Η μποσανόβα του Δον Κιχώτη

wpid-wp-1491196804429.jpeg

Κάποιες φορές είναι λες και οι συμπτώσεις συναθροίζονται για να σ’ οδηγήσουν σ’ ένα συγκεκριμένο μέρος. Έρχεται η πρώτη, δεν την αναγνωρίζεις, μετά η δεύτερη κι η τρίτη, θηλυκώνουν άψογα, και στο τέλος της μέρας μοιάζει λες κι όλα έχουν κάποιο νόημα.

Σαν ταινία, όπου πρέπει να παίξει η τελευταία σκηνή, να κρεμαστεί ο ήρωας απ’ το κλαδί, ώστε να καταλάβεις γιατί ο σκηνοθέτης μας έδειχνε εκείνο το δέντρο στην αρχή.

Όμως οι ταινίες και τα βιβλία είναι κλειστά συστήματα, καθετί που υπάρχει μέσα σ’ αυτά πρέπει να εξυπηρετεί την ιστορία, αλλιώς είναι παραπανίσιο υλικό -και συνήθως θα το βρεις στις «κομμένες σκηνές».

Η ζωή δεν είναι έτσι. Αποτελείται κυρίως από παραπανίσιο υλικό και άχρηστες πληροφορίες. Κι ο νους παίζει το ρόλο του σκηνοθέτη, κρατώντας μόνο όσα τον ενδιαφέρουν.

Έτσι στο τέλος της ημέρας, στο τέλος της ζωής, παρατηρείς αυτά που κράτησες και νομίζεις ότι υπάρχει κάποιο κρυφό νόημα, κάποια κρυφή αρμονία ισχυρότερη απ’ τη φανερή.

Ίσως και να υπάρχει. Ποιος είμαι εγώ για να πάω κόντρα στον Ηράκλειτο.

Η πρώτη σύμπτωση εκείνης της ημέρας, που ακόμα δεν ήταν σύμπτωση αφού δεν συνέπιπτε με κάτι άλλο, ήταν ο μαρξιστής Θερβάντες.

Το καφέ όπου δουλεύω συστεγάζει μια δημοτική γκαλερί. Ο Νίκος, ο υπεύθυνος της γκαλερί, είχε γράψει στο περιοδικό της Καλαμαριάς ένα άρθρο για τον μαρξιστικό λόγο του Θερβάντες.

Το κείμενο, μόλις 400 λέξεις, δεν είχε την απαιτούμενη έκταση για να ολοκληρώσει μια τόσο δύσκολη σύνδεση. Η κεντρική ιδέα, όπως μου την εξήγησε κι ο Νίκος, ήταν ότι ο Θερβάντες λοιδωρούσε το άτομο ως πρωτεργάτη της ιστορίας.

Υποστήριζε ότι για πρώτη φορά κάποιος αποδόμησε τον ηρωισμό. Για πρώτη φορά έφτασε στα χέρια του λαού ένα βιβλίο όπου ο ήρωας ήταν γελοίος, ήταν αντιήρωας. (Αυτό το «πρώτη φορά» ίσως να μην ίσχυε, αν είχε διασωθεί το πρώτο βιβλίο που αποδίδεται στον Όμηρο, ο Μαργίτης ή Ηλιθιάδα…

Ο Θερβάντες που είχε ζήσει τον πόλεμο και τον «ηρωισμό» του, χάνοντας ένα χέρι στη ναυμαχία της Ναυπάκτου (1571) , ήταν το κατάλληλο άτομο για να πει στο λαό ότι τα άτομα δεν διαμορφώνουν την ιστορία.

Ουπς! Εδώ υπάρχει ένα μικρό εννοιολογικό σφάλμα: «…το κατάλληλο άτομο για να πει στο λαό ότι τα άτομα δεν…»

Ίσως ο Μαρξ να μην ήταν μαρξιστής. Κι ο Θερβάντες, που χαρακτήρισε με το μυθιστόρημα του την «ισπανική ψυχή», μάλλον δεν ήταν τόσο Ισπανός όσο νομίζουμε.

