Daily Archives: Ιουλίου 20, 2014

ΤΟ ΠΙΤΣΙΡΙΚΙ ΓΡΑΦΕΙ … Ένα παιδί από τα Τρίκαλα, που το έλεγαν Βασίλη.

SavedPicture-201472011589.jpg

Χαμένη στην ομιχλώδη άλω των παιδικών μου χρόνων βρίσκεται μια διήγηση του παππού μου, που έκτοτε στοιχειώνει την μνήμη μου. Ήταν, λέει, Δεκέμβρης του ’49 γιορτινές μέρες- πλησίαζαν Χριστούγεννα – και στο Στρατιωτικό Νοσοκομείο των Αθηνών έπεφτε ακόμα ένα βράδυ. Οι δώδεκα τραυματίες στρατιώτες στοιβαγμένοι στον ίδιο θάλαμο ένα χρόνο τώρα, ξεγελούσαν πότε τον πόνο με την ανία και πότε την ανία με τον πόνο τους. Η νοσηλεύτρια της βάρδιας μοίρασε τα φάρμακα και έσβησε όλες τις γκαζόλαμπες, εκτός από αυτήν στην είσοδο του θαλάμου. Τότε στο λιγοστό φως φάνηκε στην πόρτα μια ψιλόλιγνη αντρική φιγούρα, που κρατούσε ένα μπουζούκι. Ξοπίσω του ακολουθούσαν ακόμη ένας άντρας με μια κιθάρα και μια στρουμπουλή γυναίκα, νέα καθώς φανέρωνε το άρωμα της , φορτωμένοι με στολισμένα κουτιά.
«Γεια σας παλικάρια!» ακούστηκε μια ένρινη φωνή. «Ήρθαμε να σας φέρουμε κανά γλυκό και να σας τραγουδήσουμε, μέρες που ‘ναι». Ο άντρας αυτός ήταν ο Βασίλης Τσιτσάνης, παρέα με τον αχώριστο φίλο Γιώργο Δέδε και τη μάγισσα Μαρίκα Νίνου. Στο θάλαμο επικράτησε ιερή σιωπή, «τα σα εκ των σων»! Ένα ρε μινόρε αντήχησε και ξεκίνησε η φωνή του Τσιτσάνη :
Κάποια μάνα αναστενάζει.
Μέρα νύχτα ανησυχεί.
Το παιδί της περιμένει,
που έχει χρόνια να το δει.

Το ένα τραγούδι έφερνε το άλλο. «Ο τραυματίας», «Αχάριστη», «Πήρα τη στράτα κι έρχομαι», «Πάλιωσε το σακάκι μου»… Για λίγες στιγμές τα δώδεκα αυτά παιδία – άλλα τυφλωμένα, άλλα με κομμένα πόδια, άλλα μισότρελα – έγιναν ξανά οι δώδεκα ακέραιοι νέοι που ήταν πριν ξεσπάσει ο αδελφοκτόνος πόλεμος. Ο θάλαμος γέμισε σκιές και μεμιάς μεταμορφώθηκε : πράσινα λιβάδια, η μητέρα στο κατώφλι, μελίσσια στο πευκόδασος, το γλέντι στην ταβέρνα, ο επιλοχίας με τα αστεία του, βασιλόπιτες στο φούρνο του μπάρμπα Τάσου, η γαλαζοπράσινη λίμνη, η Μαριάνθη, η Ιωάννα, η Στέλλα, η Ουρανία… Σκιές, που δύσκολα ξεχώριζαν τα δώδεκα παιδία, καθώς τα μάτια τους υγρά από ώρα, είχαν θολώσει. Είχαν ξεχάσει, βλέπεις, πως υπήρξαν κάποτε κι αυτοί κανονικοί άνθρωποι.
Εκεί στο ημίφως και στην παγωνιά του θαλάμου η μικρή ορχήστρα συνέχιζε :

Μην απελπίζεσαι και δεν θα αργήσει
κοντά σου να ΄ρθει μια χαραυγή.
Καινούργια αγάπη θα σου χαρίσει.
Κάνε λιγάκι υπομονή !

