Daily Archives: Ιουλίου 7, 2014

ΤΟ ΠΙΤΣΙΡΙΚΙ ΓΡΑΦΕΙ … Όταν ήμουν 30

168676_1554502711600_6405680_n

Όταν ήμουν 30, είδα μια γριά κάπου στην επαρχία να αρπάζει με τα δύο χέρια το μικρόφωνο της δημοσιογράφου. Φώναζε. Δεν θέλω να ζήσουν τα παιδιά μου τη φτώχεια που έζησα εγώ. Ακούτε; Όταν ήμουν 30, άνοιξα το ραδιόφωνο και άκουσα θυσίες, σωτηρίες, απειλές, νουθεσίες, αλαζονικά ανθρωπάκια. Κουμπιά σε πουκάμισα πιεσμένα, έτοιμα να σπάσουν. Κουμπιά και παρατάξεις, συντάγματα και έθνη, πράξεις νομοθετικού περιεχομένου, ουρές για προνοιακά επιδόματα. Άκουσα πρώην γραφικούς τηλεβιβλιοπώλες να μιλάνε από υπουργικά τηλέφωνα. Άκουσα να εξορίζουν τις πέτρες και να ευλογούν τα τσεκούρια. Ξύπνησα και το πρωινό ήταν πικρό. Βλαστήμησα τα πρωτοσέλιδα κομματικών εφημερίδων πρώην διευθυντών νυν κυβερνητικών στελεχών αεί φουσκωμένων λογαριασμών. Στάθηκα σε στάσεις λεωφορείων με ένα σωρό ξεψυχισμένο κόσμο. Ξεσκισμένα πρόσωπα, σκληρά, χαραγμένα, απαθή, αποθαρρυμένα, βουτηγμένα στον τρόμο, στο ψέμα. Πρόσωπα παγωμένα, απ’ την αγωνία πριν το πάτημα του pin ή απ’ την άγρια υπομονή μιας ουράς του ΟΑΕΔ.. Όταν ήμουν 30, δεν είχα τίποτα άλλο από μια αγωνία. Ξεφτιλισμένη αγωνία, χρηματική αγωνία, εργασιακή αγωνία. Οι γύρω μου κατέρρεαν, εγώ ακροπατούσα, οι γύρω μου κατέρρεαν, εγώ άντεχα, οι γύρω μου κατέρρεαν. Εγώ κατέρρεα. Με κυνηγούσαν, φώναζα, σε ψέκαζαν, φώναζα, τον προσήγαγαν, φώναζα και ύστερα δεν είχα άλλη φωνή. Δεν κουνιόταν η γλώσσα, δεν έτρεχαν τα πόδια, δεν έβγαινε η ανάσα. Όταν ήμουν 30 είχα δημοκρατία, δεν είχα εκλογές, δεν είχα δικαιοσύνη, είχα δημοκρατία, δεν είχα δουλειές, είχα δημοκρατία, είχα δημοκρατία, δεν προλάβαινα να μετρήσω την ουρά στο συσσίτιο στο Κουκάκι, είχα δημοκρατία, δεν είχα να δώσω σε όλους τους άστεγους του τετραγώνου, είχα δημοκρατία, δεν είχα επιλογή, είχα δημοκρατία, είχα μονόδρομο, είχα σωτηρία, είχα έθνος, είχα περηφάνια, είχα ιστορική στιγμή της Ελλάδας, είχα υπεύθυνες πολιτικές δυνάμεις, δεν είχα ζωή.. Πολιτικοί επιστήμονες, ιστορικοί και δημοσιογράφοι ζητούσαν περισσότερη αστυνομία. Ζητούσαν γκλομπ και συλλήψεις, σκληρότητα και πάταξη, τάξη και κεριά, ανοιχτά σινεμά και μεγάλα εμπορικά καταστήματα. Ανταγωνιστικότητα, ζόφος τα ενοικιάζεται, μνήμη της πόλης, ζόφος τα πρεζάκια, ανοιχτοί δρόμοι, ζόφος ο στρατός των ΜΑΤ. Όταν ήμουν 30 δεν ήξερα αν μπορώ να αγαπήσω το οτιδήποτε. Μόνο μαυρίλα και σάπιες ειδήσεις των 8, μισθοί υπό αίρεση, νόμοι χωρίς Νόμο, μπάτσοι στις γωνίες, στολές στις λεωφόρους, μηχανές που πέφτουνε πάνω σε ετοιμόρροπα κορμιά. Την ίδια ώρα κάποιος σε ένα σχολείο έλεγε ότι τα παιδιά δεν έχουν λεφτά να φάνε κολατσιό. Στριφογυρίζουν γύρω απ’ το κυλικείο και ντρέπονται να πλησιάσουν. Ναι σε όλα. Σκατά σε όλα. Όταν ήμουν 30, ξύπνησα και αποφάσισα ότι δεν θα γιόρταζα γενέθλια. Ύστερα ήρθε η νύχτα.
Οι έρωτές μας, ανασταίνουν ακόμη και τα ψοφίμια. Ανασταίνουν ακόμη και μας. Οι έρωτές μας, μας παίρνουν απ’ το χέρι. Κάτι αγαπημένοι, μισοζώντανοι, ημιπαράφρονες, μας παίρνουν απ’ το χέρι. Κάτι συνθήματα, κάτι σελίδες, κάτι μηνύματα. Ένας παλαβός εσωτερικός χορός, ένα τσούγκρισμα. Μια λυσσασμένη επιμονή. Οι κλαμμένες ενδοχώρες στη σειρά. Φιλί, χαιρετούρα, αγκαλιά, δανεικά, ότι χρειαστείς, ένα άγριο γέλιο, μια πανάθλια αισιοδοξία. Βλέπω τους αγαπημένους μου να κλαίνε πια συχνά. Τους βλέπω να στέκονται πιο φοβισμένοι από ποτέ. Τα αυτιά τους κολλημένα στο επόμενο πολεμικό ανακοινωθέν. Και καθώς κολυμπάνε μες στον καθημερινό τρόμο, μες στον παραλογισμό και την σύγχυση, τα βλέμματα σιγά σιγά καθαρίζουν. Μετά το κλάμα, τα μάτια σιγά σιγά καθαρίζουν. Και αν, και τότε, ίσως καταφέρουμε να δούμε μια φορά τον κόσμο…

