Για τον μεγαλύτερο Ελληνα τραγουδιστή έχουν γραφτεί και ειπωθεί πολλά στη διαδρομή του χρόνου. Ακόμη και σήμερα, 14 χρόνια μετά τον θάνατό του, ο Στέλιος Καζαντζίδης αποτελεί σημείο αναφοράς για τους συναδέλφους του και λατρεύεται από τον λαϊκό κόσμο.
Σε λίγες μέρες κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη το βιβλίο του Λεωνίδα Οικονόμου (καθηγητής στο Τμήμα Κοινωνικής Ανθρωπολογίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο) για τον Στέλιο Καζαντζίδη με τον τίτλο «Στέλιος Καζαντζίδης: Τραύμα και συμβολική θεραπεία στο λαϊκό τραγούδι». Δεν είναι άλλη μία βιογραφία. Είναι μια μελέτη για το φαινόμενο Καζαντζίδης. Η «Εφημερίδα των Συντακτών» εξασφάλισε και δημοσιεύει ένα απόσπασμα
Ο σκεπτικισμός του καζαντζιδικού τραγουδιού απέναντι στην αυταρχική νεωτερικότητα της μεταπολεμικής εποχής εκφράζεται σε μια μεγάλη κατηγορία κειμένων που διεκτραγωδούν τη μοίρα των καλών ανδρών και καταγγέλλουν την ηθική διάβρωση της σύγχρονης κοινωνίας.
Τα κείμενα αυτά καταγγέλλουν ένα ευρύτερο φάσμα αδικίας, που υπερβαίνει την κοινωνική ανισότητα και την πολιτική καταπίεση και θεωρείται ότι αγγίζει όλες τις κοινωνικές τάξεις και σχέσεις.
Οι ήρωες στιγματίζουν τον κτητικό ατομικισμό και τη διάλυση των παραδοσιακών δεσμών αλληλεγγύης από μια ηθική και οιονεί θρησκευτική σκοπιά και συχνά καλούν τους ανθρώπους να μετανοήσουν.
Aπ’ την καλή μου την καρδιά κι απ’ τη φιλοτιμία
ό,τι κι αν είχα το “χασα σ’ αυτήν την κοινωνία
Ο καλός καλό δεν έχει, 1954 (Κολοκοτρώνης)
Μα έλα που γεννήθηκα μόνο καλό να κάνω,
γι” αυτό στα πεζοδρόμια μια μέρα θα πεθάνω
Ποτέ μην αδικήσεις, 1956 (Μπακάλης – Βίρβος)
Το θέμα της καταστροφής του καλού, που εμφανίζεται στα περισσότερα κείμενα της κατηγορίας, καταγγέλλει τη σκληρή τύχη που περιμένει τους καλούς άνδρες στην άδικη κοινωνία της εποχής. Ο καλός, συναισθηματικός και φιλότιμος άνδρας αδικείται και κατατρέχεται χωρίς σταματημό και οδηγείται στην καταστροφή, τη μοναξιά και τον θάνατο στους δρόμους.
Τι έχω φταίξει στη ζωή και δεν γνωρίζω προκοπή
με κυνηγάει τ’ άδικο, τ’ άδικο, τ’ άδικο
Γιατί να μ’ αδικούνε γιατί να με μισούνε
γιατί τόση κακία να βρίσκω στη ζωή
Αχ γιατί γιατί, 1962 (Καζαντζίδης – Δαλέζιος)
Μεγάλη αδικία και καταστροφή,
εμένα με αδίκησαν και μ’ έχουν καταστρέψει
σε ποιον να πω τον πόνο μου και ποιος να με πιστέψει
Μεγάλη αδικία, 1958 (Δερβενιώτης – Κολοκοτρώνης)
Παλιόκοσμε μ’ αδίκησες, μ’ έχεις βαριά πληγώσει
το μίσος κι η κακία σου και η αχαριστία σου μ’ έχουνε χαντακώσει
Αυτή είναι η κοινωνία, 1959 (Καζαντζίδης)
Εχω πια αγανακτήσει όπως μ’ έχουν καταντήσει
Τον κόσμο τον δοκίμασα, 1960 (Καζαντζίδης – Ζήτης)
Σε ορισμένα κείμενα συναντάμε εκδοχές του θέματος της καταστροφής του καλού, σύμφωνα με τις οποίες η κακία και η αδικία εμποδίζουν τον ήρωα να ξεφύγει από τη φτώχεια, να κάνει προκοπή και να κατακτήσει τη θέση που του αξίζει.
