Ονειρεύομαι μια Ελλάδα που θα έχει και θα δίνει ελπίδα, μια Ελλάδα που δεν θα φωτίζεται μόνο από το φως των αρχαίων προγόνων. Μια Ελλάδα που θα δώσει και πάλι σ’ αυτό τον σκοροφαγωμένο διεθνή ορίζοντα φως από τον σύγχρονο πολιτισμό της, τη σύγχρονη φιλοσοφία της, τη σύγχρονη έρευνα και τις επιστήμες, τη σύγχρονη ανθρωπιά και το φιλότιμό της, θα φωτίσει με τον κόσμο της εργασίας, θα ξαναδιδάξει τη Δημοκρατία.
Σου γράφω για να σου πω ότι φταίξαμε κι εμείς οι απλοί για τον πόλεμο. Φταίξαμε ποικιλοτρόπως. Γιατί συναλλαχθήκαμε με κυνικούς, ιδιοτελείς κι ανίκανους πολιτικούς που μας κυβέρνησαν επί 40 χρόνια. Ξεπουλούσαμε την ψήφο μας έναντι διορισμών και δανείων και υπογράφαμε λευκές και διαρκείς εξουσιοδοτήσεις σε όσους δεν άξιζαν. Μα επειδή ήταν οι εκπρόσωποί μας, μοιάζαμε κι οι δυο πλευρές, σα να βλέπαμε τον καθρέπτη. Φταίξαμε γιατί μικρύναμε τον Άνθρωπο σε άτομο και καταναλωτή, πελάτη ενός εγχώριου και διεθνούς συστήματος των αγοραίων πολιτικών και της αγοράς. Ανταλλάξαμε τη γνώση και τη δημιουργία με βολέματα. Ανταλλάξαμε ένα καλό βιβλίο με μια καλή μηχανή.
Ανταλλάξαμε το μέλλον των παιδιών μας με ένα δανεικό αύριο, που έπεσε σαν χάρτινος πύργος.
Πολλοί καταλάβαμε ότι μας παγίδευσαν για να συμπεριφερθούμε αναλόγως και να οδηγηθούμε σ’ αυτό τον πόλεμο. Αλλά οι πολύ περισσότεροι συνέχιζαν να βλέπουν στον καθρέπτη της ιδιοτέλειας και να αναδεικνύουν αυτούς που τους έμοιαζαν και τους βόλευαν.
Άγνωστο αλλά αγαπημένο παιδί μου,
Στην εποχή μου μας πληγώνει αυτή η χώρα! Σα να μας εκδικείται που ξεσκίσαμε τις σάρκες της και τις πουλήσαμε για μερικές χρυσές λίρες, από τον 19ο ακόμη αιώνα… Ακόμη και μερικοί από εκείνους τους παππούληδες που έδωσαν τη ζωή τους για να μας έχουν σήμερα λεύτερους, δεν άντεξαν στον πειρασμό. Απ’ τη μια τουφεκίζανε για να διώξουν τους Τούρκους, κι από την άλλη τρώγανε τα πρώτα δάνεια για τον επαναστατικό αγώνα.
Φανταστείτε οι επίγονοι πόσο πιο εύκολα βάλανε το χέρι στο βάζο με το μέλι. Έγινε πλέον εθνικό σπορ να τρώμε τις σάρκες της μικρής πατρίδας. Κι εκείνη αποφάσισε να τιμωρήσει τα παιδιά της, να τα κάνει να πονέσουν πολύ γιατί την κακομεταχειρίστηκαν… Και τα εκδικήθηκε γιατί τα πάτησε εκεί που πονούν, στον ευαίσθητο οικονομικό «κάλο» τους. Πολύ φυσικός ο πόνος, αλλά εντελώς αφύσικα τα παιδιά της δεν πόνεσαν νωρίτερα όταν έσβησαν τα φώτα της μόρφωσης, του πολιτισμού, όταν η ζωή στη χώρα έγινε μια απέραντη αγορά, όπου όλα πωλούνταν κι όλα αγοράζονταν, επειδή ακυρώθηκαν οι αληθινές αξίες του βίου που μας παρέδωσαν χιλιάδες χρόνια πριν οι πρωτοπόροι και σοφοί αρχαιοέλληνες.
