες για να μασήσουνε οι περαστικοί. Μου ’λεγε για κάποια βάρκα, μου ’λεγε πως κοιμότανε σε ταράτσα, μου είπε πως την είχε κοπανήσει πιτσιρίκι να φύγει έξω απ’ τα σύνορα και βέβαια Θεσσαλονίκη. Αγαπηθήκαμε, ε, Τάσιε;». Ο Παύλος Τάσιος, ο σημαντικότερος ίσως σκηνοθέτης της Μεταπολίτευσης, και η Κατερίνα Γώγου, πέρα από τον αμοιβαίο, ακαλούπωτο έρωτα, έχουν πολλά κοινά: αστείρευτο χιούμορ, λατρεία για το περιθώριο, κοινωνική ευαισθησία, κριτική σκέψη, κοινούς φίλους, όπως ο Νικόλας Ασιμος και ο Παύλος Σιδηρόπουλος, και ένα μεγάλο όραμα για έναν καλύτερο κόσμο. Σ’ αυτόν τον κόσμο, που και οι δυο τους ελπίζουν και μάχονται να γίνει καλύτερος, φέρνουν στον κόσμο στις 10 Οκτωβρίου του 1967 την κόρη τους Μυρτώ. Ενα παιδί που δεν μπορούσε να μοιάζει με τα άλλα παιδιά…
«Ακου, θα ’ρθει καιρός που τα παιδιά θα διαλέγουν γονιούς…»
10 Οκτώβρη του 1969. Σήμερα η Μυρτώ έχει γενέθλια. Κλείνει τα δύο της χρόνια. Ο μπαμπάς και η μαμά δεν είναι, όμως, πια μαζί. Αποφάσισαν να χωρίσουν αλλά να την αγαπούν. Η Μυρτώ μένει με την Κατερίνα, απόφαση ειλημμένη και ειπωμένη στον Παύλο με τον πιο σπαρακτικό τρόπο: «Μη μου πάρεις το παιδί γιατί θα σκοτωθώ!». Η Μυρτώ είναι χαρούμενη. Η Κατερίνα φαντάζει στα παιδικά της μάτια η πιο γλυκιά μαμά του κόσμου, ενώ ο μπαμπάς, σκληρός, ενίοτε απρόσιτος: «Θυμάμαι τον πατέρα μου, ο οποίος είχε πάρει το Κόκκινο Βιβλίο του κομμουνισμού, που με είχε βάλει κάτω και μου είπε: “Λοιπόν, Μυρτώ, αφού θέλεις να μάθεις τι κάνουμε στην οργάνωση, πρέπει να μάθεις αυτό το βιβλιαράκι απέξω!”. Το έκανε σαν τιμωρία. Ελεγαν οι πρώτες γραμμές: “Ενα φάντασμα πλανιέται στη Δύση, το φάντασμα του κομμουνισμού”. Κι έβαζα τα κλάματα! Γιατί ήμουνα μικρή και δεν καταλάβαινα για ποιον λόγο μ’ έβαζαν να τα μάθω όλα αυτά!» θα εξομολογηθεί πολλά χρόνια μετά σε μία από τις σπάνιες συνεντεύξεις της.
Η Μυρτώ είναι μικρή και δεν καταλαβαίνει. Οχι μόνο τις σελίδες του Κόκκινου Βιβλίου αλλά και το γιατί παίζει πόλεμο με ψεύτικα πιστόλια και στρατιωτάκια. Το γιατί οι γονείς της τής λένε «είμαστε συνέχεια σε πόλεμο». Το γιατί τα βράδια η μαμά φεύγει και την αφήνει να κοιμάται μόνη. Το γιατί οι γονείς της δεν τη συνοδεύουν στα παιδικά πάρτυ όπως κάνουν οι άλλοι γονείς. Το γιατί μαζεύονται στο σπίτι όλοι αυτοί οι μαλλιάδες που την κάνουν να φοβάται τόσο πολύ και της «κλέβουν» τη μαμά. Το γιατί οι συγκεντρώσεις και οι αναρχικοί έχουν στα μάτια της μαμάς μεγαλύτερη σημασία από εκείνη. Το γιατί οι γονείς της δεν πηγαίνουν ποτέ στο σχολείο της να ρωτήσουν γι’ αυτήν. Το γιατί η μαμά πίνει τόσο πολύ που κάποιες φορές σωριάζεται αναίσθητη. Το γιατί δεν έχουν χρήματα να αγοράσουν τα στοιχειώδη. Το γιατί οι άλλες μαμάδες προσέχουν τα παιδιά τους περισσότερο από τη δική της μαμά.