Οι φόρμουλες αυτές θυμίζουν τις αυτοβιογραφικές αφηγήσεις του Καζαντζίδη, οι οποίες μπορούν πράγματι να διαβαστούν σαν μια σειρά από εικονογραφήσεις του θέματος της καταστροφής του καλού.
Ο Βασίλης Βασιλικός, στο πρώτο βιβλίο του, στο οποίο συνοψίζει τις εντυπώσεις του από τη γνωριμία του με τον τραγουδιστή, παρατηρεί ότι όλες οι ιστορίες του Στέλιου έχουν περίπου την ίδια κατάληξη: της καταστροφής που προέρχεται από την απονιά, τη ζήλια και τον φθόνο των άλλων (1978: 18).
Οι φόρμουλες των κειμένων αρθρώνουν ένα δριμύ «κατηγορώ», που θυμίζει τον λόγο του ίδιου του Καζαντζίδη, ο οποίος αποδίδει τον πόνο και τα βάσανα που ταλάνισαν τη ζωή του στην εγκληματική δράση συγκεκριμένων ανθρώπων στενά συνδεδεμένων με την εξουσία.
Η ηθική υπόσταση του ατόμου είναι αξεδιάλυτα συνδεδεμένη με τα συναισθήματά του και θεωρείται μερικές φορές αμετάβλητη και σχεδόν προκαθορισμένη. Ο ηθικός χαρακτήρας εδράζεται στην καρδιά και συναρτάται άμεσα με την ποιότητα και το μέγεθός της.
Οι καλοί και φιλότιμοι έχουν καλή, χρυσή, μεγάλη καρδιά, συγκινούνται εύκολα και νιώθουν έντονα συναισθήματα. Ο καλός έχει πάνω από όλα αναπτυγμένη την ικανότητα του πόνου, που θεωρείται σημάδι καλοσύνης και αρετής.
Ο καλός δεν πονά μονάχα για τα δεινά που υφίσταται, αλλά συμπονά και συμπάσχει με τον πόνο των άλλων, πονά όταν βλέπει να συμβαίνουν αδικίες και λυπάται βαθιά για την επικράτηση της αδικίας στον κόσμο.
Οι κακοί αντίθετα είναι σκληροί, άπονοι και άκαρδοι, έχουν δηλαδή μειωμένη ικανότητα για πόνο και μπορούν έτσι να διαπράττουν αδικίες και εγκλήματα.
Ο πόνος έχει στα καζαντζιδικά τραγούδια, όπως και στην εντόπια χριστιανική λαϊκή παράδοση, μια αύρα αγιότητας (Dubish 2000).
Το θέμα της καταστροφής του καλού είναι ένα μαρτυρολογικό θέμα. Ο καλός διατηρεί την ηθική του συγκρότηση μέσα σε ένα αντίξοο, εχθρικό και διεφθαρμένο περιβάλλον και οδηγείται εξαιτίας της στην καταστροφή και τον θάνατο.
Το μαρτύριο είναι μια κεντρική μεταφορά στο καζαντζιδικό τραγούδι. Οι φτωχοί, οι βασανισμένοι, οι βιοπαλαιστές παρουσιάζονται να κουβαλούν τον σταυρό του μαρτυρίου και να υποφέρουν με τρόπους που θυμίζουν τις δοκιμασίες των μαρτύρων.
Αυτό ισχύει ακόμα περισσότερο για τον καλό άνδρα, που υποβάλλεται εθελοντικά, ή εξαιτίας της καλοσύνης του, σε βάσανα και μαρτύρια.
Το μαρτύριο κατέχει σημαντική θέση στις τρεις μεγάλες θρησκείες της Ανατολικής Μεσογείου, όσο και σε κοσμικές ιδεολογίες, όπως ο εθνικισμός και ο κομμουνισμός (Τζεδόπουλος 2002: 108). Το μαρτύριο του Χριστού και των χριστιανών αγίων και μαρτύρων θα μπορούσε ασφαλώς να θεωρηθεί ένα από τα πρότυπα του καζαντζιδικού μαρτυρίου.