Πέρασε έτσι αρκετή ώρα… Ώσπου τα όργανα σώπασαν. Ο Τσιτσάνης χάθηκε στο λιγοστό φως της πόρτας. Απρόσμενα, όπως ακριβώς τους φανερώθηκε. Ήταν αλήθεια ή παραίσθηση αυτό που έζησαν; Κανείς μέσα στο θάλαμο δεν έλεγε τίποτε! Λες και είχαν δει κάποιο ξωτικό, έναν Αρχάγγελο και δεν τολμούσαν να το ομολογήσουν ο ένας στον άλλο, μήπως και τους πάρουν για σαλεμένους, για αλαφροϊσκιωτους. Έτσι αποκαμωμένοι από την ασήκωτη συγκίνηση και την νοσταλγία, έπεσαν σε βαθύ ύπνο.

Γράφω αυτήν την ιστορία, γιατί κρύβει στην ουσία της αυτό, που ορίζει και ξεχωρίζει τον αληθινό «λαϊκό καλλιτέχνη». Τον καλλιτέχνη με εκείνες τις ποιότητες που του επιτρέπουν να αφουγκράζεται και να συμμετέχει αφτιασίδωτος και επί ίσοις όροις στις πιο αληθινές στιγμές του λαού του: τις ώρες του μεγάλου πόνου και της μεγάλης χαράς.
Ένας αυθεντικός και κορυφαίος λαϊκός καλλιτέχνης είναι αναμφίβολα και ο Βασίλης Τσιτσάνης. Μαζί με τον ζωγράφο Θεόφιλο, τον κυκλαδίτη χτίστη Ρούσσο, τον κρητικό λυράρη Σκορδαλό, την μουσική οικογένεια των Χαλκιάδων, τα μπουλούκια «του Τάσου και της Γκόλφως», τον Ευγένιο Σπαθάρη έδωσαν εν πολλοίς μορφή και σχήμα στο νεοελληνικό λαϊκό πολιτισμό.

Πολλά έχουν γραφεί και άλλα περισσότερα θα γραφούν για τον Τσιτσάνη. «Πως έγινε αυτό το θαύμα και αυτό το παιδί από τα Τρίκαλα, να μετουσιώσει μέσα στη ψυχή και στο μυαλό του όλη την πεμπτουσία της μουσικής μας παράδοσης και να μας την ξαναδώσει σε νέες, απλές και τέλειες μουσικές φόρμες;» αναρωτιέται ο Μίκης Θεοδωράκης. Ο Μάνος Χατζιδάκις εξομολογείται: «(…) ο Βασίλης μας έδειξε έναν δρόμο για να συναντηθούμε εμείς τα αδέξια, ασθενικά παιδία της πόλης με τους συνομήλικους μας της υπαίθρου. Αφήσαμε πίσω τα βαλς, τα ταγκό, το τσάμικο και τον καλαματιανό, για να συναντηθούμε καθάριοι στον βυθό της νέας μουσικής του».