Αλλόκοτη τούτη η χώρα που έδωσε τα φώτα της δημοκρατίας, του πολιτισμού, της φιλοσοφίας, των τεχνών και των επιστημών σ’ όλο τον κόσμο. Πολλοί καταγγέλλουν, συνήθως εκείνο που δεν τους αρέσει επειδή δεν τους συμφέρει προσωπικά , ακόμη κι αν αυτό είναι καλό για το ευρύ κοινωνικό σύνολο. Κι ως είναι φυσικό, μέσα σ’ αυτό τον ατομισμό που μάθαμε, ουδείς βγαίνει μπροστά για να πει, «θα πάρω την ευθύνη μου, για την Ελλάδα και τους επόμενους, ρε γαμώτο». Πόσα χρόνια πέρασαν από τότε που τελευταία φορά ακούσαμε αυτή τη φράση, που μάλιστα μας έκανε τόσο μεγάλη εντύπωση, ώστε την αναδείξαμε σε εθνικό σύνθημα, μόνο και μόνο επειδή ήταν παράξενη και εύηχη κι όχι επειδή είχαμε καμιά διάθεση να την κάνουμε σημαία μας;
Την στραπατσάραμε την Ελλάδα οι σύγχρονοι. Της κλείσαμε τα φώτα του πολιτισμού και της μόρφωσης, ακυρώσαμε την κοινωνική αλληλεγγύη. Και τη γεμίσαμε χρέη να πληρώνουν μέχρι και τα δισέγγονά μας.
Όμως δεν την γεμίσαμε μόνο χρέη, αλλά και με κυβερνώντες πολιτικούς που νόμιζαν ότι η κρατική καρέκλα έγινε ιδιοκτησία τους από τότε που στρογγυλοκάθισαν κι άρα το να λένε ψέματα ήταν προϋπόθεση για να ξανακάθονται στη θέση εξουσίας, κι όχι ευθύνης τους, όπως πρέπει να την αντιλαμβάνονται. Τη γεμίσαμε επίσης με ανθρώπους βολεψάκηδες, χωρίς αλληλεγγύη προς το διπλανό, χωρίς ενδιαφέρον για το συλλογικό καλό, που το μόνο που τους ενδιέφερε ήταν η πάρτη και η βολή τους, πώς να τη βγάλουν ακόμη και σε βάρος του κοινωνικού συνόλου ή του γείτονα.
Έτσι χάσαμε την αληθινή έννοια του πολιτικού και του πολίτη.
Αγαπημένο παιδί από το μέλλον,
Δεν συνειδητοποιήσαμε ότι αυτός ο κόσμος δεν μας ανήκει, δεν ανήκει μόνο στον καθένα μας, αλλά σ’ όλους μας, όλοι μαζί πρέπει να τον χαρούμε κι όλοι μαζί να δημιουργήσουμε σ’ αυτόν. Και, κυρίως, επειδή είμαστε προσωρινοί χρήστες, δεν συνειδητοποιήσαμε ότι ανήκει περισσότερο σ’ εσάς, τους επόμενους στους οποίους θα έπρεπε να τον παραδώσουμε, αν όχι καλύτερο, τουλάχιστο όχι χειρότερο απ’ ό,τι τον παραλάβαμε απ’ τους προηγούμενους. Για να μπορέσετε κι εσείς να τον χαρείτε, να χαρείτε τη ζωή και τη δημιουργία, μαζί με την αυτονόητη αγωνία της επιβίωσης.
Σ’ αυτό τον έρημο τόπο λένε πολλοί ότι σταματήσαμε να ονειρευόμαστε. Ότι χάσαμε τον ύπνο και το χαμόγελό μας, υπό το βάρος των προβλημάτων. Σκέφτομαι όμως ότι κάποτε άλλοι Έλληνες, όταν ακόμη και να δηλώνεις Γραικός ήταν απαγορευμένο κι επικίνδυνο, όχι μόνο ονειρεύονταν αλλά αποφάσισαν και τη ζωή τους να δώσουν ώστε να κάνουν πράξη τους στόχους, που δεν ήταν παρά: να ονειρεύονται, έστω, οι επόμενες γενιές. Και σκέφτομαι ότι επειδή πλέον δεν μπορούμε να ζούμε μόνο με την προγονολατρεία, καιρός είναι βάλουμε τους δικούς μας στόχους, πάντα με τη σκέψη στη ρήση του Καζαντζάκη – ελπίζω να τον ξέρεις- για την ευθύνη και το χρέος του ανθρώπου, αλλά και στη βεβαιότητα του Πλάτωνα ότι είναι αδύνατο να βελτιωθεί ο κόσμος, αν δεν βελτιωθούν οι άνθρωποι που κατοικούν σ” αυτόν.