εγραψε το πιτσιρικι

ΤΟ ΠΙΤΣΙΡΙΚΙ ΓΡΑΦΕΙ …Η αποθήκη της ψυχής μου..

168676_1554502711600_6405680_n

Εχθές το βράδυ ήταν… ή μήπως όχι; Δεν ξέρω, μερικές φορές είναι σαν να βλέπω από πάντα όνειρα. Σαν να υπάρχουν μέσα στην ψυχή μου και να βγαίνουν ξανά και ξανά, μέχρι να καταλάβω το νόημα, τη σημασία, το κλειδί… Το αστείο, μερικές φορές τα βλέπω ξύπνιος… Οραματίζομαι όνειρα ακόμα και μέσα στο μετρό, ενώ περιμένω να ανάψει ένα φανάρι. Μου είναι τόσο εύκολο να αφήνομαι.

Ήμουν λέει σε μια παραλία. Μια τεράστια αμμουδιά, όσο πιάνει το μάτι ανθρώπου. Και μ’ άρεσε που περπατούσα ξυπόλητη κα ιη ζεστή και φιλική άμμος μου σκέπαζε προστατευτικά τα άκρα, ενώ ο ήλιος και ο άνεμος, οι πανάρχαιες θεϊκές μορφές, φλέρταραν με το λινό μου ρούχο. Τριγύρω μου βουνά σκεπασμένα με χρυσοπράσινες αιωνόβιες ελιές, στητά κυπαρίσσια, μυρωδάτα βάτα, τοπίο τόσο μεσογειακό, τόσο μέσα στις φλέβες μου… Το απόλυτο της στιγμής, του τίποτα και του τώρα…

