Η ομοβροντία διαψεύσεων όλου του πολιτικού σχεδιασμού της κυβέρνησης συνεχίζεται με αμείωτο ρυθμό. Αν την προηγούμενη εβδομάδα μιλούσαμε για πανικό στο Μαξίμου λόγω της οριστικής κατάρρευσης του success story με τη σφραγίδα Κομισιόν, ΔΝΤ και ΤτΕ, από εδώ και πέρα θα πρέπει να συζητούμε την ακύρωση του μεγαλύτερου μέρους των πολιτικών του στόχων.
Την προηγούμενη εβδομάδα είχαμε τις προβλέψεις του ΔΝΤ για μηδενικό πρωτογενές πλεόνασμα, την απαίτηση της Κομισιόν για αύξηση του ΦΠΑ και της φορολόγησης των καυσίμων – η οποία εν συνεχεία επιχειρήθηκε να «μπαλωθεί», αφού πρώτα είχε κάνει μια μεγάλη πολιτική ζημιά στην κυβέρνηση.
Παράλληλα ο κεντρικός τραπεζίτης Γ. Προβόπουλος δήλωσε ότι τα τεστ αντοχής των τραπεζών λαμβάνουν υπ’ όψιν το «κακό σενάριο» της ύφεσης για άλλα δύο χρόνια. Ενώ το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής ξεκαθάρισε το αυτονόητο: ότι το πρωτογενές πλεόνασμα, ακόμη και αν επιτευχθεί, όχι μόνο δεν θα μπορεί να στηρίξει την εξυπηρέτηση των τόκων του χρέους, αλλά επιπλέον «δεν είναι επαρκής όρος ώστε η κυβέρνηση να διαπραγματευθεί σοβαρά τη διαχείριση του χρέους της».
Η τελευταία παρατήρηση ήταν ίσως η πιο σημαντική με δεδομένο ότι το πρωτογενές πλεόνασμα προβαλλόταν συστηματικά από την κυβέρνηση Σαμαρά ως όρος ικανός να πυροδοτήσει τη διαπραγμάτευση για την επόμενη ρύθμιση του χρέους. Ωστόσο παράγοντες των μερών της τρόικας φρόντισαν ήδη από την περασμένη εβδομάδα να υπενθυμίσουν ότι το πρωτογενές πλεόνασμα είναι ένας μόνο από τους όρους για την εκκίνηση της διαδικασίας συζήτησης περί του χρέους.
Σε δύο μέρη
Τώρα, αυτήν την εβδομάδα, ήρθε το Eurogroup της Δευτέρας να επιβεβαιώσει αυτό που ήδη συζητιόταν χαμηλόφωνα: το δημοσιονομικό κενό – και το συνακόλουθο χρηματοδοτικό κενό – της τριετίας 2014-2016 δεν θα συζητηθεί ως ένα «πακέτο», αλλά θα διασπαστεί σε δύο μέρη.
Κοινώς, η Ελλάδα θα πρέπει πρώτα να βρει τρόπο κάλυψης του κενού του 2014 – της τελευταίας χρονιάς του τρέχοντος μνημονίου – και ύστερα θα αναζητηθούν τρόποι κάλυψης για την επόμενη διετία. Δηλαδή, αν από τον Δεκέμβριο – το νωρίτερο – γίνει η εκτίμηση για το χρηματοδοτικό κενό του 2014 και τον τρόπο κάλυψής του, μια συνολική συζήτηση για το χρέος και το μοντέλο διαχείρισής του αποκλείεται να αρχίσει πριν από το επόμενο καλοκαίρι, με άγνωστο τον ορίζοντα κατάληξης αυτής της συζήτησης.
Επιπλέον, να σημειωθεί ότι μια ακόμη κυβερνητική ελπίδα – να μετακυλιστούν ομόλογα 4 δισ. ευρώ, που κατέχουν οι κεντρικές τράπεζες της ευρωζώνης, αντί να πληρωθούν το 2014 – τράκαρε στον… τοίχο της ΕΚΤ.
Μάλιστα, μετά τη λήξη της συνεδρίασης του Eurogroup, ο επικεφαλής του Γερούν Ντάισελμπλουμ αναγνώρισε μεν ότι η Αθήνα κάνει αγώνα για να επιτύχει πρωτογενές πλεόνασμα, αλλά υπενθύμισε αυτό που είχε επισημάνει και την περασμένη εβδομάδα το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής: ότι «ο μεταρρυθμιστικός δρόμος είναι ακόμη μακρύς». Κοινώς, όσα κόλπα και αν επιστρατευθούν για την επίτευξή του, η ευρωζώνη – όπως άλλωστε και το ΔΝΤ – θα επιμείνουν στις «μεταρρυθμίσεις», των οποίων η πορεία θα κρίνει την όποια συζήτηση για το χρέος.
Είναι προφανές ότι η Γερμανία, κυρίως, θα κερδίσει όσο χρόνο χρειάζεται όχι μόνο για να μη διαταράξει την εύθραυστη ισορροπία της ευρωζώνης, αλλά και για να κρατήσει όσο το δυνατόν περισσότερο δέσμια την Ελλάδα στις επιλογές της.
