Habemus Corpus?

wpid-wp-1447914585133.jpeg

Δεν χρειάζομαι πια ξυπνητήρι, ούτε το χρησιμοποιώ. Με ξυπνά η Τράπεζα. Συνήθως μου ρίχνει μιαν αναπάντητη. «Καλώ πίσω» που λένε και οι Αμερικανοί, «ευχαριστούμε που καλέσατε την Εθνικοπειραϊκή Πίστεως και Γιουροπίστεως» μου απαντά το ρομπότ με μια ευγενική κοριτσίστικη φωνή

που σε ταξιδεύει σε νεανικές παραλίες και ηλιοβασιλέματα (γεμάτα αναμνήσεις).

Τώρα πια, δεν «καλώ πίσω», βλέπω την αναπάντητη – μου υπενθυμίζουν ότι με έχουν στο πρόγραμμα, και

αναμένω το πρώτο SMS, που με τη σειρά του σημαίνει ότι πια με έχουν βάλει στο μάτι. Πάλι. Στην αρχή ντρεπόμουν. Τώρα δεν τους μπινελικώνω, για να μη χαλάσω τη μέρα μου (που θα μου τη χαλάσει η εφορία, ο ΕΝΦΙΑ, οι ρυθμίσεις και οι λοιπές δόσεις, άμα τε και υποχρεώσεις). Ομως, όταν το πράγμα φθάνει

στο απροχώρητο και τους χρωστώ 68,7 ευρώ για δέκα ολόκληρες μέρες, την υπόθεση παίρνουν στα χέρια τους τα «κεντρικά» (εγέρθητου) και μου κάνουν την τιμή να μου απευθυνθούν διά ζώσης

συνήθως ευγενικές κυρίες και συμπαθείς άνδρες.

Αφού με προειδοποιήσουν ότι η συνομιλία μας καταγράφεται, με εξετάζουν στα δόντια για να διαπιστώσουν ότι το μουλάρι στο οποίον απευθύνονται είναι η αφεντιά μου, στην περίπτωση που αποδείξει ότι γνωρίζει τον αριθμό ταυτότητας ή το ΑΦΜ μου. Απαντώ

και υποτάσσομαι, διότι όποτε έχω επιχειρήσει κάτι διαφορετικό, έχω αποτύχει παταγωδώς! Για παράδειγμα, με ερωτά η ευγενική φωνή: ο κ. Σταυρόπουλος; Οχι! διαμαρτύρομαι εγώ, πέθανα χθες βράδυ μέσα σε φρικτούς πόνους (όπως έλεγε ο αείμνηστος Λέων Καραπαναγιώτης κάνοντας πλάκες) – αφήστε τα αυτά, κ. Σταυρόπουλε, μου απαντάει ατάραχη, αλλά κάπως πιο κρύα η ευγενική φωνή – βρείτε κάτι πιο έξυπνο!

Πανικόβλητος έτρεξα κι έβαλα τα 68,7 ευρώ (που στο μεταξύ είχαν γίνει 68,95 ευρώ) στην τράπεζα και συντετριμμένος παραδέχθηκα ότι «δεν θα μπορούσα να κάνω αλλιώς».

Οπως καταλαβαίνετε, είμαι ένας συνεργάσιμος.

Που στη γλώσσα των τραπεζών σημαίνει ένας μαλάκας. Διότι, να αποσβένεις σήμερα -μετά από πέντε χρόνια κρίσης- παγωμένες κάρτες με επιτόκια 12% ή 16% σημαίνει ότι είσαι ο προειρηθείς και μάλιστα με περικεφαλαία. Κορινθιακή. Και φουντωτό λοφίο. Βάζεις δόση 150 ευρώ και σβήνεις 80! Καλά κρασιά (και φορολογημένα).

Αντιθέτως, αν φθάσεις στον πάτο του συνεργάσιμου και πας στην τράπεζα για να ζητήσεις κάποια μείωση του επιτοκίου (ούτε κούρεμα, ούτε άλλο τι το παρεμφερές) – μας περνάτε για μαλάκες, κύριε; σου απαντούν ευγενέστατα και by the book. Διότι υπάρχει και η τραπεζική δεοντολογία. Η οποία, κατά την κυρία Κατσέλη, επιβάλλει οι τράπεζες να αντιμετωπίζουν τα προβλήματα των ασθενών τους με προσοχή και τρυφερότητα. Αν

είναι συνεργάσιμοι. Δηλαδή κολίγες. Να τρέχουν πάνω κάτω να μαζέψουν τα χαρτιά που χρειάζεται η τράπεζα για να σου απορρίψει το αίτημα. Ή, αν όχι, να σε πάρει υπό την προστασία της όπως εκείνους που έχουν καταφύγει στο νόμο Κατσέλη – δούλους διά βίου, που δεν μπορούν να πουλήσουν ή να αγοράσουν οτιδήποτε χωρίς να «ενδιαφερθεί» η τράπεζα, χωρίς η οικονομική τους κατάσταση, αν τυχόν βελτιωθεί, να μη χορτάσει πρώτα απ’ όλα με τη μερίδα του λέοντος την καλοσύνη της τράπεζας – της αγίας προστάτιδος τράπεζας.