Η θάλασσα ήταν η δική μου εμμονή, η θρησκεία μου. Έλιωνα τα μάτια μου κοιτάζοντας την να αλλάζει σε δευτερόλεπτα ρότα σύμφωνα με τις επιθυμίες του παιχνιδιάρη ανέμου. Μια συνεχής, αεικίνητη αναζήτηση ήταν το βλέμμα μου πάνω της. Έψαχνα λέει… όσο ζούσα θα είμαι καταδικασμένη να ψάχνω συνεχώς. Αλλά ποτέ δεν θα με κούραζε η αναζήτηση. Θα πέθαινα αν δεν αναζητούσα… και ας ήξερα ότι ποτέ δεν θα τα κατάφερνα. Έπρεπε να ψάχνω χωρίς γιατί, χωρίς λόγο (ή όχι;) .

Κοίταξα και πέρα, στον ορίζοντα, που σχημάτιζε πολιτείες από σύννεφα και ανθρώπους από ομίχλη… “Επιλογές” ακούστηκε. Ναι, έπρεπε οι επιλογές μου να μην με προδώσουν. Τα λάθη είναι για τους ανθρώπους αλλά όχι για τους άλλους. Δεν έπρεπε να ζω για τους άλλους. Να μην κάνω λάθη εξαιτίας των άλλων. Μόνο τα δικά μου συγχωρούνται από μένα… Και κάθισα να ξαποστάσω σε ένα βράχο που ο ήλιος, η θάλασσα, ο ουρανός και η μάνα-γη είχαν φτιάξει. Και κοιμήθηκα.
Σαν να το ήξερα. Μετά από χρόνια, μήνες, λεπτά, δεν ξέρω πως κυλά ο χρόνος μερικές φορές, η ανθρώπινη εμπειρία δεν μπορεί να το περιγράψει… Ήρθε το πλοίο και έδεσε στο λιμάνι. Κανείς δεν το περίμενε. Ήταν γεμάτο άσπρα πανιά σαν κύκνος κουρασμένος… από το ταξίδι. Μεγαλόπρεπο, με λαμπερά κατάρτια, με χρυσές κουπαστές και καθόλου πλήρωμα. Ήταν λέει για μένα αυτό το σκαρί. Το δώρο μου που το είχα αλλά ποτέ μου δεν το έβλεπα. Η αποθήκη της ψυχής μου. Ήταν το πλοίο που είχε πάνω του τέσσερα κουτιά. Το ένα έγραφε ‘πόνος’, το άλλο ‘πάθος’, το άλλο ‘θάνατος’ και το τελευταίο ‘γέννηση’. Τα στοιχεία που σημάδεψαν και θα σημαδεύουν τη ζωή μου… τη ζωή του καθενός από μας. Συμβολικά ή ουσιαστικά αυτές οι τέσσερις λέξεις θα μας διαλύουν, θα μας αναγεννούν, θα μας ορίζουν… Γιατί αυτή είναι η μοίρα του ανθρώπου, του θνητού. Η υπέροχη μοίρα του, να εξελίσσεται και να μην είναι ποτέ ίδια… με κάθε κόστος…
εγραψε το πιτσιρικι

Νίκος Ξυλούρης 1936 – 1980

168676_1554502711600_6405680_n

Ο «Αρχάγγελος της Κρήτης» γεννήθηκε στις 7 Ιουλίου του 1936 στα Ανώγια Ρεθύμνου. Ήταν μόλις πέντε ετών, όταν στις 13 Αυγούστου του 1941 οι γερμανοί κατακτητές εισέβαλαν στο χωριό του και το έκαψαν. Οι κάτοικοι εγκαταστάθηκαν πρόσφυγες στην κοιλάδα του Μυλοποτάμου, για να επιστρέψουν στον τόπο τους τρία χρόνια αργότερα, μετά την απελευθέρωση.