Πολλά τραγούδια περιέχουν άμεσες ή έμμεσες αναφορές στη χριστιανική θρησκεία και στο «Του πατέρα η συμβουλή» (1964, Μπακάλης) ένας πατέρας συμβουλεύει τον γιο του να μιμηθεί τον Χριστό. Το θέμα της καταστροφής του καλού, όμως, είναι μάλλον άγνωστο στην Ορθοδοξία και εκφράζει μιαν αντίληψη για το κακό που διαφέρει από τις καθιερωμένες ορθόδοξες αντιλήψεις.
Οι σκέψεις αυτές με οδήγησαν αρχικά στο να ερμηνεύσω το θέμα του καλού σαν ένα κοσμικό πληβειακό θέμα, μια διάθλαση των θρησκευτικών προτύπων, που έχει κρατήσει το μαρτύριο χωρίς την πίστη, τον πόνο χωρίς την υπομονή, τη θυσία χωρίς την ανταπόδοση.
Λίγο αργότερα, όμως, η ανακάλυψη των τελετουργιών του Μοχαράμ με έκανε να αισθανθώ ότι το θέμα έχει μια βαθύτερη θρησκευτική δομή και διάσταση και αποτελεί μιαν αντίληψη του κόσμου και έναν τρόπο στηλίτευσης της αδικίας που είναι πολύ συγγενής με τη μαρτυρολογική παράδοση του σιιτικού Ισλάμ.
Υπάρχουν πραγματικά εντυπωσιακές συγγένειες ανάμεσα στα τραγούδια του καλού και στα θέματα, τις ιδέες, τα συναισθήματα και την αίσθηση του κόσμου που κατασκευάζονται και επιτελούνται στη διάρκεια της σιιτικής τελετουργίας του Μοχαράμ (Moharram) (Good και Good 1988, Wolf 2007).
Στη διάρκεια των πολυήμερων και μαζικών τελετουργιών του Μοχαράμ (που αναπαριστούν το μαρτύριο του Χοσεΐν και των συντρόφων του) κατασκευάζεται μια παραδειγματική σύγκρουση ανάμεσα στους δίκαιους και ευαίσθητους και την επικρατούσα κοινωνική αδικία και καταπίεση και προβάλλεται μια τραγική οπτική της κοινωνικής τάξης και της μοίρας των δίκαιων σ’ αυτήν, που μοιάζει πολύ με τα καζαντζιδικά τραγούδια του καλού.
Οσοι είναι δίκαιοι και καλοί πρέπει να είναι προετοιμασμένοι για το μαρτύριο και τη θυσία. Ο πόνος και η μελαγχολία είναι μια ένδειξη αρετής, ευαισθησίας και προσωπικού βάθους, μια συνέπεια της κατανόησης του εφήμερου της ζωής και της αδικίας του κόσμου, ένας τρόπος μετάνοιας και μια μορφή διαμαρτυρίας και κινητοποίησης ενάντια στο κακό.
Η φυσιογνωμία και τα συναισθήματα του καζαντζιδικού καλού διαφέρουν βέβαια συχνά, με σημαντικούς τρόπους, από τα θρησκευτικά πρότυπα.
Ο πόνος των ηρώων δεν έχει την υπομονή, τη μετάνοια ή την ελπίδα, που έχει ο θρησκευτικός πόνος, ενώ αντίθετα χαρακτηρίζεται από απελπισία, αγανάκτηση και απαίτηση, που δεν συνάδουν με τη θρησκευτική στάση.
Ο πόνος είναι σημάδι εκλογής σ’ έναν ιδιαίτερο προορισμό, όπως στον θρησκευτικό λόγο, αλλά συνήθως απουσιάζει κάθε αντιστάθμιση, κάθε πίστη σε μια μελλοντική απολύτρωση σ’ αυτόν ή τον άλλο κόσμο. Η μοίρα του καλού είναι έτσι τραγική και παράλογη και μοιάζει με μια θυσία δίχως σημασία και μ’ έναν αγώνα χωρίς ελπίδα δικαίωσης.
Βιβλιογραφικές αναφορές
Βασιλικός Βασίλης, 1978, «Η Ζωή μου Ολη» (Στέλιος Καζαντζίδης), Αθήνα, εκδ. Φιλιππότη.
http://www.efsyn.gr/arthro/o-kalos-kalo-den-ehei-0