Οι συμπτώσεις συνεχίστηκαν χωρίς να γνωρίζω ακόμα ότι πρόκειται για συμπτώσεις -έπρεπε να προχωρήσει η μέρα για να να καταλάβω τη σύνδεση.

Η επόμενη σύμπτωση ήταν ο ήλιος.

Τέλη Μαρτίου, ο ουρανός καθάρισε, η ώρα άλλαξε, κι ήταν έξι το απόγευμα με τον ήλιο να επιμένει.

Η θάλασσα στην Αρετσού στραφτάλιζε, οι γλάροι αιωρούνταν, ο Όλυμπος απέναντι φαινόταν καθαρά σαν γαλάζιο παγωτό με σαντιγί στην κορυφή, κι όλα ήταν τόσο γραφικά που θύμιζαν διαφημιστικό φιλμάκι του υπουργείου τουρισμού: «Ελάτε στην Ελλάδα, ελάτε στον ήλιο!»

Επηρεάστηκα κι εγώ απ’ τον ήλιο, οπότε αποφάσισα ν’ αλλάξω μουσική στο μαγαζί. Ψάχνοντας στο youtube έπεσα σε μια συλλογή με μποσανόβες. Το έβαλα να παίζει, αλλά εκείνη τη στιγμή δεν ήξερα τι σχέση μπορεί να έχει η μποσανόβα με τον ήλιο.

Αργότερα, ψάχνοντας στο διαδίκτυο, ανακάλυψα ότι έχει απόλυτη σχέση. Οι μουσικολόγοι κι οι ίδιοι οι πρωτεργάτες αυτής της μουσικής είπαν ότι ήταν «ένα δημιούργημα της ημέρας, του ήλιου».

Αυτή ήταν η δεύτερη σύμπτωση, κλιματική και μουσική, κι ίσως να μην είχε σημασία αν δεν έμπαινε στο μαγαζί ο Δον Κιχώτης.

Στην αρχή δεν του έδωσα σημασία, δεν τον είδα καν, γιατί δούλευα μπάρα, οπότε δεν συγχρωτιζόμουν με τους πελάτες, μόνο τους έφτιαχνα καφέδες και ποτά.

Λίγο μετά η σερβιτόρα σχόλασε, μου παρέδωσε ταμείο κι απλήρωτους πελάτες. Θα κρατούσα μόνος το μαγαζί ως το κλείσιμο. Τότε μόνο, όταν μου είπε «κι ο τύπος στο 5 είναι απλήρωτος» γύρισα και τον παρατήρησα.

Ήταν καθισμένος προφίλ. Γύρω στα εβδομήντα, μπορεί κι εβδομήντα πέντε. Αλλά δεν έμοιαζε με τους συνηθισμένους καλαμαριώτες γέροντες.

Ήταν ασκητική μορφή, αλλά ταυτόχρονα και στοχαστική, όπως ο Rochefort, όταν προσπάθησε να παίξει τον Δον Κιχώτη στην ταινία του Τέρι Γκίλλιαμ, εκείνη την ταινία που ποτέ δεν ολοκληρώθηκε (The Man Who Killed Don Quixote)

Με το μουστάκι-γενάκι, με τον τρόπο που κοιτούσε, με τον τρόπο που στεκόταν (λιπόσαρκος, μα αριστοκρατικός), με έκανε σκεφτώ αμέσως τον ιδαλγό της Μάντσας.

Κουβαλούσε την αποτυχία της ζωής με αξιοπρέπεια. Αυτό ακριβώς. Ήξερε ότι είχε χάσει (τί; πόσα;) αλλά το δεχόταν χωρίς να γκρινιάζει.

Ένας από τους αγαπημένους μου αντιήρωες, σαν τον σαν τον Σαρλό, σαν τον Τσινάνσκι.

(Και τώρα σκέφτομαι ότι αυτό που κάνει την νίκη ή την ήττα να έχουν αξία είναι ο τρόπος που τις αποδέχεσαι. Χωρίς να θριαμβολογείς ή να μεμψιμοιρείς. Μόνο ένα ελάχιστο χαμόγελο, είτε χάνεις είτε κερδίζεις, κι ύστερα να συνεχίζεις την προσπάθεια, είτε έχεις χάσεις είτε έχεις κερδίσει.)

