ΤΟ ΠΙΤΣΙΡΙΚΙ … Η Ζωή είναι Ωραία με τα Μάτια Κλειστά

10356329_10202057316063547_1667033842419717143_n

Ανήκω στον κατιμά. Κρέας φτηνό, φτωχό και άγευστο. Για να με βάλεις στο στόμα σου, άμαθος καθώς είσαι, θα πρέπει να με φλομώσεις μπόλικο μπαχαρικό. Η ζωή είναι ρουλέτα κι η μπίλια η δική μου πήγε και κάθισε στου διαόλου τη γκίνια. Βίος αβίωτος, στημένος και σικέ παπάς, τίγκα στους αβανταδόρους, σαν κι αυτόν που συνηθίζουν και παίζουν οι γέροι στο λιμάνι μπροστά απ’ τα πρακτορεία. Ξέρω το δρόμο που μεγάλωσα με μάτια κλειστά. Κάθε λακκούβα και μπάλωμα της ασφάλτου. Σπίτια με μεσοτοιχίες τσιγαρόχαρτα, ο καθένας γνωρίζει απέξω το ροχαλητό του άλλου. Μέχρι τα δεκαοχτώ μου νόμιζα πως οι περισσότεροι είμαστε κάπως έτσι. Του ενός ο πατέρας άνεργος στη Ζώνη, του άλλου κατάκοιτος από εγκεφαλικό. Ο τρίτος ο χειρότερος, αγνώστου πατρός. Χαζός δεν ήμουν, γνώριζα πως κάπου μακριά υπάρχουν οι Άλλοι, μα πίστευα πως δεν θα τους συγχρωτιζόμουν ποτέ.

Φέτος το καλοκαίρι δούλεψα στα καρπούζια. Τρανό μανάβικο, εμπορία φρούτων και λαχανικών. Ξεφόρτωνα ένα, μπορεί και δυο φορτηγά την ημέρα. Εκφορτωτής έλεγα, χαμάλης μου απαντούσαν! Γράφαμε σε μεγάλα κομμάτια φελιζόλ – ιδέα του αφεντικού –  «Καρπούζα σκαίτη γλήκα», επίτηδες ανορθόγραφα, για να τραβάν το μάτι των περαστικών. Μάρκετινγκ της πιάτσας. Όταν δουλεύεις με κόσμο που επιθυμεί να ψωνίσει κάτι, κάτι το οτιδήποτε, γρήγορα συμπεραίνεις γιατί όλα γύρω σου είναι παράξενα και χάλια. Οι άνθρωποι είναι καχύποπτοι, πονηροί, εξυπνάκηδες. Θα ήταν ευτυχία αν οι άνθρωποι αγόραζαν μόνο καρπούζια. Αγοράζουν παιδιά, συζύγους κι ευκαιρίες, αγοράζουν καριέρες κι ολόκληρες ζωές.

Έβγαζα είκοσι δύο ευρώ μικτά την  ημέρα. Πολλά απ’ αυτά τα ‘πινα τη νύχτα. Συχνά το ξημέρωμα με έβρισκε μεθυσμένο να κάθομαι καταγής, οκλαδόν σε κάποιο απόμερο δρομάκι, πνίγοντας στο σάλιο μου τα εργατικά μα ανυπεράσπιστα μυρμήγκια. Ολάκερες εκκρίσεις σάλιου, γουλιές σιχαμένου υγρού, ποτισμένου στη νικοτίνη, την πίσσα και το τζιν μαζεύονταν στην άκρη των χειλιών μου μέχρι να πέσουν και να εγκλωβίσουν σε αργό θάνατο, μέσα σε κολλώδεις παγίδες, αυτούς τους μικροσκοπικούς δουλευταράδες του πεζοδρομίου. Ταξική αλληλεγγύη καμιά για τα φτωχά και «συγγενή» μου πλάσματα, θολωμένος από σπισισμό καθόμουν εκεί και τα αφάνιζα χωρίς κανέναν λόγο, όπως θα με αφάνιζε μόνο και μόνο για να σπάσει πλάκα, οποιοσδήποτε ισχυρότερος από μένα. Ένας βιομήχανος, κάποιος μαφιόζος της νύχτας, ακόμα κι ένας αδιάφορος τύπος με μεταπτυχιακό και ακριβό αμάξι.

Τώρα είναι η εποχή που ‘χω να πλαγιάσω με γυναίκα πέντε βράδια και να αγαπήσω μια απ’ αυτές τέσσερα χρόνια! Θα ερωτευόμουν εύκολα μέσα στο επόμενο μισάωρο μια γυναίκα με το όνομα Μάριον. Καμιά γυναίκα με αυτό το όνομα δεν θα μπορούσε ποτέ να είναι άσχημη, δύσμορφη και δυσειδής. Θα χιμούσα πάνω της σαν πρωτόγονος, ένας άνθρωπος του Κρο-Μανιόν σε στύση, ακόλουθος του Βάκχου και του Πάνα, τραγοπόδαρος όχι, μα σίγουρα με λίγη πλατυποδία, ένας αυλητής της σόουλ φανκ, κρασί και γαμήσι!

Θα ερωτευόμουν έστω και μιαν Έλσα με χυδαία βυζιά και μεσοαστική ανατροφή. Φιλοζωία, πράσινο τσάι και πέρασμα για δυο φεγγάρια απ’ την Αριστερά. Στο πατρικό της, μια μεζονέτα στα Νότια, το πικάπ θα έπαιζε Χατζιδάκι. Τους τοίχους στο μεγάλο σαλόνι με το ξύλινο πάτωμα θα διακοσμούσαν γκραβούρες και κορνιζαρισμένα έργα χαρακτών. Τα παιδικά χρόνια της Έλσας θα πρέπει να ήταν ανέμελα, η δουλειά για τους παιδοψυχολόγους παιχνιδάκι. Μπαμπάς με ιστορία στην εξέγερση του Πολυτεχνείου. Μαμά βυθισμένη στη γυναικεία λογοτεχνία, ελαφρώς κακογαμημένη και με τελευταία, πρόσφατη μανία τη γιόγκα. Θα ερωτευόμουν καθετί γιατί το έχω ανάγκη. Θα ερωτευόμουν την ανυστερόβουλη μπότα του έρωτα, τη δουλεμένη από χέρι γέρου και καλόκαρδου τσαγκάρη, που ποδοπατά τον φόβο μέσα σου και μέσα μου. Θα ερωτευόμουν μέχρι κι αυτό το παραλήρημά μου …