Μόνον τα κορίτσια δεν παίρνουν απ’ τις οικογένειές τους την πρώτη νύχτα του γάμου τους οι Σεπτοί Τόκοι και τα Απληκτα Εδικτα των τραπεζών. Ομως

πρόκειται για «συμφωνίες κυρίων», που λέει και ο κ. Δραγασάκης. Συνεπώς, τρέμε συνεργάσιμε μην εκπέσεις τους αξιώματός σου, κι από κολίγος γίνεις σκλάβος. Ομως εμένα

δεν με ενδιαφέρει η γλώσσα των τραπεζών, με ενδιαφέρει η γλώσσα της κυβέρνησης. Που πλέον ομιλεί τη γλώσσα της Τρόικας. Με ενδιαφέρει που δεν έχω πια Σύνταγμα κι έχω Μνημόνιο.

Ελεγε ο ΣΥΡΙΖΑ (κι εγώ μαζί του): κανένα σπίτι στα χέρια τραπεζίτη. Ωδιναν εννέα μήνες Σταθάκης, Τσίπρας, Τσακαλώτος κι έτεκαν νομοσχέδιο (φαστ τρακ κι αυτό) με τον οποίον όποιος βγάζει πάνω από 580 ευρώ τον μήνα μπορεί να χάσει το σπίτι του.

Η κυβέρνηση κοινωνικής σωτηρίας (!) κατάφερε έτσι να προστατεύσει το 1/4 των δανειοληπτών – το υπόλοιπο νομοσχέδιο είναι γραμμένο έτσι, άνευ λόγου. Αλλά

μετά λόγου γνώσεως για τους λόγους και τα κριτήρια με τα οποία χάνεις το σπίτι σου ή το μαγαζί σου ή την επιχείρησή σου (το 60%των κόκκινων δανείων είναι επιχειρηματικά, με τη μεγάλη πλειοψηφία τους να αφορά σε μικροεπιχειρήσεις) – θαύμα! «Είμαστε

θύματα της επιτυχίας μας», όπως είπε και ο κ. Τσακαλώτος, περιγράφοντας το success story Τσίπρα, κι όχι Σαμαρά, αυτήν τη φορά.

Ομως, σε όλα αυτά τα τραγελαφικά, τα γελοία, τα θηριώδη κι επικίνδυνα κρύβεται ένας ακόμη μεγαλύτερος κίνδυνος: ο εθισμός. Εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι, εκατομμύρια, εκπαιδεύονται να ζουν με την αγωνία και τον φόβο. Αγωνία μην πάει κάτι στραβά και τους φάνε το σπίτι, φόβο μη χάσουν το προνόμιο του συνεργάσιμου. Εκπαιδεύεται

μια ολόκληρη κοινωνία στην ιδέα ότι τα σκιρτήματα είναι κινδυνώδη, ότι οι προσδοκίες είναι αμαρτίες – κάτσε καλά να τη βγάλεις, κι αν δεν τη βγάλεις, τι να κάνουμε; «δεν μπορούσαμε να κάνουμε αλλιώς». Στο μεταξύ, οι τρεις στους τέσσερις δανειολήπτες είναι από χέρι καμένοι – πλην όμως, μη φοβάσθε, αν μάθετε να φοβάσθε, μη φοβάσθε τίποτα. Δεν θα μας φάει το σπίτι η τράπεζα, αρκεί να μας πίνει το αίμα για να μη μας το φάει. Και η κυβέρνηση! κάνει ό,τι μπορεί

για να συνηθίσεις στην ιδέα ότι μπροστά μας απλώνεται ένας κόσμος ζόφου, ένας αγρός του Κεραμέως, ένας Κρανίου τόπος, για το σπίτι σου, τη δουλειά σου, το ασφαλιστικό σου, τι να κάνουμε; είναι

δύσκολοι οι καιροί! τι είναι ο άνθρωπος; ένα σαλαμάκι είναι! φέτα-φέτα κόβεται η ζωή του, το σπίτι, ο μισθός, τα δίδακτρα, φέτα-φέτα οι δόσεις σου, οι φόροι σου, «τίποτα δεν πάει χαμένο» έλεγες, όλα πάνε χαμένα διαπιστώνεις και στέκεις σαν χαμένος

μέσα σε ένα νέο τοπίο γεμάτο (πάλι) παλιά ψέματα και νεοπαλιούς ευφημισμούς. «Βολονταρισμός ήταν, είπαμε και μια κουβέντα παραπάνω» λένε

τώρα ξεδιάντροπα άνθρωποι που άλλοτε μετρούσαν τα λόγια τους και σε κοιτούσαν στα μάτια.

Ομως, κανένα σπίτι δεν θα χαθεί! Σφιγμένες γροθιές οι γειτονιές για όποιον πολίτη, όποια φαμίλια κινδυνεύσει.

Για την ώρα, απ’ τις βίγλες η κυβέρνηση Τσίπρα – Κατρούγκαλου – Τζάκρη τοξεύει μισθούς, συντάξεις, ασφαλιστικά δικαιώματα. Τοξεύει και σκοτώνει. Μας πετάει λιθάρια τα πακέτα, το ένα ύστερα απ’ το άλλο, υγρόν πυρ τα προαπαιτούμενα, καίει το παρόν κι ύστερα το ξανακαίει, ζεματίζει με βραστό λάδι το μέλλον κι ύστερα το ξαναζεματίζει. Πόσο θα

κρατήσει αυτό; Ως τις εκλογές του Σεπτέμβρη η κυβέρνηση αγόραζε χρόνο, πουλώντας ελπίδα, τώρα πια αγοράζει χρόνο πουλώντας πατρίδα.

Βαριά κουβέντα. Ομως έτσι είναι όταν δεν υπερασπίζεσαι Σύνταγμα και υπακούς Μνημόνια…

image

http://www.enikos.gr/stathis/353312,Habemus-Corpus.html