“Και στη θάλασσα να ρίξω το κρεβάτι μου”, τραγουδάει η φωνή της ίσια, μέσα στο μυαλό μου. Και είναι αργά, σχεδόν ξημέρωμα όταν γυρνάω σπίτι. Έχει πάρει να αλλάζει χρώμα το φως, έχει πάρει να βαραίνει το δεξί μου βλέφαρο. Και ήθελα να αλλάξω πορεία, αλήθεια στο λέω. Να πάρω τον δρόμο του βουνού, να βγω στην θάλασσα. Πόσα χρόνια πες μου, έχεις να δεις την θάλασσα ξημέρωμα; Να βγάλεις τα παπούτσια σου κι ας είναι χειμώνας, να πετάξεις κάλτσες να γεμίσουν άμμο και να στριφογυρίσεις αστράγαλο εκεί που εξαλείφεται το κύμα; Να βυθίσεις δάχτυλα στην πιο υγρή μου νύχτα; Εκεί που παίρνει να φωτίζει. Έλα, άσε με, μην με κρατάς θέλω να χορέψω! Το σπίτι ήταν δίπλα στην μαύρη άμμο. Και δεν έμενε κανείς εκεί στις ζέστες. Αν κοιτούσες μέσα από το τζάμι έβλεπες ένα τραπέζι, δυο καρέκλες και ένα πανεράκι με ψωμί, βούτυρο και αλάτι. Αλάτι χοντρό σαν αυτό που κράταγε η γιαγιά μου στο γυάλινο βάζο. Δεν κοιτούσες πιο προσεκτικά και δεν έβλεπες τις ψόφιες μύγες, ούτε το μουχλιασμένο ψωμί. Ούτε την μια καρέκλα που ξαπλωμένη στο βρώμικο πάτωμα μαρτυρούσε την απώλεια. Μετά αναστέναζες σιγανά και ξαναγυρνούσες στην θάλασσα. Πως την λέγανε εκείνη την παραλία που τρέχαμε όταν είχα έρθει να σε βρω; Εκείνη που συναντήσαμε αρκετά πιο πάνω από την Άρτα; Εκείνη που ξαπλώσαμε δίπλα στις χαμηλές θίνες και μου είπες πως θες να τα αλλάξεις όλα και να κρατήσεις μόνο εμένα; Πες, πόσο όμορφα είναι τα μάτια μου; Χαρτιά τράπουλας φτιάχνουν ένα καλειδοσκόπιο αλλαγών. Το κοιτάζω, το βλέπω και παίζω μ’ αυτό. Την τρέλα φίλε, την τρέλα που σαλεύει τις κουρτίνες αχνά, αυτή την τρέλα ψάξε. Κι αν με δεις να χορεύω είναι που ακούω Joy Division στο σκοτάδι και κοινωνώ το αίμα της αλλαγής….
εγραψε το πιτσιρικι