Εδώ και χρόνια ζούμε μέσα σε μιζέρια, σ’ ένα περιβάλλον μαζικής κατάθλιψης. Κι αυτό μας κάνει να μην μπορούμε ούτε το χέρι να σηκώσουμε για να δείξουμε τον ένοχο, έναν ένοχο που εξουσιοδοτήσαμε εμείς να εγκληματήσει. Είναι ώρα όμως να αρχίσουμε να ονειρευόμαστε. Γιατί χωρίς όνειρα είμαστε νεκροί. Και ο νεκρός είναι αντίπαλος μόνο στη μνήμη.
Άγνωστό παιδί του 2100 μΧ.,
Σου γράφω το δικό μου όνειρο για τον τόπο μου. Ονειρεύομαι την Ελλάδα και τους Έλληνες, πολύ διαφορετικούς από σήμερα και χθες:
-Στη χώρα που γέννησε τη Δημοκρατία, δεν μπορεί να μη λειτουργούν η Δημοκρατία και οι θεσμοί της. Δεν μπορεί για άλλα να ψηφίζονται οι πολιτικοί και άλλα να κάνουν, γιατί αυτή είναι απάτη, δεν είναι Δημοκρατία. Δεν μπορεί να ψηφίζω τον πολιτικό με κριτήριο την προσδοκία ότι θα με εξυπηρετήσει, ακόμη και στην παράλογη ή παράνομη αξίωσή μου, κι όχι επειδή θα κάνει καλό στον τόπο.
Δεν είναι δυνατό οι πολιτικοί όσο πιο δημαγωγοί και παγαπόντες είναι τόσο πιο λαοφιλείς να καταγράφονται. Θέλω λοιπόν να δω σοβαρούς κι ειλικρινείς –ακόμη και μη ευχάριστους- πολιτικούς, με απόφαση συμμετοχής σε ένα βωμό θυσίας και προσφοράς, όπως είναι η συμμετοχή στη δημόσια ζωή, κι όχι σε ένα φαγοπότι με χρυσά και ασημένια κουταλοπίρουνα. Και παράλληλα, υπεύθυνους κι όχι βολεψάκηδες και συμφεροντολόγους πολίτες.
-Θέλω οι θεσμοί της πολιτείας, η αυτοδιοίκηση, η δημόσια διοίκηση, η δικαιοσύνη, η ίδια η νομοθετική εξουσία να λειτουργούν. Ο πολίτης να εξυπηρετείται κατά καθήκον της διοίκησης και των ανθρώπων της και όχι με βάση γνωριμίες και κουμπαριές. Η δικαιοσύνη να αποτελεί πρότυπο και όχι να τιμωρεί τον κλέφτη του ψωμιού και να είναι τυφλή στον παράγοντα που έκλεψε απ’ το δημόσιο ταμείο ή τον χρυσαυγίτη που σκότωσε επειδή δεν του άρεσε το χρώμα του περαστικού.
-Να διακινηθεί και πάλι απ’ αυτή τη χώρα το πραγματικό νόημα της έννοιας της Δημοκρατίας: αρχή και ευθύνη εκ μέρους των πολιτών και στο όνομα των πολιτών.
-Οι εκπρόσωποι των πολιτών, με την έννοια των υπηρετών του κοινού συμφέροντος, να δίνουν δημόσια λόγο για όσα έκαναν και για όσα δεν έκαναν. Και με βάση αυτά να κρίνονται.
-Τα κόμματα να πάψουν να είναι σφηκοφωλιές παραγωγής υποψήφιων θεσιθήρων, και να γίνουν φορείς δημοκρατικής εξάσκησης των μελών τους και της κοινωνίας.
Το κάθε κόμμα να έχει πρώτο στόχο το καλό της χώρας και το συμφέρον των πολιτών κι όχι την εξουσία επί της χώρας και την ψήφο των πολιτών. Ξέρεις, εδώ στην Ελλάδα ξεχάσαμε το δημόσιο συμφέρον, ξεχάσαμε τη δημοκρατία, πολύ πριν την καταργήσουν τα μνημόνια, και τη μετατρέψαμε σε μια κομματική ολιγαρχία.