Ο Τσιτσάνης αποδείχτηκε όχι απλά χρήσιμος, αλλά απαραίτητος για τον νεοελληνικό πολιτισμό. Καθαγιάζει το περιθωριακό ρεμπέτικο και το μεταμορφώνει σε αστικό λαϊκό τραγούδι, εγκαινιάζοντας ένα νέο μουσικό είδος ανάλογο και ισάξιο με τα πορτογαλέζικα fados ή τις ναπολιτάνικες canzonette. Γίνεται η στέρεα γέφυρα πάνω στην οποία πορεύτηκε με ασφάλεια η ευαίσθητη φαντασία τόσων και τόσων μουσικών μετά από αυτόν. Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, παιδία του Τσιτσάνη υπήρξαν ολόκληρες και διαδοχικές γενιές δημιουργών. Από το ανεπανάληπτο δίπολο του Μίκη και του Μάνου ως τους Ξαρχάκο, Μούτση, Λεοντή, Κουγιουμτζή, Λοϊζο, Ανδριόπουλο, Νικολόπουλο, Σταυριανό, Κορακάκη, Κραουνάκη η επίδραση του μεγάλου Δάσκαλου στο έργο τους είναι ευανάγνωστη. Πίσω από τα τραγούδια και τη μουσική τους αχνοφέγγουν οι πενιές, οι αυτοσχεδιασμοί, οι δρόμοι, το ύφος, οι φόρμες και το ήθος του Τσιτσάνη. Μετά τον Τσιτσάνη τίποτε δεν θα ήταν πια ίδιο! Το μικρό καράβι της Ελληνικής Μουσικής βρήκε μια πυξίδα. Φάνηκε μπροστά του ξανά φωτεινός μπούσουλας η Μεγάλη Άρκτος.
Πέρα από τα λόγια αγέρωχα στέκουν μνημεία στον χρόνο τα τραγούδια του. Η «Συννεφιασμένη Κυριακή» αντανάκλαση του τροπαρίου «Τη Υπερμάχω Στρατηγώ». Η «Αχάριστη» μια ρεμπέτικη βινιέτα. Το «Κάνε λιγάκι υπομονή» μια μικρή λαϊκή προσευχή. Κοντά σ’ αυτά μυριάδες άλλα μικρά αριστουργήματα: «Αντιλαλούνε τα βουνά», «Σαν απόκληρος γυρίζω», «Όμορφη Θεσσαλονίκη». «Χωρίσαμε ένα δειλινό», «Άσπρο πουκάμισο φορώ», «Μπαχτσέ Τσιφλίκι», «Πέφτουν της βροχής οι στάλες», «Αρχόντισσα», «Ακρογιαλιές δειλινά»… Τόσα και τόσα τραγούδια, κομμάτια πλέον της συλλογικής μνήμης. Τραγούδια, που δεν είναι μόνο μια αφορμή για κέφι, για καημό ή για αναπόληση. Αποτελούν αυθεντικές τοπιογραφίες της νεότερης Ελλάδας και φωτίζουν το παρελθόν του λαού μας με το φως της αλήθειας. Διασώζουν στον ιστορικό χρόνο την Κατοχή, την μετεμφυλιακή εξαθλίωση, τα ελπιδοφόρα χρόνια του ’50, την αστικοποίηση, την μετανάστευση.

Με τον Βασίλη Τσιτσάνη συνέβη και το εξής σπάνιο φαινόμενο : αναγνωρίστηκε και αγαπήθηκε ταυτόχρονα και με την ίδια ένταση τόσο από τον απλό λαό, όσο και από την ντόπια διανόηση. Οι σημαντικότερες και εμβληματικές φυσιογνωμίες των Γραμμάτων και της Τέχνης του καιρού του εντόπισαν έγκαιρα το χειμαρρώδες τάλαντο του Τσιτσάνη. Θαυμαστές του υπήρξαν μεταξύ άλλων οι Τσαρούχης, Κουν, Μόραλης, Καραγάτσης, Ρίτσος, Ελύτης, Καμπανέλης, Καρούζος, Δαμιανός, Κατράκης, Βασιλικός… Και σταματώ εδώ για να μην κουράσω τον αναγνώστη.

