Στα λόγια που σε στόλιζα

6586

Άργησα να σε ψάξω.
Νόμιζα ότι δεν υπάρχεις.
Δε δικαιολογούμαι.
Αν ήξερα ότι στ” αλήθεια υπάρχεις, θα σε έψαχνα νωρίτερα.

Η ανάγκη με έκανε να σ’ αναζητήσω .
Ήταν τυφλή όμως, βιαζόταν.
Τότε δεν καταλάβαινα .

Έτρεχα από πίσω σου, ναι! Όμως δεν ήθελα να υπάρχεις.
Και δεν υπήρχες στα σώματα που σε έψαχνα .
Στα λόγια που σε στόλιζα, δεν υπήρχες.
Στην ηθική μου, στα νεύρα μου, στα στημένα ξεσπάσματα, πουθενά.

Έλειπες και εγώ μπήκα στις θάλασσες προσβεβλημένη να σε βρω.
Έτσι μπήκα με τη τσαντίλα μου μόνο στα πιο βαθιά νερά.
Άλλοι δείλιαζαν χρόνια.
Μα εμένα μ’ έσπρωχνε η μανία μου να σε κρίνω.

Τα νερά όμως δεν κάνουν εξαιρέσεις.
Τα κύματα δε λένε να “χουν προτιμήσεις.
Παρασέρνουν.
Έτσι είναι φτιαγμένα, χωρίς περιορισμούς.
Γελοίο είναι να απαιτείς απ’ τις θάλασσες να κάνουν όπως σου αρέσει.

Tο κατάλαβα και ευχόμουν να βουλιάξω, για να τελειώνουμε και οι δυο.
Μα πάλι τα ίδια να κάνω.
Να μη βάζω μυαλό.
Με μισή αναπνοή πάλι εσένα να ζητάω.

Στα βράχια δεν ανέβαινα να ξαποστάσω, χτύπαγα μόνο τις γροθιές μου για να σε ξεχνάω.
Σακατευόμουν και νόμιζα σε βρήκα.
Λέω τα βράχια είσαι τελικά, αυτά τα αφιλόξενα και το νερό που με πνίγει.
Ποτέ δε θα καθίσουμε μονοιασμένοι. Θα αλληλοπληγωνόμαστε για πάντα.
Και εγώ μ΄ όλους θα τα βάζω για να ξεχνάω πως δε σ΄έχω.

Χαμένος κόπος!
Κενό.
Αυτό μέσα μου ήταν, το ήξερα. Εσένα όμως δε σε ήξερα, σε ένιωθα.
Υπήρχες.
Μου έλειπες και αυτό σήμαινε ότι υπάρχεις.
Μέσα μου σε κουβάλαγα και σε έριχνα στα κύματα για πλάκα.
Eσύ υπέμενες και με περίμενες να σπάσω για να ελευθερωθείς.

Μονάχα τότε, στα ακίνητα νερά της απελπισίας ξεπρόβαλες με μια μορφή.
Τότε στη ηρεμία πρωτάκουσα τον ήχο της φωνής σου.
Θυμάμαι, δε σε είχα ανάγκη μανιασμένα, απλά σε ήθελα. Έτσι,ελεύθερα.
Ήθελα να σε δω μόνο για τη χαρά ότι σε είδα, άμα ήθελες βέβαια να έρθεις.

Και ήρθες.

°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°
ΤΟ ΠΙΤΣΙΡΙΚΙ ΕΙΝΑΙ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΟ ΚΑΙ ΒΑΣΙΖΕΤΑΙ ΜΟΝΟ ΣΤΟΥΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΕΣ ΤΟΥ. ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΤΕ ΤΙΣ ΔΙΑΦΗΜΙΣΕΙΣ ΤΗΣ GOOGLE ΠΑΤΩΝΤΑΣ ΠΑΝΩ ΣΤΙΣ ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΕΣ ΕΙΚΟΝΕΣ. ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ
°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°