Ονειρεύομαι μια Ελλάδα:
-Που επενδύει στην παιδεία και την εκπαίδευση, στη μόρφωση. Γιατί αυτή είναι επένδυση σ’ ένα καλύτερο αύριο. Τα σχολειά μας, σ’ όλες τις βαθμίδες, όπως λειτουργούν σήμερα, δεν εξοπλίζουν τη νέα γενιά με τα απαιτούμενα εφόδια, με τις δεξιότητες και τον τρόπο σκέψης που αντιστοιχούν στη σύγχρονη εποχή, δεν διαμορφώνουν ανθρώπους που θα αναζητήσουν τις ευκαιρίες απασχόλησης αλλά και κοινωνικής συμβολής. Ονειρεύομαι ένα σχολειό ναό της μετάδοσης της γνώσης, όχι μουσειακής, αλλά ζωντανής και κοινωνικά χρήσιμης. Ένα σχολειό που από το νηπιαγωγείο ακόμη θα εντοπίζει και θα ενισχύει τις δεξιότητες του παιδιού. Γιατί δεν είναι απαραίτητο το σχολειό να βγάλει μόνο επιστήμονες. Πολλοί άλλοι θα γίνουν έμποροι, εργάτες, αγρότες, αλλά το σχολειό θα πρέπει να «βγάζει» ανθρώπους που θα νιώθουν ότι είναι μέλη ενός κοινωνικού συνόλου. Πολίτες, μ’ άλλα λόγια.
-Που θα επιδιώκει να δημιουργεί, να αναπτύσσει και να στηρίζει όλο και περισσότερες βιβλιοθήκες, γιατί εκεί μέσα είναι το φως της γνώσης και της αλήθειας. Γιατί χωρίς γνώση και αλήθεια ο νους και η ψυχή του ανθρώπου είναι νεκρά φέροντα στοιχεία.
-Που θα επενδύει στον πολιτισμό, δεν θα κατεδαφίζει τα θέατρα για να κάνει πολυκατοικίες και μπαρ, δεν θα «καίει» τα βιβλία, ούτε θα κλείνει τα μουσεία. Αντιθέτως θα είναι γεμάτη με χώρους ψυχαγωγίας κι όχι απλής διασκέδασης για να ξεχνιούνται οι πολίτες με το φραπέ ή το ουίσκι στο χέρι.
-Στην οποία να έχουν όλοι οι Έλληνες πρόσβαση στη δημόσια υγεία. Να μην υπάρχουν γιατροί και φάρμακα για πλούσιους και φτωχούς. Να μην πεθαίνουν οι φτωχοί, επειδή ακριβώς είναι φτωχοί, και να επιβιώνουν οι πλούσιοι, μόνο επειδή είναι πλούσιοι.
-Που δεν θα κάνει οικονομία στην επένδυση στην παιδεία, τον πολιτισμό, τη γνώση και την υγεία. Που θα αναμετράται με το μέλλον με όσο περισσότερα σχολεία, βιβλιοθήκες και δημόσια νοσοκομεία θα έχει και όχι με τις φυλακές για τους απατεώνες.
-Που δεν θα κλείνει σχολεία, βιβλιοθήκες και νοσοκομεία, στο όνομα των αγορών.
Ονειρεύομαι μια Ελλάδα:
-Που δεν θα δολοφονεί τους ανθρώπους, στο όνομα των αγορών.
-Στην οποία το δικαίωμα στην εργασία θα το έχουν όλοι οι πολίτες, ως αυτονόητο και αδιαπραγμάτευτο. Που δεν θα χρειάζεται ο πατέρας να βάζει μέσο τον πολιτικό για να βρει μια δουλειά των 500 ευρώ στο παιδί του…
-Χωρίς φτωχούς και πεινασμένους, χωρίς ανθρώπους που κοιμούνται στα παγκάκια ή αναζητούν ένα χτυπημένο φρούτο στα σκουπίδια της λαϊκής αγοράς και των σούπερ μάρκετ, για να φάνε, ή ένα παλιό σακάκι στον κάδο των σκουπιδιών, για να μην κρυώνουν.
-Που δεν θα αναγκάζει τα παιδιά της να φεύγουν στα ξένα για να εκτιμηθεί η αξία τους, ή απλώς για να επιβιώσουν.