Στα νάματα της μουσικής του Τσιτσάνη δεν ξεδιψούν μόνο Έλληνες, αλλά κάθε ψυχή, που αναζητάει την αυθεντική ευαισθησία. Για αυτό δεν αποτελεί έκπληξη, πως και ο υπόλοιπος κόσμος συνεχίζει να τον ανακαλύπτει καθημερινά. Το 1980 με πρωτοβουλία της UNESCO ηχογραφείται ένας διπλός δίσκος με τίτλο «Χάραμα». Σ” αυτό το δίσκο παίζει ο ίδιος ζωντανά μια σειρά από κλασικά του τραγούδια αλλά και πολλά αυτοσχεδιαστικά κομμάτια στο μπουζούκι. Η Γαλλική Μουσική ΑκαδημίαCharles Gross τον βραβεύει έναν χρόνο μετά το θάνατο του. Στην Ολλανδία, στη Φιλανδία, στη Γερμανία και στη Σκωτία υπάρχουν τουλάχιστον δέκα κομπανίες, που συγκροτούν μουσικοί με κλασσική παιδεία και εμβαθύνουν στο έργο του Έλληνα μουσικού. Στο Ισραήλ η μουσική του είναι κοσμαγάπητη, ενώ ένας άλλος διάσημος Εβραίος, ο σκηνοθέτης Γούντυ Άλεν, χρησιμοποιεί σε μουσική επένδυση ταινίας του ένα ορχηστρικό θέμα του Τσιτσάνη.

Η Τέχνη του Βασίλη Τσιτσάνη υπήρξε μια ευτυχής δυνατότητα. Στο μέλλον θα μοιάζει με θρύλο, πως ένα απλό παιδί από τα Τρίκαλα, που το έλεγαν Βασίλη, κατάφερε να χαράξει στο μάρμαρο του ελληνικού πολιτισμού τέτοιας λογής πολύτιμα αετώματα…

εγραψε το πιτσιρικι

ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ βόμβα απο το Παρόν! Λυσσαλέο μίσος της Μέρκελ για τους Ελληνες. Οι Ουνοι δεν αλλάζουν.

kipros_1

«Τους Έλληνες πρέπει να τους αρπάζεις από τα μαλλιά, να τους βουτάς το κεφάλι στο νερό και λίγο πριν σκάσουν, να τους αφήνεις να πάρουν μια ανάσα. Και μετά ξανά το ίδιο…» – Αντίγραφο του Χίτλερ η γερμανίδα καγκελάριος

Η αποκάλυψη, από πολύ καλή πηγή, μιας συζήτησης που είχε γίνει σε φιλικό γεύμα πριν από δύο χρόνια στο Λονδίνο, με συνδαιτυμόνες τη γερμανίδα καγκελάριο Άνγκελα Μέρκελ, τον τότε γάλλο Πρόεδρο Νικολά Σαρκοζί και τον πρώην πρωθυπουργό του Κατάρ, δίνει την εξήγηση του μαρτυρίου της σταγόνας που ζει πέντε χρόνια τώρα ο ελληνικός λαός.

Είναι έργο απόλυτης σκηνοθεσίας της Μέρκελ, που πιστοποιεί ότι ο Χίτλερ είναι ξανά εδώ, ζει μέσα από τη νοοτροπία της γερμανίδας καγκελαρίου. Μόνο που, αντί για Στούκας, πολυβόλα, Άουσβιτς και Νταχάου, χρησιμοποιεί το σύγχρονο όπλο, τον εκβιασμό με το χρήμα, που εκτελεί ψυχρά όποιον λαό δεν υποταχθεί στα κελεύσματα της Γερμανίας, η οποία παραμένει, δυστυχώς, στα ίδια μονοπάτια που προκάλεσαν τους δύο Παγκοσμίους Πολέμους και έσπειραν ερείπια και ποταμούς αίματος.