Τα πρώτα χρόνια στα κατεστραμμένα Ανώγια είναι φτωχικά και δύσκολα για την οικογένεια του Νίκου Ξυλούρη, όπως και για όλους τους συγχωριανούς του. Ο ίδιος φεύγει για το Ηράκλειο, για να μάθει γράμματα. Το σχολείο, όμως, του είναι μάλλον αγγαρεία και ήδη έχει δείξει την κλίση του στη μουσική.

Μια μέρα βλέπει έναν συγγενή του να παίζει λύρα κι από τότε του καρφώνεται η ιδέα να μάθει αυτό το όργανο. Οι αντιρρήσεις του πατέρα του κάμπτονται από τον δάσκαλό του, που αναγνώρισε από νωρίς το ταλέντο του. Έτσι, σε ηλικία μόλις 10 ετών, αποκτά την πρώτη του λύρα, σταματά το σχολείο στην Γ’ Δημοτικού και μετά από ενάμιση χρόνο μαθητείας δίπλα στον λυράρη Λεωνίδα Κλάδο, ξεκινά να βγάλει το ψωμί του παίζοντας σε γάμους, βαφτίσια και γιορτές, σ’ όλη την Κρήτη.

Το 1953 ο 17χρονος Νίκος αφήνει πίσω το χωριό του, για να εγκατασταθεί στο Ηράκλειο. Πιάνει δουλειά στο κέντρο «Κάστρο» και με τα λεφτά που παίρνει πληρώνει ίσα ίσα το ενοίκιο για την κάμαρά του. Έχει ν’ αντιμετωπίσει τη μουσική της εποχής (ταγκό, βαλς, ρούμπα, σάμπα κλπ), καθώς και τους μεγάλους λυράρηδες που δεν τον βλέπουν με καλό μάτι. Οι καλοί φίλοι που έχει αποκτήσει στο Ηράκλειο τον βοηθούν, οργανώνοντας γλέντια, και το όνομά του αρχίζει σιγά – σιγά να γίνεται γνωστό στο ευρύ κοινό.

Σε μια αποκριάτικη γιορτή βλέπει την Ουρανία Μελαμπιανάκη, γόνο αριστοκρατικής οικογενείας, και την ερωτεύεται. Για ένα χρόνο της κάνει καντάδα κάθε βράδυ κάτω από το παράθυρό της, χωρίς στην πραγματικότητα να έχουν μιλήσει ποτέ. Η ταξική τους διαφορά θα τους αναγκάσει να κλεφτούν και να παντρευτούν κρυφά, στις 21 Μαΐου του 1958. Μαζί θα αποκτήσουν δύο παιδιά, τον Γιώργη και τη Ρηνιώ.

Στο μεταξύ, η ανοδική πορεία του συνεχίζεται. Σκοπός του είναι να μάθει ο κόσμος τα τραγούδια της Κρήτης έξω από τα σύνορά της. Το Νοέμβριο του 1958 ηχογραφεί τον πρώτο του δίσκο με την εταιρία «Odeon» υπό τον τίτλο «Μια μαυροφόρα που περνά», παίρνοντας ως αμοιβή 150 δραχμές! Ο δίσκος γνωρίζει επιτυχία και η εταιρία του τον βοηθάει να κάνει κι άλλους, βγάζοντάς τον από τις δύσκολες μέρες.

Το 1966 το κράτος επιλέγει και στέλνει τον Νίκο Ξυλούρη σ’ ένα διαγωνισμό δημοτικής μουσικής στο Σαν Ρέμο της Ιταλίας, οπού ανάμεσα σε δεκάδες συγκροτήματα απ’ όλο τον κόσμο παίρνει το πρώτο βραβείο για την ερμηνεία του στο συρτάκι που έπαιξε με τη λύρα. Ο διάσημος για την Κρήτη λυράρης, ύστερα από πολύ κόπο και προσπάθεια, ανοίγει τα φτερά του και γίνεται γνωστός σ’ όλη την Ελλάδα.