-Στην οποία ο καθένας θα αμείβεται ανάλογα με όσα προσφέρει ως εργασία και θα επιστρέφει στο κράτος ανάλογα με το πραγματικό του εισόδημα.
-Που θα αποφασίσει αμετάκλητα να έχει παραγωγή κι όχι μόνο υπηρεσίες, που θα στηρίζει τους τομείς της οικονομίας της, αξιοποιώντας τη σημαντική έρευνα που γίνεται στα ιδρύματά της. Έρευνα την οποία δεν θα πρέπει να βάζει στο ζύγι των μνημονιακών λογικών.
-Που δεν θα κυνηγά –και με τη γραφειοκρατία- την επιχειρηματικότητα σαν έγκλημα, αλλά θα τη στηρίζει ως ευκαιρία ανάπτυξης και δημιουργίας. Και δεν θα επιτρέπει να κάνουν κουμάντο μόνο οι τραπεζίτες.
-Που θα σέβεται και δεν θα απαξιώνει τον απόμαχο της δουλειάς, δεν θα του παίρνει απ’ αυτά που εργάστηκε μια ζωή για να απολαύσει ως συνταξιούχος.
-Που δεν θα καταδικάζει τη μάνα επειδή έκανε δυο ή τρία παιδιά, αλλά θα την τιμά και θα τη στηρίζει με το κράτος πρόνοιας, το οποίο δεν αρκεί να το θαυμάζουμε ως μοντέλο που μόνο αλλού, π.χ. στις σκανδιναβικές χώρες, μπορεί να εφαρμοστεί.
-Που θα σέβεται το περιβάλλον, γνωρίζοντας ότι το έχει δανειστεί από τις επόμενες γενιές. Με ανθρώπινες συνθήκες ζωής, χωρίς τσιμεντοποίηση των πάντων. Με ανάπτυξη που δεν θα ακυρώνει το περιβάλλον και την ιστορία, αλλά θα τα αξιοποιεί.
-Με μια κοινωνία ανοικτή, που ουδείς θα κρίνεται και θα καταδικάζεται με βάση το χρώμα του δέρματός του, την προέλευση ή τις απόψεις του.
Ονειρεύομαι μια Ελλάδα:
-Με μέσα ενημέρωσης που θα συμβάλλουν στην πραγματική ενημέρωση και επιμόρφωση του κόσμου και δεν θα επενδύουν στο σκοταδισμό, την τρομολαγνεία, το αίμα και το σπέρμα, δεν θα διαμορφώνουν έναν ψεύτικο κόσμο τον οποίο θα ονειρεύονται και θα παραζαλίζονται οι Έλληνες, ξεχνώντας την πραγματικότητα του αληθινού κόσμου.
Ονειρεύομαι, μ’ άλλα λόγια, μια Ελλάδα που θα έχει και θα δίνει ελπίδα, μια Ελλάδα που δεν θα φωτίζεται μόνο από το φως των αρχαίων προγόνων. Μια Ελλάδα που θα δώσει και πάλι σ’ αυτό τον σκοροφαγωμένο διεθνή ορίζοντα φως από τον σύγχρονο πολιτισμό της, τη σύγχρονη φιλοσοφία της, τη σύγχρονη έρευνα και τις επιστήμες, τη σύγχρονη ανθρωπιά και το φιλότιμό της, θα φωτίσει με τον κόσμο της εργασίας, θα ξαναδιδάξει τη Δημοκρατία.
Σου γράφω αυτό το γράμμα για να καταλάβεις ότι εμείς οι μακρινοί σου πρόγονοι δεν πεθάναμε χωρίς να προσπαθήσουμε να μείνουμε ζωντανοί. Δεν μείναμε τρομαγμένοι μπροστά στις τηλεοράσεις. Δεν σκύψαμε φοβισμένοι το κεφάλι όταν μας έδειχναν απειλητικά το δάχτυλο Σαμαράς και Βενιζέλος. Ούτε όταν ο νταβατζής που έβαλαν στην κοινωνία, η συμμορία των χρυσαυγιτών, μας κολλούσε το όπλο στα μηλίγγια.
Αν τελικά το όνειρο κατάφερε να μας συνεπάρει και να σηκωθούμε όρθιοι, δεν το ξέρω ακόμα. Αλλά εσύ το ξέρεις.
Έχεις το σεβασμό και την αγάπη ενός μακρινού προγόνου σου, μαζί με τη συγγνώμη του για τα δικά του λάθη.