Βράδυ Σαββάτου. Σε ένα internet – café μιας επαρχιακής πόλης. Τριγύρω παιδιά μαζεμένα.
Φωνές και γέλια γεμίζουν την ατμόσφαιρα. Βρέχει έξω. Βλέπεις, τέλειο το περιβάλλον. Εσύ δίπλα μου. Χωρίς κουβέντες, μόνο ματιές και κρυφά γέλια. Μάλλον έρωτας μοιάζει. Όχι. Δεν βλέπω λάθος
και το ξέρεις. Πριν κάμποση ώρα ήμασταν επάνω σε ένα κρεβάτι ενός ξενοδοχείου.
Με άγγιζες με χέρια τρεμάμενα από πόθο. Ένα πόθο που δεν ήθελες να δείξεις. ‘Φοβάμαι να σου δείξω πόσο πολύ σε θέλω’ μου είπες χθες το βράδυ. ‘Ποτέ δεν φοβήθηκα να σου δείξω πόσο πολύ σε θέλω’ σου λέω τώρα. Αηδίες. Μπα, δεν νομίζω. Γελάς πάλι. Συνεχίζουν οι σκέψεις μου να είναι ακατάσχετες και κομματιαστές. Πως μπορείς να σκεφτείς καθαρά σε καιρούς βρώμικους και
ταλαιπωρημένους;’ έλεγε εκείνο το σύνθημα στον τοίχο ενός σχολείου
υπό κατάληψη. ‘Παιδικές ψυχές το έγραψαν αυτό;’ σκέφτηκα φωναχτά
δείχνοντάς το και γέλασες συνωμοτικά. ‘Φοβάμαι’. Η μόνιμη επωδός των σκέψεών σου. ‘Είμαι εδώ’ σου απαντάω με λόγια, ματιές και αγγίγματα. Συνεχίζεις να φοβάσαι, συνεχίζω να
είμαι εδώ. Παραδίνομαι. Παραλύω. Όμορφο ρήμα βρίσκω να σου εκφράσω τον πόθο μου. Όμορφο τρόπο βρίσκεις να με επιβεβαιώνεις σαν άντρα. Κορμιά παραδομένα σε εκατέρωθεν
αγγίγματα. Η βροχή σιγοντάρει τον ρυθμικό παλμό των χτύπων της καρδιάς. Βροχή έξω, ξέπλυμα μέσα. Ποτίζουν τα αισθήματα και ανθίζουν. Σπορά και συγκομιδή. Ταυτόχρονα.
Ο έρωτας και η μοναξιά, τελικά, έχουν την ίδια ρίζα. Εκείνη που εμείς ποτίζουμε με κάθε δάκρυ που κυλάει όταν οι αναμνήσεις δίνουν την θέση στη ζωή μας…
εγραψε το πιτσιρικι