Σε εκείνο το γεύμα, μεταξύ τυρού, αχλαδίου και καλού κρασιού, η κυρία Άνγκελα Μέρκελ ξεδίπλωσε όλο το μίσος της για τον ελληνικό λαό, λέγοντας:
«Τους Έλληνες πρέπει να τους αρπάζεις από τα μαλλιά, να τους βουτάς το κεφάλι στο νερό και λίγο πριν σκάσουν, να τους αφήνεις να πάρουν μια ανάσα. Και μετά ξανά το κεφάλι μέσα μέχρι να καταλάβουν».
Αυτό ακριβώς κάνει πέντε χρόνια τώρα. Είναι η συνταγή της… Βιάζει τους Έλληνες, δυστυχώς με την ανοχή, που δεν διαφέρει καθόλου από τη συνενοχή, της κυβέρνησης Σαμαρά. Βγάζει τα απωθημένα της για την ηρωική αντίσταση της Ελλάδας το ’40 και μετά.
Δίνει με το σταγονόμετρο μικρές ανάσες, και μόλις πας να σταθείς όρθιος, ξανά στο νερό, μέχρι να πεις «παραδίνομαι»… Μέθοδοι Γκεστάπο αλλά και Χόνεκερ…
Και το μαρτύριο συνεχίζεται… Θα βουτάει το κεφάλι των Ελλήνων στο νερό όσο η κυβέρνηση και όλα τα κόμματα δεν λένε: «Ως εδώ, τράβα στις ρίζες σου, κυρία Μέρκελ. Εδώ δεν φυτρώνουν Άουσβιτς και Νταχάου».
Ελπίζουμε, ύστερα από αυτήν την… εξομολόγηση της… φίλης σου, Αντώνη Σαμαρά, να καταλαβαίνεις πού το πάει ο… Γερμαναράς. Στο μαρτύριο στο οποίο σε υπέβαλλε η Γκεστάπο μέχρι να σηκώσεις τα χέρια ψηλά, να παραδοθείς. Αυτό κάνει, και δεν το κρύβει.

Μετά την αποκάλυψη της απάνθρωπης στρατηγικής της, σε πιο εξελιγμένη μορφή από εκείνη του Χίτλερ, κανείς από αυτούς που κυβερνούν σήμερα την Ελλάδα μας, συμπεριλαμβανομένου του Προέδρου της Δημοκρατίας, δεν μπορεί να πει ότι δεν ήξερε…
toparon

Μπρους Λι 1940 – 1973

kipros_1

Ηθοποιός, συγγραφέας, θρύλος των πολεμικών τεχνών και λαϊκό είδωλο.

Γεννήθηκε ως Λι Χου Φαν στο Σαν Φρανσίσκο στις 27 Νοεμβρίου 1940 και τρεις μήνες αργότερα μετακόμισε με την οικογένειά του στο Χονγκ Κονγκ, καθώς ο πατέρας του ήταν διάσημος τραγουδιστής στην κινεζική όπερα.

Σε ηλικία έξι ετών έκανε το ντεμπούτο του στη μεγάλη οθόνη, σε μία κινέζικη ταινία, για να ακολουθήσουν πολλοί τέτοιοι ρόλοι σε μελοδραματικές συνήθως παραγωγές. Επί οκτώ χρόνια εμυείτο στα μυστικά των πολεμικών τεχνών της Ανατολής και ειδικότερα στο κουνγκ-φου, που βασίζεται στη φιλοσοφία του ταοϊσμού και του ζεν.

Όταν ενηλικιώθηκε πήγε στην Αμερική για να σπουδάσει φιλοσοφία. Κατά τη διάρκεια των σπουδών του δεν έπαψε ποτέ να εξασκείται στο κουνγκ-φου. Τον απασχολούσε πολύ το αν οι σύγχρονες εκδοχές των αρχαίων κινεζικών πολεμικών τεχνών εκπλήρωναν τις αρχικές προθέσεις των ιδρυτών τους. Γι” αυτό μελετούσε την ιστορία της τέχνης του και προσπαθούσε να προσεγγίσει την ουσία της διανοητικά. «Οι πολεμικές τέχνες είναι ενδοσκόπηση και φιλοσοφία» έλεγε.