Πήγα στο τραπέζι του Κιχώτη, δήθεν για να του αλλάξω τασάκι, αλλά στην πραγματικότητα για να τον δω από κοντά.

«Ωραία μουσική», μου είπε δείχνοντας με το δάχτυλο το ηχείο.
«Ναι. Βραζιλιάνικα.»
«Σκατά βραζιλιάνικα.»

Έμεινα ακίνητος, προσπαθώντας να καταλάβω τι εννοούσε.

«Ζιλμπέρτο και Ζομπίμ είναι», είπε.
Δεν υπήρχε απολογητικός τόνος στη φωνή του, δεν προσπαθούσε να καλύψει εκείνο το «σκατά».
«Βραζιλιάνοι δεν είναι αυτοί;» τον ρώτησα, ενώ γνώριζα ότι ήταν.
«Κι ο Χατζιδάκις Έλληνας ήταν. Η μουσική του ήταν… ελληνικά τραγούδια;»
«Ε, ναι, εντάξει. Ήταν επηρεασμένος και απ’ τα ελληνικά, αλλά… Η μουσική του Χατζιδάκη ήταν…»
«Χατζιδάκις».
«Ναι, σίγουρα. Με σφραγίδα. Όταν ακούς τη μουσική του δεν σκέφτεσαι τι ωραία τραγούδια φτιάχνουν οι Έλληνες, αλλά τι ωραία κομμάτια έφτιαξε ο Χατζιδάκις.»

Για πρώτη φορά ο Κιχώτης γύρισε και με κοίταξε με ενδιαφέρον.

«Έχεις ακούσει βραζιλιάνικη μουσική;» με ρώτησε.
«Εννοείτε… Σάμπα και τέτοια;»
«Ναι. Και τέτοια.»
Και ξεκίνησε να μου λέει.

Αν βρεθείς στη Παρανάγκουα ή στο Ρεσίφε και στο Ρίο, όχι στα τουριστικά μέρη, αλλά στις φτωχογειτονιές, θ’ ακούσεις να παίζουν την αληθινή βραζιλιάνικη μουσική. Θα δεις να τη χορεύουν.

Είναι μόνο κρουστά και συνήθως αυτοσχέδια. Κάδοι και δεξαμενές, τελάρα και σίδερα ή καμπανάκια. Είναι ρυθμός άγριος και αρχέγονος, σαν να βγαίνει απ’ τα συκώτια της Αφρικής.

Το τραγούδι θυμίζει την απαρχή της τραγωδίας. Κάτι λέει ο κορυφαίος κι ο «χορός» απαντάει ή επαναλαμβάνει.

Είναι βίαιη μουσική και σεξουαλική. Όχι ερωτική, όχι λικνίσματα και χαμόγελα. Είναι γέλιο και πόνος και συνουσία και οργασμός.

Μοιάζει να μην έχει αρχή και τέλος. Ένα κομμάτι μπορεί να παίζεται για ώρες ατελείωτες, χωρίς να υπάρχει ανάγκη για ρεφραίν και κουπλέ ούτε για γέφυρες και ριφ.

Οι μουσικοί παίζουν μέχρι να εξοντωθούν, να πεθάνουν, να χύσουν. Οι χορευτές χορεύουν μέχρι να εξοντωθούν, να πεθάνουν, να χύσουν. Δεν υπάρχει πιο σεξουαλική μουσική απ’ τη σάμπα. Ζωώδικα σεξουαλική, χωρίς υπεκφυγές και ρομαντισμούς, μόνο θέλω-να-γαμηθώ-στον-χορό.

Οι λευκοί τρομάζανε μ’ αυτή την οργιαστική διάθεση. Έτσι ο Ζιλμπέρτο κι ο Ζομπίμ πήραν τη σάμπα, αφαίρεσαν τα κρουστά, που μοιάζει σαν ν’ αφαιρείς τη σωματική επαφή απ’ το σεξ, έβαλαν κιθάρες και μελιστάλαχτες φωνές, τζαζ ακκόρντα και πολύπλοκες αρμονίες, ανακάτεψαν και λίγο σαξωνικό σαξόφωνο, το μόνο χάλκινο που ακούγεται σαν ξύλινο, κι έφτιαξαν τη μποσανόβα.