Οι εξελίξεις
Τι σημαίνουν πρακτικά οι νέες εξελίξεις:
1 Ότι διαψεύδεται πλήρως η ελπίδα της κυβέρνησης να μπει στην ελληνική ευρωπροεδρία τον Ιανουάριο του 2014 ανακουφισμένη και πολιτικά ενισχυμένη, με αναζωπυρωμένο το «τελειωμένο», σήμερα, success story της.
2 Ότι, αντιθέτως, η κυβέρνηση θα κληθεί να πάρει και άλλα δυσβάστακτα μέτρα ή να διευρύνει τα τρέχοντα, ρισκάροντας τη συνοχή της κυβέρνησης και των κομμάτων που την αποτελούν, αλλά και να ακυρώσει τις προσδοκίες τις οποίες μεθοδικά έχτιζε τον τελευταίο έναν χρόνο πάνω στο σαθρό θεμέλιο του πρωτογενούς πλεονάσματος.
3 Ότι η κυβέρνηση, πριν ακόμη προλάβει να καλλιεργήσει κλίμα «σκληρής διαπραγμάτευσης» με τους δανειστές, θα πρέπει να ανακρούσει πρύμναν και να προσγειωθεί στο ξερό γήπεδο της τρόικας, στο οποίο άλλωστε αδιαλείπτως της θυμίζουν οι «αρμόδιοι» ότι θα δίνει σε μόνιμη βάση τους αγώνες της – και με τον διαιτητή «στημένο».
4 Ότι επί της ουσίας «καίγεται» το χαρτί των εκλογών, το οποίο πολλοί – κυρίως από την πλευρά της Ν.Δ. – συστηματικά επικαλέστηκαν κατ’ επανάληψη εν είδει μπλόφας στην εσωτερική πολιτική… τσόχα.
5 Ότι, καθώς μέχρι το επόμενο καλοκαίρι δεν θα έχει έρθει η «ρύθμιση» του χρέους, με τον Σαμαρά και τον Βενιζέλο παγιδευμένους στη διακυβέρνηση, θα προηγηθούν οι ευρωεκλογές, στις οποίες ο κίνδυνος μιας μεγάλης συντριβής είναι σαφώς μεγαλύτερος από αυτόν της εθνικής βουλευτικής κάλπης. Ο καθένας μπορεί να αντιληφθεί τι θα σημαίνει για τη νυν κυβέρνηση, τη βιωσιμότητά της και το μέλλον των κομμάτων που τη συγκροτούν η επίσημη καταγραφή μιας εκλογικής συντριβής.
6 Ότι – με δεδομένα τα παραπάνω – η κυβέρνηση, και ιδιαιτέρως η Ν.Δ., θα παραμείνει όμηρος της σημερινής σκληρής, αντικοινωνικής και αδιέξοδης πολιτικής, η οποία καταναλώνει με ταχύ ρυθμό το εναπομείναν πολιτικό της κεφάλαιο.
7 Ότι η εξελισσόμενη στρατηγική της «ελεγχόμενης έντασης», η οποία άρχισε πολύ νωρίς, κινδυνεύει είτε να εξατμιστεί εκθέτοντας άσχημα τους μουτζαχεντίν της θεωρίας των «δύο άκρων» είτε να εκτροχιαστεί δημιουργώντας σοβαρούς κινδύνους για την κοινωνική συνοχή και την πολιτική ομαλότητα.
8 Ότι, επειδή το παιχνίδι καθυστέρησης που έχουν επιλέξει οι δανειστές – με πρώτη και καλύτερη τη Γερμανία – μεταθέτει για άγνωστο χρόνο κάθε σοβαρή συζήτηση για το χρέος, αυξάνεται κατακόρυφα ο κίνδυνος ενός εσωτερικού πολιτικού «ατυχήματος». Όμως αυτό το ενδεχόμενο δεν φαίνεται να μεταβάλλει τις αποφάσεις των Ευρωπαίων του Βορρά, οι οποίοι συνεχίζουν να μένουν ασυγκίνητοι μπροστά στις πολιτικές συνέπειες για τη συγκυβέρνηση Σαμαρά και Βενιζέλου.
9 Ότι, με «παγωμένες», αποτυχημένες ή… «βραδυπορούσες» τις συμφωνημένες με την τρόικα «μεταρρυθμίσεις», η διάθεση των δανειστών να διατηρήσουν την πίεση στο όνομα της «ανταγωνιστικότητας» οδηγεί αναπόφευκτα σε αυτό που πολλοί παράγοντες – με τελευταίο τον ευρωτραπεζίτη Μάριο Ντράγκι – έχουν ήδη αναγγείλει: το χρηματοδοτικό κενό θα αντιμετωπιστεί με νέο δάνειο και νέο μνημόνιο.