Στο Πανεπιστήμιο του Σιάτλ γνώρισε και τη μετέπειτα σύζυγό του Λίντα, με την οποία απέκτησε δύο παιδιά. Ως φοιτητής έκανε μαθήματα κινεζικών στο πανεπιστήμιο για να βγάζει χαρτζιλίκι. Σε ένα από αυτά ήρθε κι εκείνη μαζί με μια κινέζα συμφοιτήτριά της. Άρχισαν να κάνουν παρέα και μετά από πολλές εξόδους με κοινούς φίλους τη ζήτησε σε ραντεβού. Η Αμερικανίδα με τα κόκκινα μαλλιά και τα ανοιχτόχρωμα μάτια γοητεύτηκε από το όμορφο μείγμα Ανατολής και Δύσης που τέλεια ενσάρκωνε ο Λι. Εξέπεμπε την εσωτερική ευγένεια και αξιοπρέπεια των ανατολικών λαών, ενώ ταυτόχρονα είχε ένα διαπεραστικό χιούμορ, που ταίριαζε σε άνθρωπο της Δύσης. Χειριζόταν την αμερικανική αργκό τόσο άνετα όσο μιλούσε και αρκετές κινεζικές διαλέκτους.

Ο Μπρους και η Λίντα παντρεύτηκαν ένα απόγευμα του 1964 στο εκκλησάκι του πανεπιστημίου. Λίγο καιρό αργότερα τον κάλεσαν να λάβει μέρος σε μια επίδειξη κουνγκ-φου στην Καλιφόρνια και εκεί συνέβη κάτι που άλλαξε τη ζωή του. Την επίδειξη έτυχε να παρακολουθήσει ένας διάσημος κομμωτής του Χόλιγουντ και μεγάλος οπαδός των πολεμικών τεχνών. Εκείνος μετέφερε ενθουσιασμένος τα νέα για κάποιον νεαρό εν ονόματι Μπρους Λι, με μοναδικό στυλ και εμφάνιση, σε ένα φίλο του παραγωγό ταινιών. Το αποτέλεσμα ήταν ένα πενταετές συμβόλαιο για την τηλεόραση. Το ζεύγος Λι μετακομίζει στο Χόλιγουντ.

Ο Λι έγινε γνωστός στο αμερικανικό κοινό με την τηλεοπτική σειρά «The Green Hornet». Είχε πρωταγωνιστικό ρόλο και πολεμούσε το έγκλημα και την αδικία. Συνέχισε να εξασκείται στις πολεμικές τέχνες και άρχισε να διαμορφώνει έναν δικό του συνδυασμό κινήσεων κουνγκ-φου και μποξ, τον οποίο ονόμασε Jeet Kune Do. Του άρεσε η ευελιξία στις πολεμικές τέχνες και γι” αυτό ποτέ δεν προτίμησε το στυλιζαρισμένο και άκαμπτο καράτε. Θωρούσε μάλιστα χαζό και ανούσιο το να σπάει κανείς τούβλα και τοίχους με το χέρι του: «Έχετε δει ποτέ κανένα τούβλο να ζητάει καβγά; Δεν έχουν νόημα αυτά τα πράγματα. Εξάλλου κανένας άνθρωπος δεν πρόκειται να σταθεί ποτέ έτσι ακίνητος να περιμένει πότε θα τον χτυπήσεις».

Ο Λι, όμως, δεν ήταν γνωστός στα πλατό του Χόλιγουντ μόνο για τη συμμετοχή του σε τηλεοπτικές σειρές. Οι διάσημοι «σκληροί» του κινηματογράφου, όπως ο Στιβ Μακ Κουήν είχαν βρει στο πρόσωπό του τον τέλειο δάσκαλο. Τους δίδασκε πώς να δίνουν ένα σωστό και αληθοφανές «ξύλο» για τις ανάγκες των ταινιών τους και τους χρέωνε 150 δολάρια την ώρα.