Ισως σ’ αυτή τους τη συνάντηση να είναι η πρώτη φορά που η Μυρτώ κατάφερε να τη φωνάξει «μαμά»
Η Μυρτώ δεν καταλαβαίνει και ασυναίσθητα κλείνεται στον εαυτό της και στο μικροσκοπικό της δωμάτιο. Εκεί κλαίει, εκεί δαιμονοποιεί τον θυμό της, εκεί ψάχνει απαντήσεις στα αμέτρητα ερωτήματα που κανείς δεν έχει τον χρόνο να της απαντήσει, εκεί συνέρχεται ζωγραφίζοντας δίχως σταματημό εικόνες με την αφιέρωση «Με πολλή αγάπη, το παιδί σου», τις οποίες αφήνει πάντα στα χέρια της Κατερίνας με την ελπίδα να λάβει από εκείνη ένα «μπράβο», σημάδι μιας αναγνώρισης που δυστυχώς δεν έλαβε ποτέ. Οχι γιατί η Κατερίνα δεν την αγαπούσε, αλλά επειδή την αγαπούσε με έναν τρόπο ιδιότυπο και πάνω απ’ όλα ασυμβίβαστο με τον ψυχισμό ενός μικρού παιδιού, κάτι που η Μυρτώ θα αποδεχθεί σε συνέντευξή της χρόνια μετά: «Υπήρξαν φορές που είπα στη μητέρα μου “δεν θα ήθελα να ήσουν εσύ η μητέρα μου και δεν το μετάνιωσα γιατί όταν της το έλεγα ήταν αλήθεια. Γιατί υπέφερα! Και ήθελα να το ξέρει ότι υπέφερα! Το ήξερα ότι θα την πλήγωνα, αλλά κι εκείνη με πλήγωνε. Που δεν μπορούσα, για παράδειγμα, να φωνάξω έναν φίλο μου στο σπίτι, αφού εκεί μέσα γινόταν της πουτάνας. Γιατί το σπίτι μας ήταν πάντα γεμάτο από κόσμο, δεν ησυχάζαμε ποτέ: από θαυμαστές της που έρχονταν για να τη δουν από όλα τα μέρη της Ελλάδας, από φίλους της με μακριά μαλλιά και γένια που τους έβλεπα και τρόμαζα, από ανθρώπους απ’ τις οργανώσεις. Ζήλευα που διεκδικούσαν την προσοχή της μαμάς μου τόσοι πολλοί άνθρωποι! Ηθελα να την τραβήξω από το χέρι, να την πάω στο δωμάτιό μου και να μην ασχολείται με όλους αυτούς…».