Αν αυτό μάλιστα συμβεί πριν από τις βουλευτικές εκλογές, το πολιτικό κόστος για την κυβέρνηση Σαμαρά θα είναι κολοσσιαίο.
Οι καραμανλικοί, το μαστίγιο και το καρότο
Με δεδομένα όλα τα παραπάνω, η κυβέρνηση είναι πρακτικά παγιδευμένη. Η δυνατότητα εκλογικού αιφνιδιασμού θα πρέπει να αποκλείεται, με εξαίρεση δύο – βάσιμα – ενδεχόμενα:
• Το ένα είναι το περίφημο «ατύχημα», το οποίο θα μπορούσε να προκληθεί ακόμη και «δι’ ασήμαντον αφορμήν».
• Το άλλο αφορά την πιθανότητα ο πρωθυπουργός να αντιληφθεί ότι δεν έχει άλλο περιθώριο υποχώρησης έναντι της τρόικας και, μπροστά στον κίνδυνο να χάσει οριστικά το τρένο, να τα τινάξει όλα στον αέρα και να πάει σε εκλογές, κόντρα στη σαφή θέληση των δανειστών για εξάντληση κάθε χρονικού περιθωρίου.
Όμως ένας εκλογικός αιφνιδιασμός προϋποθέτει, μεταξύ άλλων, και εσωτερική ενότητα στο κόμμα της Ν.Δ., το οποίο εσχάτως ταλανίζεται από διαφοροποιήσεις, που κυρίως εστιάζονται στην οικονομική πολιτική, αλλά και στον τρόπο διαχείρισης ζητημάτων δημοκρατίας. Πρωταγωνιστές των διαφοροποιήσεων αναδεικνύονται στελέχη της (νεο)φιλελεύθερης πτέρυγας και των καραμανλικών.
Οι καραμανλικοί, πάντως, οι οποίοι στο εσωτερικό της Ν.Δ. είναι ο πιο κρίσιμος παράγοντας ισορροπίας, ακολουθούν συστηματικά την τακτική του μαστιγίου και του καρότου, αφού ορισμένοι από αυτούς δεν χάνουν ευκαιρία να ρίχνουν βολές κατά του Αντώνη Σαμαρά – έστω με έμμεσο τρόπο – θέλοντας να δείξουν την ενόχλησή τους για πτυχές της κυβερνητικής πολιτικής σε ό,τι αφορά:
• Τις σχέσεις με την Αριστερά, κυρίως για τη θεωρία των «δύο άκρων», την οποία προωθούν οι συνεργάτες του πρωθυπουργού και επιδοκιμάζει ο ίδιος με κατά καιρούς δηλώσεις του.
• Τον τρόπο που χειρίζεται τις απαιτήσεις της τρόικας ο υπουργός Οικονομικών Γιάννης Στουρνάρας.
• Τις διαδικασίες που επιλέγονται (και σε ό,τι αφορά τα θέματα Δικαιοσύνης) για την αντιμετώπιση της Χρυσής Αυγής.
• Τις επιλογές στο εσωκομματικό πεδίο, με τον αποκλεισμό από τα κέντρα λήψης των αποφάσεων φίλα προσκείμενων στον Καραμανλή στελεχών.
Τα πρόσωπα που πρωταγωνιστούν στο ιδιότυπο αυτό μπρα-ντε-φερ είναι κυρίως στενοί συνεργάτες του Καραμανλή – Παυλόπουλος, Αντώναρος, Σπηλιωτόπουλος – αλλά και άλλοι, οι οποίοι έχουν «δεύτερους ρόλους» μέσα στην Κοινοβουλευτική Ομάδα.
Καραμανλικά στελέχη ισχυρίζονται ότι όλα ξεκινούν από τη διακοπή κάθε επικοινωνίας – ακόμη και τηλεφωνικής – μεταξύ του πρωθυπουργού και του Κώστα Καραμανλή εδώ και πάρα πολύ καιρό. Όσοι βλέπουν τον Καραμανλή, αντιλαμβάνονται την «ξινίλα» που βγάζει για τον Σαμαρά, η οποία συνοψίζεται σε μια φράση: «Δεν ρωτάει τη γνώμη μου, δεν ρωτάω τη δική του, δεν με βλέπει, δεν τον βλέπω, πέρασε τόσος χρόνος και… ούτε ένα τηλεφώνημα, αλλά δεν τον υπονομεύω»…
Αυτήν την εικόνα βλέπουν οι ακραιφνείς καραμανλικοί και κρατούν τις αποστάσεις τους από το σαμαρικό «σύστημα». Το ερώτημα είναι αν αυτή η αποστασιοποίηση θα εξελιχθεί σε αμφισβήτηση αν και όταν επιβεβαιωθεί ότι ο Σαμαράς χάνει το τρένο της εκλογικής νίκης. Αν η σημερινή ψυχρότητα δεν «αποκατασταθεί», ίσως στο μέλλον να έχουμε πολλές «ειδήσεις» από το ενδονεοδημοκρατικό «μέτωπο».
ΤΟ ΠΟΝΤΙΚΙ.