Στην πορεία, ο Λι κατάλαβε ότι ο κινηματογράφος ήταν αυτό που πραγματικά ήθελε να κάνει και αποφάσισε να ιδρύσει μια εταιρεία παραγωγής. «Η ηθοποιία είναι το επάγγελμά μου, ενώ οι πολεμικές τέχνες και η εξάσκησή μου σ” αυτές είναι κάτι προσωπικό» είχε πει. Επέστρεψε στην πατρίδα του και έκανε το Χονγκ Κονγκ έδρα των δραστηριοτήτων του.

Η πρώτη του ταινία «Το Μεγάλο Αφεντικό» ξεπέρασε κάθε προσδοκία. Με εισπράξεις ενός εκατομμυρίου δολαρίων μέσα σε τρεις ημέρες στις αίθουσες του Χονγκ Κονγκ, κατέρριψε το ρεκόρ που ως τότε κατείχε το μιούζικαλ «Η μελωδία της ευτυχίας». Ακολούθησαν με την ίδια εισπρακτική επιτυχία οι ταινίες του: «Ματωμένες γροθιές του Καράτε (1972), «Ο κίτρινος δράκος του Χονγκ-Κονγκ» (1972) και «Ο κίτρινος πράκτωρ εναντίον της Μαφίας» (1973), που εκτόξευσαν τη φήμη του σε όλο τον κόσμο.

Πέθανε ξαφνικά στις 20 Ιουλίου 1973, αφήνοντας ημιτελή την τελευταία του ταινία, η οποία έφερε τον ειρωνικό τίτλο «Θανάσιμο παιχνίδι». Η μυθολογία γύρω από τον θάνατο του Μπρους Λι οργιάζει ακόμη και σήμερα, παρ” όλο που η επίσημη εκδοχή εξακολουθεί να είναι «εγκεφαλική αιμορραγία». Οι στενές και ενίοτε συγκρουόμενες σχέσεις του με την κινεζική μαφία κάνουν τους περισσότερους οπαδούς και φίλους του να μιλούν για δολοφονία. Αυτό το σενάριο ωστόσο δεν αφορά απλά ένα ξεκαθάρισμα λογαριασμών, αλλά τη διακύβευση μεγάλων οικονομικών συμφερόντων στα πλοκάμια του κινεζικού παρακράτους.

Η λιγότερο γνωστή δράση του θρύλου των πολεμικών τεχνών αφορά στο γράψιμο. Από τα 22 ως τα 32 του χρόνια ο Μπρους Λι κατέγραφε συστηματικά τις σκέψεις του και τις εμπειρίες του. Οι σημειώσεις του έφθασαν τους επτά τόμους. Τα γραπτά του απετέλεσαν υλικό για την έκδοση ενός βιβλίου που κυκλοφόρησε όσο ήταν εν ζωή και για τη συγγραφή πολλών άρθρων του πάνω στη θεωρία και στη φύση της άοπλης πάλης που δημοσιεύτηκαν στον Τύπο. Οι οριστικές σκέψεις του Μπρους Λι αποτυπώθηκαν στο βιβλίο του «Jeet Kune Do: Σχόλια του Bruce Lee επάνω στην πολεμική ατραπό», που κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις «Οξύ».

Ο Μπρους Λι παραμένει και σήμερα αρκετά δημοφιλής και γύρω του έχει στηθεί μια επικερδής βιομηχανία. Ό,τι φέρει την υπογραφή του μοσχοπουλιέται σε δημοπρασίες, ενώ η ιστοσελίδα του (www.bruceleefoundation.com) δέχεται εκατομμύρια επισκέπτες κάθε χρόνο. Σύμφωνα με τους ειδικούς, θεωρείται ίνδαλμα αντιστοίχου βεληνεκούς με τον Τζέιμς Ντιν, τον Έλβις Πρίσλεϊ και τη Μέριλιν Μονρόε. Άλλωστε, το αμερικανικό περιοδικό ΤΙΜΕ το συμπεριέλαβε στους «100 πιο σημαντικούς ανθρώπους του 20ου αιώνα».