Τις στιγμές όπου η πληγωμένη Μυρτώ διαβάζει και ζωγραφίζει ασταμάτητα, η Κατερίνα αφήνει στην άκρη την υποκριτική και σχεδιάζει την έντονη πολιτική της δράση: από τον τροτσκισμό και την ΟΚΔΕ (Οργάνωση Κομμουνιστών Διεθνιστών Ελλάδας) περνά στον αναρχισμό, διοργανώνει συναυλίες και συγκεντρώσεις αλληλεγγύης για τους συναγωνιστές της, μαζεύει χρήματα ενισχύοντας με κάθε τρόπο τον αγώνα για την απελευθέρωση πολιτικών κρατουμένων, έρχεται σε σύγκρουση με την Αστυνομία και γράφει ποίηση. Γράφει ασταμάτητα, ενίοτε απολογητικά και ενοχικά απέναντι στην ιδιότητα της μάνας που κατά βάθος γνωρίζει ότι δεν ήταν πλασμένη για εκείνη: «Μη βλέπεις εμένα, μην κλαις. Εσύ είσαι η ελπίδα. Ακου, θα ’ρθει καιρός που τα παιδιά θα διαλέγουν γονιούς, δεν θα βγαίνουν στην τύχη…». «…Με το κεφάλι θρύψαλα από τη μέγγενη των παζαριών σας την ώρα της αιχμής και κόντρα στο ρεύμα, θα ανάψω μια μεγάλη φωτιά και εκεί θα ρίξω όλα τα μαρξιστικά βιβλία έτσι που να μη μάθει ποτέ η Μυρτώ τα αίτια του θανάτου μου. Μπορείτε να της πείτε πως δεν άντεξα την άνοιξη ή πως πέρασα με κόκκινο. Ναι, αυτό είναι το πιο πιστευτό. Με κόκκινο. Αυτό να πείτε…».
Η άνοδος και η πτώση μιας μεγάλης αναρχικής ποιήτριας
Μια μέρα, στις αρχές της δεκαετίας του ’70, η Κατερίνα φωνάζει στο σπίτι της τον αδελφό της Κώστα για να του δείξει κάτι. Κάθονται αντικριστά, εκείνη αρχίζει να του διαβάζει ποιήματά της, και όταν στο τέλος τον ρωτά πώς του φαίνονται, εκείνος της απαντά: «Τερατώδη! Κατερίνα, θα σου ρίξουνε ντομάτες!». Η «μπέμπα», ωστόσο, δεν το βάζει κάτω. Μαζεύει τις σελίδες με τα «τερατώδη ποιήματα» και αρχίζει να χτυπά επίμονα πόρτες εκδοτών. Ολοι, ο ένας μετά τον άλλον, κλείνουν τα μάτια στα οργισμένα πολιτικά ποιήματα της Κατερίνας Γώγου. Ολοι εκτός από έναν: ο Καστανιώτης διακρίνει στην ποιητική της πένα τον εκκωφαντικό λυγμό μιας αληθινής επαναστάτριας και δέχεται να εκδώσει το 1978 τη συλλογή ποιημάτων «Τρία κλικ Αριστερά». Η επιτυχία, αναπάντεχη: το βιβλίο καταφέρνει να πουλήσει πάνω από 40.000 αντίτυπα, αγγίζοντας σε αριθμό τις πωλήσεις του Ρίτσου και του Ελύτη, μεταφράζεται στα αγγλικά (Three clicks left) από τον Jack Hirschman, το 1983 κυκλοφορεί στην Αμερική από τις εκδόσεις Night Horn Books, ενώ ο στίχος «Ξέρω πως ποτέ δε σημαδεύουνε στα πόδια. Στο μυαλό είναι ο Στόχος, το νου σου ε;» γίνεται αντίλαλος στο στόμα μιας ολόκληρης γενιάς.