Η σάμπα είναι ιδρωμένη και καυτή, άγρια, μαύρη, σεξουαλική.
Η μποσανόβα είναι χλιαρή με αποσμητικό στις μασχάλες, συνετή, λευκή, πλατωνική.

Η σάμπα χοροπηδάει.
Η μποσανόβα λικνίζεται.

Η σάμπα είναι λαϊκή μουσική, σωματική, έτσι όπως τη γέννησαν οι ωδίνες της σκλαβιάς, τη δημιούργησαν άνθρωποι που δεν ήξεραν τίποτα από νότες.
Η μποσανόβα είναι λόγια μουσική, εγκεφαλική, και την επινόησαν κάποιοι σπουδαίοι μουσικοί.

Η σάμπα είναι βραζιλιάνικη.
Η μποσανόβα είναι ντεσπεράντο.

«Είστε μουσικός;» ρώτησα τον Κιχώτη.
«Ούτε κατά διάνοια. Έχω δυο αριστερά πόδια και δυο ξεκούρδιστα αυτιά. Δεν μπορώ να χορέψω, δεν μπορώ να τραγουδήσω.»
«Όμως πρέπει να έχετε βρεθεί στη Βραζιλία, γιατί…»
«Είκοσι δύο φορές. Πενήντα φορές διέσχισα τον Ατλαντικό.»
«Είστε ναυτικός;»
«Ήμουνα. Πάει τώρα. Τέλειωσε.»

Ίσως να ταίριαζε, να ήταν πιο λογοτεχνικό, αν και κλισέ, αν έλεγε αυτά τα λόγια κοιτώντας με παράπονο τη θάλασσα της Αρετσούς.

Αλλά, όπως είπα ήδη, υπήρχε τόση αξιοπρέπεια σε όσα έλεγε που δεν θα χωρούσε πουθενά το πονεμένο μπαγλαμαδάκι κι ο μικρός Καΐλας που δουλεύει λούστρος για τη «κακομοίρα τη μάνα μου».

«Ασυρματιστής;» τον ρώτησα, μεταξύ σοβαρού και αστείου.
Κι εκείνος γέλασε.
«Μετά τον Καββαδία, έτσι όπως έχουν στο μυαλό τους τον ναυτικό οι στεριανοί, θα ‘πρεπε να ‘ναι τα καράβια γεμάτα ασυρματιστές που γράφουν ποιήματα.»
«Καπετάνιος;»
«Ούτε. Πιο απλά πράγματα. Μάγειρας. Χρειάζονται και να τρώνε οι ασυρματιστές κι οι καπετάνιοι, δεν χρειάζονται;»

Μπήκα μέσα για να εξυπηρετήσω δυο πελάτες. Μετά ήρθαν δυο ακόμα κι άλλος ένας, κι άφησα τον μάγειρα Δον Κιχώτη να αγναντεύει τη μικρή θάλασσα ακούγοντας μποσανόβες.

Κάποια στιγμή σηκώθηκε για να πληρώσει και να φύγει.
«Να σας πω κάτι, χωρίς παρεξήγηση», του είπα. «Μου θυμίζετε τον Δον Κιχώτη.»

Παραξενεύτηκε.

«Πώς το εννοείς;»
«Φυσιογνωμικά. Το πρόσωπο σας, ο τρόπος που στέκεστε…»
«Παράξενο», έκανε και κοιτάχτηκε στον καθρέφτη του μπαρ. «Δεν μου το ‘χουν ξαναπεί αυτό. Μοιάζω… τρελός;»
«Ονειροπόλος.»
«Ο Κιχώτης δεν ήταν ονειροπόλος. Τρελός ήταν.»
«Κι οι ονειροπόλοι τι είναι;» τον ρώτησα.

Γέλασε.
«Τι δουλειά έχεις εδώ;» με ρώτησε.
«Κερδίζω τον άρτο τον επιούσιο.»
«Ναι, εντάξει, όλοι αυτό κάνουμε. Κάναμε. Αλλά εσύ είσαι παράξενος και βλέπεις τους άλλους έτσι.»
«Δεν νομίζω», του είπα με αυτοπεποίθηση. «Πιστεύω ότι μπορώ να καταλαβαίνω τους ανθρώπους, να βλέπω κάτι πιο βαθύ απ’ αυτό που δείχνουν.»
«Όχι. Βλέπεις αυτό που θες να δεις. Σαν να επινοείς.»