Η Μυρτώ με τον σύζυγό της Φραντσέσκο
Η Κατερίνα και η Μυρτώ επιτέλους χαμογελούν. Δεν έχουν ανάγκη να ζουν πλέον με δανεικά, μπορούν να ψωνίσουν χωρίς βερεσέ από το μπακάλικο της γειτονιάς, δεν είναι πλέον φτωχές και, το κυριότερο, η ανεμοδαρμένη ψυχή της Κατερίνας έχει βρει επιτέλους ένα απάνεμο λιμάνι δικαίωσης. Είναι η στιγμή όπου εκτός από την αναγνωρισιμότητά της ως πολιτικής ποιήτριας η Κατερίνα αναγνωρίζεται και ως μεγάλη ηθοποιός, αφήνοντας μια για πάντα πίσω της την ταμπέλα της «τρελιάρας» και του «δουλικού». Το 1980 πρωταγωνιστεί στην ταινία «Παραγγελιά», σκηνοθέτης της οποίας είναι ο πρώην σύζυγός της Παύλος Τάσιος, ενώ αποσπά δύο βραβεία ερμηνείας στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης για τις ταινίες «Το βαρύ πεπόνι» και «Οστρια». Ωστόσο, το ταξίδι στην άλλη όψη της ζωής διαρκεί λίγο, τόσο για την Κατερίνα όσο και για τη Μυρτώ, η οποία στα χρόνια της εφηβείας μπλέκει στον κόσμο των ναρκωτικών. Ο υπερευαίσθητος ψυχισμός της Κατερίνας σε συνδυασμό με τις ενοχές της ως μάνας την οδηγούν στο πλάι της κόρης της αλλά με έναν τρόπο αδύναμο και αυτοκαταστροφικό. Η Μυρτώ δεν βγαίνει από τα ναρκωτικά και η Κατερίνα στην προσπάθειά της να τη βοηθήσει βουλιάζει κι εκείνη στον κόσμο της ντρόγκας. Είναι πλέον μια ζωντανή νεκρή, αδύναμη να βοηθήσει τον εαυτό της που τόσο μίσησε και ανίκανη να σώσει την κόρη της που τόσο λάτρεψε.
Οταν βρίσκεται στα αρχικά ακόμη στάδια εξάρτησης, η Κατερίνα νοσηλεύεται και για ψυχιατρικούς λόγους αλλά και για αποτοξίνωση, όμως, δυστυχώς, δεν τα καταφέρνει. Μένει δύο χρόνια στη σιωπή. Το 1991 σηκώνεται, αλλά σύντομα ξανακυλά. Δεν έχει φίλους, δεν έχει χρήματα, δεν έχει πίστη, δεν έχει θέληση και «δεν είναι που θέλω να ζήσω, είναι το γαμώτο που δεν έζησα κι ούτε που θα σε ξαναδώ». Στις 3 Οκτωβρίου του 1993 η Κατερίνα κείτεται νεκρή στο πατρικό της μητέρας της, ένα ετοιμόρροπο στον Κεραμεικό. Αιτία θανάτου, ένα κοκτέιλ χαπιών και ναρκωτικών. Τρεις ημέρες αργότερα μια 26χρονη κοπέλα τρέχει σαν τρελή στην Πατησίων ουρλιάζοντας: «Η Κατερίνα μου πέθανε! Η Κατερίνα μου πέθανε! Η Κατερίνα μου πέθανε!». Είναι η Μυρτώ.
Η φυγή στην Ιταλία και το τελευταίο ταξίδι στην Ελλάδα
Στην κηδεία της Κατερίνας, η Μυρτώ κοιτάζει μόνο τον ουρανό. Δεν δέχεται ότι η μητέρα της «έφυγε» και δεν θα το δεχτεί ποτέ. Για έναν ολόκληρο χρόνο συνεχίζει την πάλη της με το τέρας των ναρκωτικών μέχρι την στιγμή που ο πατέρας της, Παύλος Τάσιος, την πείθει να φύγει από την Ελλάδα και να πάει για αποτοξίνωση στην κοινότητα Saman στο Παλέρμο. Εκεί παίρνει τα πάνω της. Εξι μήνες μετά της προτείνουν να πάει στη Γαλλία, στην Ορλεάνη, σε ένα κάστρο το οποίο έχει μέσα μια μικρή εκκλησία για να τη ζωγραφίσει (σημ: η Μυρτώ ήταν αγιογράφος και είχε μάθει την τέχνη από τον φίλο του πατέρα της, αγιογράφο και ηθοποιό Μιχάλη Αγγελιδάκη).