Με πλήρωσε κι έφυγε.

Όταν γύρισα σπίτι σκεφτόμουν τον Κιχώτη του Θερβάντες. Εκείνος έγραψε για έναν τρελό αντιήρωα που πολεμάει με ανεμόμυλους και πρόβατα. Οι άνθρωποι, ο λαός, δόξασε κι έκανε ήρωα τον τρελό ιδαλγό.

Σαν τον Γκαοτάμα, που έλεγε ότι δεν υπάρχουν θεοί κι όταν πέθανε τον έκαναν θεό, Βούδα.

Όμως ο Κιχώτης του Θερβάντες, έτσι όπως παρουσιάζεται στο βιβλίο, δεν έχει τίποτα ηρωικό. Κι ο συγγραφέας, σίγουρα, δεν έγραφε έχοντας στο μυαλό του αυτό που έχουμε εμείς όταν λέμε «Δον Κιχώτης».

Αυτός προσπάθησε να διαλύσει τη ψευδαίσθηση της ηρωικότητας, γράφοντας για έναν τρελόγερο. Κι εμείς βρήκαμε ένα νέο είδωλο.

Μάλλον οι άνθρωποι έχουμε ανάγκη από ήρωες και είδωλα και θεούς, έχουμε ανάγκη από συμπτώσεις, για να δώσουμε ένα νόημα στο χάος που μας καταποντίζει.

Ίσως γι’ αυτό και να παίζουμε μουσική. Υπάρχει τόσο πολύς λευκός θόρυβος γύρω μας, ηχορύπανση χωρίς νόημα, που η αρμονία της κιθάρας, ο ρυθμός μιας μποσανόβας, μας κάνει να πιστεύουμε.

Σε τι πιστεύουμε; Σε ό,τι μας κάνει να νιώθουμε καλύτερα.

Και μια τελευταία σύμπτωση, που ήρθε αργά το βράδυ για να κλείσει το κείμενο μου.

Έβγαλα την Πέρλα, τον σκύλο, τη νυχτερινή της βόλτα. Είχε περίοδο κι όλη την ώρα μύριζε για αρσενικούς. Είδαμε κάποιον από μακριά κι η Πέρλα άρχισε να γαβγίζει σάμπα.

Εκείνος δεν της έδωσε καμιά σημασία. Ήταν γέρος, μετά βίας περπατούσε.

Η κυρία που τον κρατούσε τον άφησε για λίγο να μυρίσει τη θηλυκιά κι ύστερα του είπε: «Άντε, προχώρα, Ροσινάντε».

Εκείνος συνέχισε να σέρνεται, η Πέρλα έψαχνε για κάποιον επιβήτορα, κι εγώ..

(Κάπου εκεί χάθηκε η σύνδεση, οπότε ό,τι άλλο είχα γράψει δεν αποθηκεύτηκε. Δεν θα προσπαθήσω να θυμηθώ ούτε να διορθώσω. Δυστυχώς η ζωή μας τελειώνει κάπως έτσι. Χωρίς νόημα.

Τυχαία και αναπόφευκτα κάποια στιγμή χάνεται η σύνδεση, κι εσύ μένεις στη μέση μιας πρότασης, στη μέση ενός χορού, στη μέση μιας συνουσίας, στη μέση ενός

°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°
ΤΟ ΠΙΤΣΙΡΙΚΙ ΕΙΝΑΙ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΟ ΚΑΙ ΒΑΣΙΖΕΤΑΙ ΜΟΝΟ ΣΤΟΥΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΕΣ ΤΟΥ. ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΤΕ ΤΙΣ ΔΙΑΦΗΜΙΣΕΙΣ ΤΗΣ GOOGLE ΠΑΤΩΝΤΑΣ ΠΑΝΩ ΣΤΙΣ ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΕΣ ΕΙΚΟΝΕΣ. ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ
°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°









Πηγή