Ζωγραφίζει, κάνει διαλογισμό, χορεύει, ξαναγεννιέται, και ερωτεύεται έναν Ιταλό, τον επίσης συντηρητή έργων τέχνης Φραντζέσκο, με τον οποίο παντρεύεται και μετακομίζει στην επαρχία του Λέτσε, κοντά στο Πρίντεζι. Ζει ήρεμα, σε ένα ήσυχο σπίτι με «κηπάκι, μια λεμονιά, μια μανταρινιά, μια πορτοκαλιά και γάτες», ζωγραφίζει εικόνες, κάνει εκθέσεις, δεν έχει Ιντερνετ, δεν έχει δεσμούς ζωής, δεν έχει μνήμες. Το μόνο που της λείπει είναι ένα παιδί «γιατί θα ’ταν σαν να ξαναγεννιόταν η Κατερίνα»: «Κάθε μέρα μιλάω για εκείνη, περπατάω και σκέφτομαι εκείνη, ζωγραφίζω και σκέφτομαι εκείνη, τρώω και σκέφτομαι εκείνη, αναπνέω και σκέφτομαι εκείνη». Η καταραμένη κληρονομιά της άκρατης ευαισθησίας που χαρακτήριζε τη μητέρα της χτυπά κι εκείνη. Είκοσι ένα χρόνια μετά τον θάνατο της Κατερίνας της και συγκεκριμένα τον Οκτώβριο του 2014, η Μυρτώ εκδίδει ένα βιβλίο-κατάθεση ψυχής με τίτλο «Η Αλίκη δε μένει πια εδώ», καταγράφοντας «το πέρασμα απ’ το παρελθόν στο μέλλον. Μια συνέχεια από τον θάνατο στη ζωή, απ’ το ψέμα στην αλήθεια».
Μάνα και κόρη (κάτω) παρέμειναν παιδιά σ” όλη την πορεία της ζωής τους. Εφυγαν και οι δύο χωρίς ούτε ένα «αντίο»
Στην Ελλάδα δεν έρχεται. Την πονάει γιατί παντού, σ’ όλους τους δρόμους, σ’ όλα τα πρόσωπα, σ’ όλες τις λέξεις, συναντά την Κατερίνα. Αυτή τη φορά όμως, αυτό το τελευταίο της ταξίδι στην πατρίδα των πιο σκληρών αναμνήσεων ίσως και να έγινε μέσα από μια βαθιά ανάγκη να «αντικρίσει» ξανά την Κατερίνα. Κάποιοι λένε πως όταν έφτασε στην Ελλάδα έψαχνε σαν τρελή φωτογραφίες της μητέρας της. Κάποιοι άλλοι ότι η Μυρτώ δεν ήταν καλά ύστερα από μια επέμβαση που είχε κάνει στην καρδιά και ότι δεν έπρεπε να μένει λεπτό μόνη. Κάποιοι τρίτοι ότι είχε πέσει ξανά στον κυκεώνα των ψυχοτρόπων αναμνήσεων που στις ευαίσθητες ψυχές σαν τη δική της φέρνουν μόνο θάνατο. Η Μυρτώ βρέθηκε την περασμένη εβδομάδα νεκρή, κάπου στο Μενίδι. «Απεβίωσε», λένε, «από πρόσφατες ισχαιμικές αλλοιώσεις του μυοκαρδίου» ή αλλιώς όπως έλεγε η ίδια παραφράζοντας τον γνωστό στίχο της Κατερίνας της: «Στην καρδιά! Εκεί είναι ο στόχος!».
Παραισθησιογόνο απόγευμα Σεπτέμβρη στα Εξάρχεια. Η Πατησίων βουβή. Κανείς δεν φωνάζει: «Η Μυρτώ έφυγε», «Η Μυρτώ έφυγε», «Η Μυρτώ έφυγε». Μονάχα μια σελίδα «τρέχει» αλαφιασμένη στους βρόμικους δρόμους. Μέσα της γράφει: «Εγώ φεύγω. Αφήνω πίσω μου προδότες τα πιστεύω μου. Κουράστηκα, η καρδιά μου είναι κομμάτια, πρέπει να φύγω αν θέλω να σώσω ό,τι καλύτερο μου έμεινε καθαρή φαντασία, καθαρή ψυχή. Εγώ φεύγω…».